Της Δήμητρας Αργυρού,
Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι αποτελεί το παλαιότερο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα συλλογικής δράσης μαζί με την ελευθερία ενώσεως. Η ελευθερία της δημόσιας συνάθροισης είναι συνέπεια της προσωπικής ελευθερίας και της ελευθερίας του λόγου. Το δικαίωμα στη δημόσια συνάθροιση συνδέεται άμεσα με την έννοια της δημοκρατίας, ενώ αντιθέτως περιορίζεται, σημαντικά, σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Με τις συναθροίσεις, επιτυγχάνεται η ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων, η διεκδίκηση, η προώθηση αιτημάτων και γενικότερα είναι απαραίτητο για την άσκηση πολιτικής δραστηριότητας.
Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι κατοχυρώνεται πανηγυρικά στο άρθρο 11 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, αυτό ορίζει στην παρ. 1 πως οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα. Όπως παρατηρείται από τη διατύπωση του άρθρου, φορείς της ελευθερίας συνάθροισης αποτελούν οι Έλληνες πολίτες. Αξίζει να σημειωθεί, όμως, ότι η διάταξη διευρύνεται με το ταυτάριθμο άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, καθώς περιλαμβάνει πλέον στην ελευθερία συνάθροισης τους πάντες. Ενδεχόμενοι περιορισμοί μπορούν να επιβληθούν μόνο όσον αφορά την πολιτική δραστηριότητα αλλοδαπών, σύμφωνα με το άρθρο 16 της ΕΣΔΑ, αν και οι περιορισμοί αυτοί σχετικοποιούνται σε πολίτες κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την ισχυρά υποστηριζόμενη γνώμη στη θεωρία, η παρουσία αλλοδαπών σε συνάθροιση ημεδαπών δε μεταβάλλει τον χαρακτήρα της ως συνάθροισης Ελλήνων. Απεναντίας, ως συνάθροιση αλλοδαπών νοείται η συνάθροιση η οποία διοργανώνεται ή αποτελείται εξ’ ολοκλήρου ή κατά πλειοψηφία από αλλοδαπούς, και αυτή, όπως προαναφέραμε, απαγορεύεται μόνο σε περιπτώσεις που η συνάθροιση αφορά πολιτική δραστηριότητα πολιτών τρίτων χωρών.
Το άρθρο 11 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει ορισμό της συνάθροισης, αλλά αυτός προσδιορίστηκε από τη θεωρία και τη νομολογία. Ειδικότερα, η συνάθροιση είναι γεγονός προσωρινό με μικρή χρονική διάρκεια. Αποτελεί συνάντηση πολλών ή λίγων προσώπων που συνδέονται με κοινό σκοπό (π.χ. ανταλλαγή γνωμών, πληροφοριών, εκδήλωση πεποιθήσεων, είτε διεκδικήσεις και αιτήματα). Αντιλαμβανόμαστε εύκολα, πως η απλή συρροή ανθρώπων δεν εμπίπτει στην έννοια της συνάθροισης, καθώς απαιτείται ένας κοινός σκοπός αλλά και το στοιχείο της προσυνεννόησης. Ο σκοπός δεν μπορεί να είναι ψυχαγωγικός ή εμπορικός, αλλά απαιτείται να περιλαμβάνει κάποιου είδους «μήνυμα». Ωστόσο, οι τυχαίες συγκεντρώσεις μπορούν να εξελιχθούν σε συναθροίσεις με την έννοια του άρθρου 11, εάν οι παρευρισκόμενοι το αποφασίσουν και αποκτήσουν έναν σκοπό. Οι παραπάνω, λοιπόν, αυθόρμητες συναθροίσεις εμπεριέχονται στο πεδίο προστασίας του άρθρου 11 χωρίς να είναι απαραίτητο να εμπίπτουν και στο ρυθμιστικό πλαισίου του ΝΔ 794/1971 που προστατεύει μόνο τις προσχεδιασμένες συναθροίσεις.
