Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Την Άνοιξη του 1945 η πλάστιγγα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχει γύρει, οριστικά υπέρ των συμμαχικών δυνάμεων. Η κυριαρχία τους στα μέτωπα του πολέμου ήταν ολοφάνερη και η λήξη των αιματηρών συγκρούσεων ήταν θέμα χρόνου. Τα ίδια δεδομένα ίσχυαν και στο μέτωπο του Ειρηνικού Ωκεανού. Τα αμερικανικά στρατεύματα είχαν καταφέρει να περιορίσουν τις ιαπωνικές δυνάμεις σε μικρή ακτίνα γύρω από τα μητροπολιτικά εδάφη της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας. Στη «Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου», μετά τις πολιτικές ανακατατάξεις τον Αύγουστο του 1944, η νέα κυβέρνηση εκτιμούσε ότι στόχος των αμερικανικών δυνάμεων θα είναι στο άμεσο μέλλον η Φορμόζα ή το νησί Okinawa.
Οι εκτιμήσεις του ιαπωνικού επιτελείου επαληθεύτηκαν. Πράγματι, από τον Οκτώβριο του 1944 ξεκίνησε ο σχεδιασμός των Η.Π.Α. για την κατάληψη της Okinawa. Η στρατηγική σημασία του νησιού ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς αποτελούσε τον «προθάλαμο» των μητροπολιτικών εδαφών της ασιατικής αυτοκρατορίας και θα προσέφερε τη δυνατότητα στην αμερικανική αεροπορία να κυριαρχήσει στους ιαπωνικούς αιθέρες.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, η Ιαπωνία έδειχνε αποφασισμένη να πολεμήσει μέχρις εσχάτων για την Okinawa. Ήδη από το καλοκαίρι του 1944 η στρατιωτική παρουσία στο νησί είχε ενισχυθεί σημαντικά. Το αρχικό σχέδιο άμυνας προέβλεπε προσπάθεια αντιμετώπισης της αμερικανικής αποβατικής δύναμης στα παράλια. Σε περίπτωση επικράτησης των επιτιθέμενων, οι ιαπωνικές αμυντικές προσπάθειες θα συνεχίζονταν στο εσωτερικό του νησιού. Όμως, συνειδητοποιώντας την αμερικανική κυριαρχία σε όλους τους τομείς, ο επικεφαλής των δυνάμεων, στρατηγός Mitsuru Ushijima, προτίμησε να εγκαταλείψει την ιδέα της σύγκρουσης στα παράλια και να συγκεντρώσει το σύνολο των δυνάμεών του στο εσωτερικό.
Η αμερικανική απόβαση πραγματοποιήθηκε την 1η Απριλίου 1945, χωρίς να συναντήσει την παραμικρή ιαπωνική αντίσταση. Ο τεράστιος στόλος 1.300 πλοίων που είχε κινητοποιηθεί για την επιχείρηση αυτή, ξεκίνησε σφοδρό βομβαρδισμό, πρώτα των παράκτιων περιοχών κι έπειτα της ενδοχώρας. Οι αποβατικές δυνάμεις προχώρησαν ανεμπόδιστα προς το εσωτερικό και κατάφεραν να αποκόψουν τα ιαπωνικά στρατιωτικά τμήματα του βόρειου μέρους του νησιού από τα αντίστοιχα τμήματα του νότου.
Στο ιαπωνικό επιτελείο επικρατούσε έντονη αναταραχή. Τα μέλη του επιτελείου διαφωνούσαν σχετικά με τη στάση που θα έπρεπε να διατηρήσουν έναντι των επιτιθέμενων. Τελικά αποφασίστηκε να εφαρμοστεί η συνήθης, μέχρι τότε, ιαπωνική τακτική: αιφνιδιαστική νυχτερινή επίθεση. Ωστόσο, η ορμητικότητα των αμερικανικών δυνάμεων ανέτρεψε τα σχέδιά τους, καθώς οι επιτιθέμενοι προσέγγισαν για πρώτη φορά ιαπωνικές οχυρές θέσεις.
