Της Σοφίας Πεχλιβανίδου,
Όταν σκέφτομαι τις κωμικές σειρές που αγαπάω, έρχονται στο μυαλό μου ατάκες που όλοι έχουμε ακούσει, έχουμε γελάσει, έχουμε χρησιμοποιήσει σε συζητήσεις με φίλους, έχουν καθιερωθεί σε εορταστικές περιόδους, στη διάρκεια των οποίων βλέπουμε και ξαναβλέπουμε κάθε χρόνο αγαπημένες σειρές, που μεταξύ σοβαρού και αστείου μάς έμαθαν αλήθειες ζωής και είχαν να μας δώσουν σημαντικά μηνύματα μέσα από τον διασκεδαστικό τρόπο που τους επέτρεπε το σενάριό τους κάθε φορά. Ανάμεσα στις πολλές και αρκετά πετυχημένες ελληνικές κωμικές σειρές ξεχώρισα τις 3 (+1) αγαπημένες μου, αυτές που σημάδεψαν την παιδική και εφηβική μου ηλικία και που ανατρέχω συχνά όταν χρειάζομαι χρόνο ξεκούρασης και γέλιου.
Ξεκινώντας την αναδρομή στις αγαπημένες μου (και όχι μόνο δικές μου, ασφαλώς) ελληνικές κωμικές σειρές, λοιπόν, ο πρώτος μου σταθμός αφορά δύο ανθρώπους αταίριαστους σε όλα, ασύνδετους και προερχόμενους από διαφορετικούς κόσμους με εντελώς διαφορετικές πορείες και φιλοδοξίες ζωής, που οι Αλέξανδρος Ρήγας και Δημήτρης Αποστόλου αποφάσισαν το μακρινό 1997 για δύο σεζόν να τους γνωρίσουν μεταξύ τους και να προκαλέσουν τον έρωτα ανάμεσα σε «Δύο ξένους». Παρότι ήμουν πολύ μικρή για να καταλάβω την πλοκή της σειράς, υπήρξα φαν από τότε και μεγαλώνοντας και ξαναβλέποντας μέχρι και σήμερα τη σειρά στις επαναλήψεις, κάθε φορά αποκόμιζα και κάτι ακόμη. Με καυστικό χιούμορ και εξαιρετικούς χαρακτήρες (Ω, λατρεμένη Ντένη Μαρκορά πόσα μας έμαθες!) είδαμε ότι τα ετερώνυμα έλκονται με έναν εκνευριστικά πετυχημένο τρόπο, με εκρήξεις που δεν οδηγούν πάντα σε happy end, με πολύ καλές, αλλά και πολύ κακές και δύσκολες στιγμές, με μια παρεμβατική μαμά που έχει δημιουργήσει ένα σωρό συμπλέγματα στο παιδί της, που δυσκολεύεται να φερθεί ως ενήλικας και με μια δυναμική (καθότι, Σαρακατσάνα αυτή!) και αθεράπευτα ρομαντική κατάξανθη Barbie, παρουσιάστρια της ελληνικής τηλεόρασης, που τελικά περνούν από 40 κύματα και καταλήγουν να είναι μαζί ή τουλάχιστον αυτό είδαμε εμείς μέχρι το τελευταίο επεισόδιο της σειράς.
Ομολογουμένως, λοιπόν, οι «Δύο ξένοι» υπήρξαν από τις πολύ πετυχημένες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης στις ένδοξες εποχές της ελληνικής μυθοπλασίας, έχοντας εξαιρετικό cast ηθοποιών και έθιξαν θέματα που τότε ήταν –ενδεχομένως και ακόμη να είναι- ταμπού για την ελληνική πραγματικότητα, όπως η απαξίωση που μπορεί να δεχτεί μια γυναίκα, λόγω μόρφωσης και επαγγέλματος, η ομοφυλοφιλία, οι ψυχικές διαταραχές και η διαχείριση αυτών και όλα αυτά δοσμένα με έναν τρόπο που στο τέλος σού άφηνε μια ευχάριστη αίσθηση πως όλα εν τέλει βρίσκουν έναν αισιόδοξο δρόμο και προχωράνε.