Οι συναθροίσεις μπορούν να διαχωριστούν σε διάφορες κατηγορίες. Αυτές καταρχήν διακρίνονται σε δημόσιες και ιδιωτικές. Το άρθρο 11 κατοχυρώνει την ελευθερία της δημόσιας συνάθροισης. Οι ιδιωτικές αντιθέτως καλύπτονται από την προστασία του ιδιωτικού βίου και της οικογένειας. Οι δημόσιες συναθροίσεις μπορούν να διεξάγονται είτε σε κλειστό χώρο, είτε στην ύπαιθρο, σε οποιοδήποτε μέρος δηλαδή μπορεί να συμμετέχει ο καθείς χωρίς ειδική πρόσκληση. Μια άλλη διάκριση των δημοσίων συναθροίσεων είναι οι αποκαλούμενες πορείες και διαδηλώσεις. Οι πορείες προϋποθέτουν διαρκή κίνηση σε δημόσιο δρόμο, σε αντίθεση με τις διαδηλώσεις. Σε αυτό το σημείο θα αναφερθούμε στο γράμμα του άρθρου 11 του Συντάγματος, και συγκεκριμένα στο γεγονός ότι ορίζεται πως οι Έλληνες συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα. Περαιτέρω, με τη χρήση του όρου «ήσυχα» δεν εννοείται η διεξαγωγή μιας μη θορυβώδους συνάθροισης, αλλά εκείνη στην οποία οι μετέχοντες επιδιώκουν ειρηνικά την προώθηση του σκοπού τους χωρίς την παρουσία βίας. Δεν είναι ήσυχη η συνάθροιση στην οποία οι συναθροιζόμενοι φέρουν μάσκες, στολές και άλλα σήματα τα οποία είναι σύμβολα βίας. Τέλος, με τη χρήση του όρου «χωρίς όπλα», γίνεται αναφορά όχι μόνο στα όπλα δηλαδή στα ειδικά κατασκευασμένα αντικείμενα για να προσβάλλουν την υγεία, αλλά οποιοδήποτε αντικείμενο ικανό να τραυματίσει και να προσβάλλει τη σωματική ακεραιότητα ενός προσώπου.
Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι στο άρθρο 11 παρ. 1 του Συντάγματος είναι ένα ανεπιφύλακτο δικαίωμα, δηλαδή δεν υπάρχει κάποια επιφύλαξη υπέρ του νόμου, πέραν από την παρ. 2 του άρθρου που αποτελεί ειδικότερη ρύθμιση των συνταγματικά προβλεπόμενων περιορισμών της εν λόγω ελευθερίας. Ταυτόχρονα, για την άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν απαιτείται προηγούμενη άδεια ή ενημέρωση της αρχής. Αρχικά, περιορισμοί μπορούν να εφαρμοστούν στο δικαίωμα αυτό για την προστασία άλλων εννόμων αγαθών. Για παράδειγμα, δεν επιτρέπεται η διενέργεια συνάθροισης σε ετοιμόρροπο κτίριο ή ιστορικό μνημείο. Το παραπάνω δεν πρόκειται ακριβώς για περιορισμό, αλλά για προσδιορισμό που διευκολύνει την άσκηση της ελευθερίας αυτής. Παράλληλα, η δημόσια συνάθροιση δεν πρέπει να παρακωλύει εντελώς την κυκλοφορία. Είναι αποδεκτό ότι οι δημοκρατικά οργανωμένες πολιτείες οφείλουν να ανέχονται τον αναγκαίο περιορισμό της οδικής κυκλοφορίας χάριν της διεξαγωγής διαδήλωσης ή πορείας, ωστόσο αυτό δεν πρέπει να διενεργείται σε βαθμό που να εμποδίζει πλήρως την ελεύθερη κίνηση με την απόλυτη καθήλωση της κυκλοφορίας. Το σχετικό ΠΔ 120/2013 διευκρινίζει τους περιορισμούς στο δικαίωμα της συνάθροισης με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της οδικής κυκλοφορίας.
