Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,
Ως αρμοδιότητα, σε όλες τις δικαιοδοσίες, λογίζεται το ποσοστό της δικαιοδοσίας κάθε δικαστηρίου να εκδικάσει ορισμένες υποθέσεις. Αντίστοιχα, στο ποινικό δίκαιο, ειδικά η καθ’ ύλην αρμοδιότητα συνιστά τη δικαιοδοτική κατανομή των υποθέσεων που θα υπαχθούν ενώπιον των διαφόρων δικαστικών σχηματισμών προς εκδίκαση, τούτη δε η κατανομή, όταν γίνεται λόγος για την καθ’ ύλην αρμοδιότητα, γίνεται βάσει της φύσεως των αξιοποίνων πράξεων.
Γενικώς, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα, ρυθμίζεται από διατάξεις δημοσίας τάξεως, στο πλαίσιο και του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος του νόμιμου δικαστή. Η σημασία της, λοιπόν, ως δικονομικής προϋπόθεσης της δίκης που πρέπει να τηρείται απαρεγκλίτως, αναδεικνύεται από το γεγονός ότι εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως –διότι υπάρχει και η δυνατότητα να εξεταστεί κατόπιν προταθείσας ενστάσεως– σε κάθε στάδιο της δίκης. Προς επίρρωση αυτών, τόσο στο άρθρο 120§1 Κ.Π.Δ. προβλέπει τον αυτεπάγγελτο έλεγχο στον πρώτο βαθμό, ήτοι από το δικάζον Δικαστήριο της τήρησης ή μη της δικονομικής αυτής προϋποθέσεως, όσο και τα άρθρα 121 και 502§3 Κ.Π.Δ. τα οποία επισημαίνουν το ίδιο στο δεύτερο βαθμό, αλλά και το άρθρο 510§1 περ. Ζ’ σε συνδυασμό με το άρθρο 511εδ. α’ Κ.Π.Δ σχετικά με τον αναιρετικό έλεγχο.
Επί των προσφάτων νομοθετικών αλλαγών, και δη του Ν. 4855/2021 που τιτλοφορείται «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες επείγουσες διατάξεις», τα άρθρα 112 και 113 τροποποίησαν μερικώς, αλλά ουσιαστικώς κάποια ζητήματα επί προκύπτουσας αναρμοδιότητας, τα οποία θα παρουσιαστούν διαδοχικώς.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 112 του Ν. 4855/2021, στο άρθρο 120 ΚΠΔ προστίθεται παρ. 4 και το άρθρο 120 διαμορφώνεται ως εξής:
Άρθρο 120 – Αναρμοδιότητα
- Το δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του σε κάθε στάδιο της δίκης.
- Το δικαστήριο, όταν κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αντίστοιχο αρμόδιο. Σε αυτήν την περίπτωση έχει δυνητικά τις εξουσίες του άρθρου 315.
- Κατ’ εξαίρεση το δικαστήριο που χαρακτηρίζει εαυτό αναρμόδιο, παραπέμπει την υπόθεση στον εισαγγελέα, αν κρίνει ότι η πράξη, όπως χαρακτηρίζεται από αυτό, είναι κακούργημα. Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας παραγγέλλει κυρία ανάκριση.
- Παραπομπή στον εισαγγελέα δεν γίνεται εάν διενεργήθηκε κύρια ανάκριση ή ο χαρακτήρας της πράξης ως κακουργήματος προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο».
Η προσθήκη της παραγράφου υπ’ αριθμόν 4, έχει ως βάση εισαγωγής της την επίλυση μίας προβληματικής διχογνωμίας του Αρείου Πάγου, η οποία, πλέον, έχει μία πιο ξεκάθαρη θεώρηση. Πιο συγκεκριμένα, η διχογνωμία υφίστατο όταν προέκυπτε ότι ο ορθός χαρακτηρισμός της πράξης είναι κακούργημα στη συζήτηση επ’ ακροατηρίω ή προϋπήρχε της συζητήσεως, ήτοι είχε χαρακτηριστεί ως πλημμέλημα από τον Εισαγγελέα. Με την προστιθεμένη παράγραφο, σημαίνον είναι πως όταν η αναρμοδιότητα και ο χαρακτηρισμός της πράξης ως κακουργήματος διαπιστώνεται κατόπιν συζητήσεως στο ακροατήριο του αναρμόδιου Δικαστηρίου, η υπόθεση δεν παραπέμπεται δικονομικά πίσω στον Εισαγγελέα, προκειμένου η πορεία της να επιστρέψει στην προδικασία κι ο τελευταίος να παραγγείλει κυρία ανάκριση. Δικαιολογητικός λόγος της μη επιστροφής αποτελεί η ερμηνευτική αντίληψη ότι η συζήτηση που έλαβε χώρα ενώπιον του αναρμόδιου Δικαστηρίου, είναι ισοσθενής της έρευνας που θα ελάμβανε χώρα με την κύρια ανάκριση και επομένως δεν χρειάζεται να γυρίσει δικονομικά σε προγενέστερο στάδιο η υπόθεση. Το άρθρο 120 Κ.Π.Δ. κατά τις υπόλοιπες παραγράφους της διάταξης, παραμένει ώς ίσχυε με τον Ν. 4620/2019.
