17.1 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΟ χείμαρρος του ανορθολογικού

Ο χείμαρρος του ανορθολογικού


Του Δημήτρη Τόλια,

Τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021, έχει ξεπηδήσει, διά μέσω του διαδικτύου, μία νέα τάση αντιδραστικής έκφρασης. Συμπολίτες μας μάς καλούν να μην απογραφούμε, χρησιμοποιώντας ένα σχήμα λόγου αρκετά γνώριμο. Στο παρόν άρθρο θα μελετήσουμε την τάση αυτή, θα αναλύσουμε τους κεντρικούς πυρήνες του λόγου, που χρησιμοποιεί η συγκεκριμένη μερίδα πολιτών, και θα εξάγουμε ορισμένα σύντομα συμπεράσματα σχετικά με αυτή, στο πλαίσιο της συνωμοσιολογικής νοοτροπίας στη χώρα μας. Για τη μελέτη αυτή χρησιμοποιήθηκε υλικό από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης Facebook και Twitter, στα οποία αποκρύπτονται τα στοιχεία των σχολιαστών, καθώς σκοπός είναι να παρατηρήσουμε το φαινόμενο και όχι να στοχοποιήσουμε συμπολίτες μας για τα λεγόμενά τους, σεβόμενοι πάντα το νόμιμο πλαίσιο περί ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.

Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του λόγου αυτού; Έννοια κλειδί στη δόμηση του λόγου κατά της απογραφής είναι ο «έλεγχος». Η αίσθηση του ελέγχου, η οποία αντιθετικά συνδέεται με την αίσθηση της ελευθερίας, κινεί το νόημα και δομεί έναν λόγο, κατασκευάζοντας ένα σύμπαν απόλυτου ελέγχου από ένα μυστικό κέντρο «λίγων» και δυνατών εις βάρος των «πολλών». Έτσι, οι ταυτότητες, που κατασκευάζει η ρητορική αυτή ρήξη, είναι το «εμείς» και το «αυτοί». Παραδείγματα: «Δεν ξέρουνε πόσοι είμαστε;», «Λένε ότι κάνουν απογραφή», «Τους έχω γραμμένους», «Πετάμε τις κάρτες με τους κωδικούς…στα σκουπίδια».

 

Ένα επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό, το οποίο παρατηρείται στους λόγους αυτούς, είναι ότι η «αίσθηση του ελέγχου» χρησιμοποιεί δύο εκφραστικούς ενισχυτές της αφήγησης. Ο ένας είναι  «το σπίτι», ο άλλος είναι «η υποχρεωτικότητα». Εκκινώντας από τον πρώτο, σε πολλές περιπτώσεις η στάση της αντίθεσης εκφράζεται διά μέσου της σύλληψης της αίσθησης του ελέγχου στον ίδιο χώρο και χρόνο με τα νοήματα της οικίας, αυτής που όλοι αποκαλούμε «σπίτι». Οι πομποί του λόγου της άρνησης θέτουν σε πρώτο πλάνο τον ύψιστο χώρο της ατομικότητας, ο οποίος δεν είναι άλλος από την ατομική ιδιοκτησία, την ατομική κατοικία. Εκφράζοντας την άρνησή τους, μέσω της εικόνας της παρέμβασης και διείσδυσης του ελέγχου στο ύστατο καταφύγιο, την κατοικία, προσθέτουν συναισθηματική φόρτιση στους ισχυρισμούς τους. Αυτή, όμως, η επιλογή μάς δηλώνει και κάτι περισσότερο, το οποίο θα συζητηθεί στο τέλος του παρόντος. Παραδείγματα: «Μην αφήνετε κανέναν να μπει στην οικία σας», «Να βάλλουν στα σπίτια μας και άλλους θέλουν», «Αυτοί ήρθαν χθες σπίτι μου».

Ο δεύτερος ενισχυτής αυτής της συνθήκης κρίσης είναι η «υποχρεωτικότητα». Στην ουσία, η υποχρεωτικότητα, συνειρμικά, κατασκευάζει την τελείωση του διπόλου αίσθηση ελευθερίας ελέγχου ως «επιβολή» του δεύτερου σκέλους από τους «λίγους-δυνατούς» στους «πολλούς-αδύναμους». Σε αυτό το σημείο, εμφανίζεται η σύνδεση της εν λόγω τάσης με το κίνημα των αρνητών του εμβολιασμού. Η άρνηση της απογραφής είναι κίνηση που, σε πολλές περιπτώσεις, τείνει να ερμηνευθεί στο φαντασιακό του λόγου αυτού ως αντίδραση στην αίσθηση της επιβολής του εμβολιασμού. Σε πολύ απλή διάλεκτο: «Μου επιβάλετε περιορισμούς γιατί δεν εμβολιάζομαι, δεν σας βοηθάω, σας σαμποτάρω την διαδικασία την απογραφή». Παρατίθενται τα εξής παραδείγματα:

Συνεπώς, έχουμε ξεχωρίσει τρία βασικά χαρακτηριστικά ή αλλιώς τρία κομβικά σημεία. Τον «έλεγχο», που εμφανίζεται ως πυρήνας, την «οικία», που συμβολίζει την ατομικότητα, και την «υποχρεωτικότητα», που συνδέει το πλαίσιο του λόγου κατά της απογραφής με το πλαίσιο του λόγου κατά του εμβολίου. Έχουμε διακρίνει ακόμη δύο ταυτότητες. Το «εμείς» και το «αυτοί», που λειτουργεί στο δίπολο δυνατοί-λίγοι/αδύναμοι-πολλοί. Ο λόγος ξεδιπλώνεται διά μέσω αμφιβολιών στη βάση της λογικής. Επί παραδείγματι, «Δεν ξέρουν πόσοι είμαστε;», «Γιατί να χρειάζεται απογραφή αφού υπάρχουν τα στοιχεία ήδη;», δημιουργώντας την αίσθηση της καχυποψίας που οδηγεί στην ιδέα της συνωμοσίας. Κατά αυτόν τον τρόπο, στο πλαίσιο του λόγου, «αυτοί» επιβάλλουν υποχρεωτικά (συνωμοτούν) την κεκαλυμμένη ενέργεια της απογραφής, ώστε να ελέγξουν την ζωή «μας» και να εισβάλλουν στην ατομικότητά μας («οικία μας»).

Επομένως, η δομή του συνωμοσιολογικού αφηγήματος, και σύμφωνα με τους ορισμούς του P. A. Taguieff (2015), είναι ευδιάκριτη στην παραπάνω δομή λόγου. Είναι υπαρκτό το ταυτοτικό μανιχαϊστικό δίπολο, καθώς και η ιδέα του ελέγχου από τα παρασκήνια, η οποία εκφράζεται κεκαλυμμένη μέσω του «επίσημου» λόγου, με το παραπάνω αφήγημα να «ξεσκεπάζει» την συνωμοσία αυτή, που, στην περίπτωσή μας, στοχεύει στον «έλεγχο της ατομικότητας των λίγων/αδύναμων».

Προκύπτουν, ωστόσο, και δύο παρατηρήσεις-συμπεράσματα από την παραπάνω ανάλυση, οι οποίες παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον. Αρχικά, πρόκειται για μία εσωτερική αντίφαση στον λόγο κατά της απογραφής. Ενώ η ταυτότητα που κατασκευάζεται είναι το «Εμείς», η έκφραση και η πηγή του φόβου αφορά τη μεμονωμένη ατομικότητα. Αφορά το εκάστοτε «εγώ», την προσβολή της προσωπικής και μόνο ατομικότητας του καθενός. Αντίθετα, το «εμείς» παραμένει κενό, δεν πολλαπλασιάζεται. Παραμένει ένα άθροισμα αισθήσεων απώλειας της ατομικότητας και όχι μία συλλογική ταυτότητα, που δύναται να οργανωθεί γύρω από στέρεα σύμπαντα νοημάτων. Αυτός είναι, πιθανόν, και ο λόγος που οι εκφραστές των λόγων αυτών τρέπονται άτακτα προς την υιοθέτηση εύκολων και ηγεμονικών στον βιωμένο τους πολιτισμό συμβόλων, όπως η ελληνική σημαία ή σύμβολα της ορθοδοξίας. Παραμένει, πάντα στο βάθος, μία οχύρωση του ατομικού «εγώ» μέσα στο άθροισμα και όχι μια εξωτερίκευση του «εγώ» μέσα από μια συλλογική ταυτότητα.

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά τη σύνδεση των δύο λόγων, κατά του εμβολίου για τον κορωνοϊό και κατά της απογραφής. Στρέφονται κοινά κατά της επιστήμης και ιδίως, ως συνωμοσιολογικά αφηγήματα, κατά του «επίσημου» νοήματος, υιοθετώντας εναλλακτικές εξηγήσεις. Θέτουν ως εχθρό την κρατική ορθολογική διαχείριση, επιχειρώντας, με το νόημα των λόγων τους, να αποδείξουν το μόνο σενάριο στο οποίο ο εσωτερικός ανθρώπινος ψυχισμός αποφεύγει το άγχος της πολλαπλότητας: Τον έλεγχο.

Είναι δύσκολο και πολλές φορές πνευματικά και ψυχικά επίπονο να αποδεχτούμε ότι είμαστε ριγμένοι στον ωκεανό της τυχαιότητας. Πως κανένας δεν έστησε τίποτα για εμάς, αλλά πως ο καθένας μας πρέπει να αναλάβει δράση εντός της φυσικής εντροπίας προς την ενδεχομενικότητα. Πως μία ασθένεια, τυχαία ξεπήδησε και άλλαξε τον τρόπο που ζουν οκτώ δισεκατομμύρια άνθρωποι, δίχως κανένας να γνωρίζει πώς μπορεί να εξαλειφθεί, πώς θα καταλήξει και τι θα ακολουθήσει. Προς την εξάλειψη αυτής της αίσθησης του χάους της πολλαπλότητας ξεχύνεται ο χείμαρρος της ανορθολογικότητας. Εκκινώντας, αυτή τη φορά, από τον άγνωστο εχθρό του κορωνοϊού, συμπαρασύρει κάθε απόδειξη, κάθε λογικό έρεισμα, κάθε ορθολογικού τύπου και επίσημο συμπέρασμα, προσπαθώντας να καλύψει κάθε χαραμάδα της αίσθησης ότι ο κόσμος είναι ριγμένος στο τυχαίο και το ανεξέλεγκτο.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Τόλιας
Δημήτρης Τόλιας
Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στον Ωρωπό Αττικής. Είναι αριστούχος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ασχολείται με την πολιτική ανάλυση και την πολιτική επικοινωνία έχοντας εργασιακή και ερευνητική εμπειρία στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Ερευνητικά του ενδιαφέροντα αποτελούν τα πολιτικά κόμματα, τα πολιτικά και εκλογικά συστήματα και η πολιτική κοινωνιολογία.