Περιορισμοί στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι απαριθμούνται και στο άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος, όπου ορίζεται η παρουσία της αστυνομίας αποκλειστικά στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις. Σε όλες τις υπόλοιπες μορφές συνάθροισης δεν επιτρέπεται αστυνομική παρουσία, εκτός κι αν οι διοργανωτές το ζητήσουν για λόγους ασφαλείας. Εν συνέχεια, η αστυνομική παρουσία στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις πρέπει να γίνεται προδήλως φανερή στους παρευρισκόμενους και γνωστή στους διοργανωτές. Αυτό συνάγεται από το γεγονός πως δεν επιτρέπεται η κατασκόπευση της δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης, αλλά η παρουσία αστυνομικών έχει μόνο χαρακτήρα διασφαλιστικό για τη συνάθροιση. Στο άρθρο 11 παρ. 2 γίνεται, επίσης, λόγος για περιορισμό του δικαιώματος μέσω της απαγόρευσης της δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης με αιτιολογημένη απόφαση αστυνομικής αρχής, εάν επίκεται κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Η δημόσια ασφάλεια περιλαμβάνει την προστασία ασφάλειας των φυσικών προσώπων, ήτοι προστατεύει από κινδύνους που απειλούν τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την υγεία του ανθρώπου και την προστασία βασικών κοινωνικών αγαθών και θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στην ίδια παράγραφο, αναφέρεται πως το δικαίωμα περιορίζεται ακόμη σε περίπτωση σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως ο νόμος ορίζει. Ο όρος «κοινωνικοοικονομική ζωή» πρόκειται για μια αόριστη διατύπωση η οποία παρέχει δυνατότητα καταχρήσεως. Για τον παραπάνω λόγο, πρέπει πάντα να γίνεται στάθμιση από την πλευρά της αστυνομίας και να υφίσταται αιτιολογημένη απόφαση που να εξηγεί για ποιον λόγο η αστυνομική αρχή αδυνατεί να αποτρέψει η ίδια τον κίνδυνο με ηπιότερα μέτρα της απαγόρευσης. Σε κάθε περίπτωση, για την επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι είναι αδήριτη ανάγκη να τηρείται αυστηρά η αρχή της αναλογικότητας και η απαγόρευση να αποτελεί την έσχατη λύση. Τέλος, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι μπορεί ακόμα να ανασταλεί με απόφαση της Βουλής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 48 του Συντάγματος, σε περίπτωση κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας.
Η διάλυση μιας δημόσιας συνάθροισης μπορεί να πραγματοποιηθεί από την αστυνομική αρχή σε περίπτωση μη τήρησης των όρων του άρθρου 11 παρ. 1, δηλαδή σε περίπτωση που αυτή δεν είναι ήσυχη και άοπλη. Για να το πράξει αυτό, θα πρέπει προηγουμένως να έχει ζητήσει από τους διοργανωτές να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να καταστήσουν τη συνάθροιση ειρηνική, είτε εάν αυτό δεν είναι εφικτό να κηρύξουν τη λήξη της. Εφόσον οι διοργανωτές αρνηθούν τα δέοντα ή δεν πράξουν αναλόγως, η αστυνομική δύναμη προχωράει στη διάλυση. Στη διαδικασία διάλυσης το ισχύον δίκαιο είναι το ΒΔ 269/1972, το μοναδικό άρθρο του οποίου προβλέπει ότι όλες οι ενέργειες διενεργούνται ενώπιον εκπροσώπων της Διοικητικής και Δικαστικής Αρχής. Ακολουθεί γνωστοποίηση των λόγων διάλυσης με αιτιολογημένη απόφαση και έπειτα καλούν τους συγκεντρωμένους να απομακρυνθούν. Η πρόσκληση επαναλαμβάνεται τρεις φορές από μεγάφωνο ή άλλο πρόσφορο μέσο.
Εν καιρώ πανδημίας, η ανάγκη λήψης των απαραίτητων μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας έχει οδηγήσει σε περιορισμό αρκετών συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Το κράτος σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης. Ωστόσο, καμία αξίωση κοινωνικής αλληλεγγύης δεν μπορεί να εκφραστεί με τη γενική απαγόρευση δημοσίων συναθροίσεων πολιτών και χωρίς την απαραίτητη απόφαση της αστυνομικής ή λιμενικής αρχής που κρίνεται ad hoc. Οι προηγούμενες αποφάσεις που εξέδωσε η Κυβέρνηση (π.χ. Νόμος 4703/2020 – ΦΕΚ 131/Α/10-7-2020) κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές. Εν κατακλείδι, σε καιρούς κρίσης η διαφύλαξη του σκληρού πυρήνα του δημοκρατικού κράτους δικαίου και του Συντάγματος είναι ιδιαίτερα σημαντική.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Θεμελιώδη Δικαιώματα, Σπύρος Βλαχόπουλος, Νομική Βιβλιοθήκη 2017
- Γενική απαγόρευση συναθροίσεων: Στις εξαιρετικές περιστάσεις είναι εξαιρετικά κρίσιμος ο πυρήνας των ελευθεριών, διαθέσιμο εδώ