Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Ο «χρυσούς αιών του Περικλέους» (5ος αιώνας π.Χ.) αποτέλεσε σημείο σταθμός για την εξέλιξη και εξάπλωση της αρχιτεκτονικής και της πλαστικής, καθώς πέρασε τα όρια του ελλαδικού χώρου και διαδόθηκε τόσο στη Μικρά Ασία όσο και στη λεγόμενη Magna Grecia (Μεγάλη Ελλάδα), στις περιοχές δηλαδή της Σικελίας και Νότιας Ιταλίας. Οι επόμενοι αιώνες θα προσφέρουν πλούσια μνημεία με τη δική τους σημαντική ιστορία. Ένα τέτοιο σπουδαίο οικοδόμημα ήταν και το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, που αποτελούσε ένα από τα Επτά Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου.
Ιδρυτής του ήταν ο Μαύσωλος, σατράπης (το αξίωμα του διοικητή μιας περιοχής στην Περσική Αυτοκρατορία) της Καρίας στη Μικρά Ασία. Ανέλαβε τη θέση αυτή διαδεχόμενος τον πατέρα του, Εκατόμνω, το 376 π.Χ. Αρχικά, στόχος του ήταν η συσσώρευση πλούτου και, όταν το κατάφερε, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα από τα Μύλασα στην Αλικαρνασσό, που διέθετε και πρόσβαση σε θάλασσα. Εκεί, προχώρησε στην αναδιαμόρφωση και αναβάθμιση της πόλης, για να εκπέμπει την αίγλη που άξιζε σε μια μεγάλη και σημαντική πρωτεύουσα. Το επιστέγασμα της λάμψης θα ερχόταν μέσα από την ανοικοδόμηση του μνημείου του, που θα λειτουργούσε ως τόπος ταφής του.
Επέλεξε να το τοποθετήσει σχεδόν στο κέντρο της πόλης, σε θέση που θα ήταν ορατό σχεδόν από παντού. Η κίνηση αυτή έχει ιδιαίτερα μεγάλο συμβολισμό, διότι την εποχή εκείνη οι νεκροί ενταφιάζονταν έξω από τα τείχη των πόλεων, εκτός εάν επρόκειτο για ήρωες. Έτσι, μέσα από αυτή την ενέργεια, ο Μαύσωλος εξίσωνε τον εαυτό του με έναν ήρωα.
Οι εργασίες για την κατασκευή του ξεκίνησαν γύρω στο 360 π.Χ. και πρέπει να ολοκληρώθηκαν το 351 π.Χ., ωστόσο, ο Μαύσωλος δεν έζησε μέχρι τότε για να δει το έργο του να παίρνει σάρκα, καθώς πέθανε το 353 π.Χ., αλλά οι διάδοχοί του, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητά του, το συνέχισαν. Για την ανέγερση ενός τόσο μεγάλου και σύνθετου οικοδομήματος, οι αρχιτέκτονες και οι γλύπτες που εργάστηκαν ήταν ελληνικής καταγωγής. Συνεπώς, τα αρχιτεκτονικά σχέδια ανέλαβαν οι Σάτυρος και Πυθεός, ενώ το γλυπτό διάκοσμο οι Σκόπας, Βρύαξις, Τιμόθεος και Λεωχάρης.
Ως προς τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του πρέπει να πούμε πως είχε μήκος 32,40 μέτρα, πλάτος 38,50 και το ύψος του ξεπερνούσε τα 40 μέτρα. Αποτελούνταν από μια κυβική βάση με πυραμοειδή στέγη, που ήταν και μια καινοτομία του μνημείου. Στην κορυφή της πυραμίδας υπήρχε ένα άρμα με τέσσερα άλογα (τέθριππον), με αναβάτη του να πιθανώς τον Μαύσωλο. Τις σχετικές πληροφορίες μάς παρέχει ο αρχαίος περιηγητής Πλίνιος ο Πρεσβύτερος.
Ο γλυπτός διάκοσμος είχε, το δίχως άλλο, επιρροές από την ελληνική πλαστική. Σε αυτόν συναντάμε μια ζωφόρο, ύψους περίπου 89 εκατοστών, που εικόνιζε την παράσταση της Αμαζονομαχίας, ένα παραδοσιακό θέμα. Έπειτα, ούτε τα αγάλματα που υπήρχαν μπόρεσαν να ξεφύγουν από τα ελληνικά πρότυπα. Δυο από τα σωζόμενα αγάλματα που βρέθηκαν αναπαριστούν ένα βασιλικό ζεύγος και συμβατικά ονομάζονται «Μαύσωλος» και «Αρτεμισία» (η σύζυγός του Μαύσωλου). Το ύψος τους είναι κοντά στα 3 μέτρα, ενώ είναι εντυπωσιακός ο ρεαλιστικός τρόπος που σχεδιάστηκαν τα ενδύματά τους, με τις έντονες πτυχώσεις. Αξίζει να αναφέρουμε πως σήμερα κομμάτια της ζωφόρου και τα δύο αγάλματα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο.
Το μνημείο επιβίωσε μέχρι τον 14ο αιώνα, όπου δέχτηκε μεγάλα χτυπήματα εξαιτίας του εγκέλαδου. Ό,τι είχε απομείνει από το σεισμό καταστράφηκε από τους Ιωαννίτες ιππότες το 1522, που χρησιμοποίησαν τους λίθους του για να κατασκευάσουν ένα φρούριο. Μεταξύ 1856-1859, πραγματοποιήθηκαν ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή της Αλικαρνασσού και ήρθαν στο φως τα θεμέλιά του, από τον Άγγλο αρχαιολόγο Charles Newton.
Ο Μαύσωλος, λοιπόν, έμεινε στην ιστορία χάρις στο μνημείο που έχτισε, το οποίο εντάχθηκε στα Επτά Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου και αποτέλεσε τον τόπο ταφής του. Έτσι, σταδιακά η λέξη «μαυσωλείο» χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μεγάλο και μνημειώδες ταφικό οικοδόμημα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Πλάντζος Δ. (2016), Ελληνική Τέχνη και Αρχαιολογία 1.200-30 π.Χ., Αθήνα: Εκδ. Κάπον
- Βουτυράς Μ., Γουλάκη-Βουτυρά Α. (2011), Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Αθήνα: Εκδ. Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη
- Mausoleum at Halicarnassus, από την Εγκυκλοπαίδεια Britannica, διαθέσιμο ΕΔΩ