Ακολούθησε ένα δεκαήμερο συγκρούσεων μπροστά από άριστα οργανωμένες οχυρώσεις. Στο διάστημα αυτό ο αμερικανικός στρατός κατάφερε να σημειώσει μικρά, αλλά σταθερά, βήματα προόδου. Παρόλα αυτά, η προώθησή τους δεν παρουσίαζε ουδεμία ομοιότητα με την αντίστοιχη του πρώτου διημέρου. Επιπλέον, η αμερικανική υπερδύναμη πήρε μία πρώτη «γεύση» του τι θα ακολουθούσε στις επόμενες επιχειρήσεις της για την κατάληψη του νησιού, καθώς ήδη οι ανθρώπινες απώλειες ανέρχονταν σε αρκετές χιλιάδες.
Μόλις η άνωθεν επιθετική ενέργεια των Η.Π.Α. ολοκληρώθηκε, το ιαπωνικό επιτελείο επανέφερε το προαναφερθέν σχέδιο νυκτερινής επίθεσης. Μετά από ένα διήμερο συγκρούσεων όμως, δεν είχε πετύχει κάτι ουσιαστικό. Αντιθέτως, οι απώλειες, που είχε υποστεί το ιαπωνικό στράτευμα, ήταν μεγάλες. Ακολούθησε η κατάληψη του βόρειου τμήματος της Okinawa, καθώς οι αποκομμένες, σε εκείνη την περιοχή, ιαπωνικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να προβάλλουν αποτελεσματική αντίσταση για χρονικό διάστημα άνω των 7 ημερών.
Έπειτα από τις παραπάνω επιτυχείς επιχειρήσεις, οι αμερικανικές δυνάμεις έμοιαζαν έτοιμες να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους προς το νότιο τμήμα της Okinawa, εκεί όπου οι επιθετικές ενέργειες των Η.Π.Α. είχαν οδηγηθεί σε τέλμα. Σε εκείνη την περιοχή θα βρίσκονταν αντιμέτωπες με τον κύριο όγκο του ιαπωνικού στρατού, ο οποίος είχε στήσει ισχυρή αμυντική γραμμή λίγο βορειότερα από την πόλη Shuri. Ακολούθησε ένα δεκαπενθήμερο έντονων συγκρούσεων, οι οποίες, όμως, δεν έφεραν στην αμερικανική υπερδύναμη τα επιθυμητά αποτελέσματα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σημείωσαν πρόοδο μόλις 1.500 μέτρων, ενώ οι απώλειες ήταν βαριές.
Αυτό που δεν μπορούσαν να πετύχουν οι Η.Π.Α., με τις δικές τους δυνάμεις, τους το προσέφερε έμμεσα το ιαπωνικό επιτελείο στην Okinawa. Συγκεκριμένα, παρατηρώντας την αμερικανική στασιμότητα, οι Ιάπωνες, υπερεκτιμώντας τις ικανότητές τους, αποφάσισαν να αναλάβουν επιθετικό ρόλο, προκειμένου να επιφέρουν ένα βαρύ πλήγμα στα αντίπαλα στρατεύματα. Σχεδιάστηκε, λοιπόν, ακόμα μία αιφνιδιαστική νυκτερινή επίθεση. Η επιχείρηση αυτή είχε παρόμοια κατάληξη με την προηγούμενη ιαπωνική επιθετική ενέργεια. Εντός 2 ημερών είχε καταστεί σαφές ότι δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα αποκόμισης οφέλους για την ιαπωνική πλευρά, με αποτέλεσμα στις 6 Μαΐου ο στρατηγός Ushijima να επιστρέψει στην πρότερη αμυντική φιλοσοφία. Ωστόσο, το κλίμα, πλέον, στο ιαπωνικό στρατόπεδο είχε αλλάξει προς το χειρότερο. Η απογοήτευση κυριαρχούσε στους ανώτατους αξιωματικούς, με το ίδιο συναίσθημα να μεταφέρεται και στο υπόλοιπο στράτευμα.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν στο ασιατικό στρατόπεδο και τη συνεχή ενίσχυση των αμερικανικών δυνάμεων, οι Ιάπωνες αμύνονταν επιτυχώς. Η πρώτη σημαντική πρόοδος για τις Η.Π.Α. σημειώθηκε μόλις στα μέσα Μαΐου, με τη διάσπαση της αμυντικής γραμμής στην ανατολική πλευρά. Προκειμένου να αποφύγουν την περικύκλωση, το ιαπωνικό επιτελείο αποφάσισε τη σύμπτυξη των εναπομεινασών δυνάμεων στο νότιο άκρο της Okinawa, ώστε να συνεχίσουν τον πόλεμο φθοράς. Επρόκειτο για μία ενέργεια που πραγματοποιήθηκε εν αγνοία των Η.Π.Α., οι οποίες αρχικά δεν γνώριζαν την κατεύθυνση στην οποία αναδιπλώθηκαν οι ιαπωνικές δυνάμεις.