Επιπροσθέτως, το άρθρο 113 του Ν. 4855/2021, τροποποίησε το άρθρο 121 Κ.Π.Δ. ως εξής:
Άρθρο 121 – Αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε πρωτοδίκως
Το δικαστήριο που δικάζει κατ’ έφεση, αν κρίνει ότι το δικαστήριο που δίκασε σε πρώτο βαθμό ήταν αναρμόδιο, επειδή το έγκλημα υπαγόταν σε κατώτερο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και δικάζει ανέκκλητα το ίδιο την υπόθεση στην ουσία (άρθρο 502 παρ. 3). Εάν το δευτεροβάθμιο είναι το αρμόδιο δικαστήριο σε πρώτο βαθμό, ακυρώνει την απόφαση, κρατεί και δικάζει την υπόθεση σε πρώτο βαθμό. Σε κάθε άλλη περίπτωση καθ’ ύλην αναρμοδιότητας το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ενεργώντας ταυτόχρονα όσα προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 120.».
Το τροποποιηθέν άρθρο 121 Κ.Π.Δ. συνεχίζει να πραγματεύεται την αναρμοδιότητα, που ανακύπτει ωστόσο στο στάδιο της κατ’ έφεση εκδίκασης, συνεχίζοντας τον έλεγχο της αρμοδιότητας σε όλο το φάσμα της ποινικής δίκης, εν προκειμένω μέχρι την αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Σύμφωνα με αυτό, λοιπόν, το δικάζον δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, όταν διαδιγνώσκει ότι το πρωτοβάθμιο ήταν αναρμόδιο καθ’ ύλην να δικάσει την συγκεκριμένη υπόθεση μπορεί αφ’ ής της κήρυξης της αναρμοδιότητας και της ακυρώσεως –σε κάθε περίπτωση από αυτές– της πρωτόδικης αποφάσεως:
- Να κρατήσει την υπόθεση και να την εκδικάσει το ίδιο ανέκκλητα, εφόσον το πρωτοβάθμιο ήταν ιεραρχικά κατώτερο Δικαστήριο, ώστε να μην δικαστεί πολλές φορές οι υπόθεση και γενικά απορρυθμιστεί δικονομικά.
- Να κρατήσει την υπόθεση, εκδικάζοντάς την στην ουσία της ως πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι προκύπτει ότι το Δικαστήριο, στο οποίο εισήλθε σε δεύτερο βαθμό ήταν αρμόδιο πρωτοβαθμίως. Στην περίπτωση αυτήν, δηλαδή, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αποτελεί κατά την ποινική δικονομία το πρωτοβαθμίως αρμόδιο Δικαστήριο, στο οποίο έπρεπε να υπαχθεί η υπόθεση. Η εκ νέου πρωτοβάθμια απόφαση είναι δεκτική ενδίκων μέσων, και δε χάνεται κανένας βαθμός για τον κατηγορούμενο.
- Στην περίπτωση που διαπιστώσει το δικάζον Δικαστήριο σε δεύτερο βαθμό ότι η υπόθεση εκδικάστηκε πρωτοβαθμίως αναρμόδια, φερ’ ειπείν διότι η πρωτοβάθμια αρμοδιότητα ανήκε σε ανώτερο δικαστήριο, που δεν εμπίπτει, όμως, ούτε στην αρμοδιότητα του δευτεροβαθμίως πλέον δικάζοντος (ώστε να υπαχθεί σε κάποια εκ των ανωτέρω περιπτώσεων), ακολουθείται άλλη διαδικασία. Ειδικότερα, μετά την κήρυξη της αναρμοδιότητας και την ακύρωση της πρωτοβάθμιας απόφασης, το Δικαστήριο θα επαναπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο, έχοντας και τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 315 Κ.Π.Δ., δηλαδή την επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού.
Με το Νόμο 4855/2021, δεν επέρχονται καινοτόμες τροποποιήσεις στην διαχείριση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας. Συλλήβδην, οι προκείμενες διατάξεις ενισχύονται ως προς την κατεύθυνση της μη υπάρξεως διχογνωμίας για την αντιμετώπιση της ανακύπτουσας αναρμοδιότητας, ενώ απλώς αναφέρονται ρητώς, πλέον και στη νομοτυπική μορφή τους, ορισμένες ερμηνευτικές κατευθύνσεις. Τέλος, οι διατάξεις 120 και 121 Κ.Π.Δ., όπως επισημάνθηκαν ανωτέρω, δεν εξετάζονται αυτοτελώς για την εφαρμογή τους, αλλά συστημικά μέσα από το σύνολο των δικονομικών διατάξεως, και δη υπό το πρίσμα του 119 Κ.Π.Δ. που προβλέπει την κατ’ εξαίρεση καθ’ ύλην αρμοδιότητα, καθώς και της θεμελιακής αρχής non reformatio in peius του άρθρου 470 Κ.Π.Δ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αδάμ Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία – Η δομή της ποινικής δίκης, 9η έκδοση, αναθεωρημένη με βάση το νέο ΚΠΔ, 2019, Εκδόσεις Σάκκουλα
- NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4855 (ΦΕΚ Α’ 215/12.11.2021) : Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες επείγουσες διατάξεις., διαθέσιμο εδώ
- Νέος Ποινικός Κώδικας και Κώδικας Ποινικής Δικονομίας: Συγκριτικοί πίνακες διατάξεων (Ν. 4855/2021) διαθέσιμο εδώ