Η μάχη πλέον είχε ουσιαστικά κριθεί. Οι Η.Π.Α. είχαν αναδειχτεί νικήτριες. Ωστόσο, οι Ιάπωνες δεν σκόπευαν να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους τόσο εύκολα. Αντιθέτως, έδειχναν αποφασισμένοι να πολεμήσουν σκληρά, με κάθε μέσο που διέθεταν. Έτσι, ακολούθησαν 22 μέρες σφοδρών συγκρούσεων, στις οποίες αναδείχθηκε για ακόμα μία φορά η μαχητικότητα του ιαπωνικού στρατού. Ενδεικτική απόδειξη της ιαπωνικής αυταπάρνησης είναι η επιστολή του αντιστράτηγου και επικεφαλής των χερσαίων αμερικανικών δυνάμεων στην Okinawa, Simon Bolivar Buckner Jr., στον στρατηγό Ushijima. Σ’ αυτήν αναγνώριζε τη γενναιότητα και τις ικανότητες του Ιάπωνα στρατηγού και του στρατεύματός του, αλλά τον καλούσε να παραδοθεί θεωρώντας τη συνέχεια των συγκρούσεων άσκοπη αιματοχυσία. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ushijima δεν απάντησε στην επιστολή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι 2 άνωθεν ηγετικές φυσιογνωμίες των εξεταζόμενων συγκρούσεων πέθαναν στην Okinawa. Ειδικότερα, ο Buckner άφησε την τελευταία του πνοή λίγες μέρες πριν το τέλος των εχθροπραξιών, έπειτα από επίθεση του ιαπωνικού πυροβολικού στο παρατηρητήριο που βρισκόταν. Την 21η Ιουνίου ο Ushijima, παρατηρώντας ότι είχε καμφθεί κάθε μορφή οργανωμένης αντίστασης, έδωσε τέλος στη ζωή του.
Στις 22 Ιουνίου έλαβε τέλος η μάχη στην Okinawa. Κατά την τρίμηνη διάρκεια των συγκρούσεων 49 χιλιάδες Αμερικανοί τέθηκαν εκτός μάχης. Από αυτούς οι 12,5 χιλιάδες ήταν νεκροί. Από την πλευρά της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας, υπήρχαν 70 χιλιάδες νεκροί κι 11 χιλιάδες αιχμάλωτοι. Οπωσδήποτε υπήρξε η πλέον αιματηρή σύγκρουση στον Πόλεμο του Ειρηνικού κι έβαλε σε σκέψεις τις Η.Π.Α. σχετικά με τον τρόπο που θα συνέχιζαν τις επιχειρήσεις τους στα μητροπολιτικά εδάφη της Ιαπωνίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Καμπάνης Βασίλης, Κλάδης Κωνσταντίνος (2015), Οκινάουα 1945: Η πιο αιματηρή μάχη στο Ειρηνικό, τεύχος 72ο, Αθήνα: Γνώμων Εκδοτική
- Tzeng, Megan (2000), “The Battle of Okinawa, 1945: Final Turning Point in the Pacific”, The History Teacher, 34/1, University of Illinois: Society for History Education