Μιλώντας για κωμωδίες δεν θα μπορούσα επ’ ουδενί να παραλείψω τον καλύτερο σεναριογράφο και ποικιλοτρόπως ταλαντούχο ηθοποιό της γενιάς του, που μας χάρισε δύο εξαιρετικές κωμωδίες, το 2004 και το 2005, τις «Σαββατογεννημένες» και το «Στο παρά πέντε», αντίστοιχα. Και οι δύο σειρές, με διαφορετικό τρόπο η καθεμία, χάρισαν στο κοινό μαθήματα ζωής, ήθους και υπεράσπισης του δικαίου με τον πιο έξυπνο και αστείο τρόπο που τόσο εύκολα αξιοποιεί ο Γιώργος Καπουτζίδης στα κείμενά του. Οι Σαββατογεννημένες αποτέλεσαν το ντεμπούτο του Καπουτζίδη στην ελληνική τηλεόραση με μια πρωτότυπη ιστορία, με επιλογή ηθοποιών που ταίριαζαν απολύτως μεταξύ τους, όπου είδαμε την εξέλιξη κάθε ρόλου να ολοκληρώνεται με έναν τρόπο που στο τελευταίο επεισόδιο της σειράς μάς αφήνει πάντα με την πληρότητα ότι το καλό επικρατεί στο τέλος, οι σχέσεις αποκαθίστανται, οι ήρωες κάπως δικαιώνονται –ό,τι κι αν σημαίνει η δικαίωση για κάθε ήρωα- οι αλήθειες αποκαλύπτονται και τακτοποιούνται στη θέση που τους αξίζει και τελικά, ακόμη και οι χειρότεροι άνθρωποι μπορούν να βρουν τρόπο από όσα εμπόδια κι αν χρειαστεί να περάσουν, να εκφράσουν την καλύτερη εκδοχή του εαυτού τους (όπως ο Σάββας Κατσίκης που όλοι αγαπήσαμε και αγάπησε κι αυτός τις γυναίκες τελικά).
Κάτι αντίστοιχο, αλλά με αρκετά πιο έντονο τρόπο, εφόσον μιλάμε για αστυνομικού περιεχομένου κωμωδία, συνέβη στο: «Στο παρά πέντε» για δύο σεζόν, από το 2005 ως το 2007. Εκεί, ο Καπουτζίδης αξιοποίησε την πένα του με μοναδικό τρόπο που μπορούσε απευθυνόμενος και σε παιδιά ακόμη να μιλήσει για το καλό και το κακό, για το πώς αυτά επιβάλλονται στον κόσμο και για το ποιο κυριαρχεί στο τέλος. Πέντε ήρωες, φαινομενικά άσχετοι μεταξύ τους, συναντιούνται στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή και μπλέκονται στην πιο αστεία ιστορία μυστηρίου που για δύο χρόνια μας έκανε παρέα κάθε Δευτέρα και για τα χρόνια που ακολούθησαν μας έκανε παρέα τα καλοκαιρινά βράδια που ήμασταν σπίτι. Στο «Παρά Πέντε» τα είδαμε πραγματικά όλα: Φιλίες, έρωτες, ευτράπελα, δολοφονίες, οικονομικά σκάνδαλα, διεφθαρμένους πολιτικούς, καλούς και κακούς δημοσιογράφους, οικογενειακές σχέσεις να δοκιμάζονται, απώλειες αγαπημένων προσώπων, αγγέλους και δαίμονες να έρχονται και να φεύγουν και τελικά όλα να βρίσκουν έναν τρόπο να λειτουργούν με όποιο κόστος προβλέπεται στη διαδρομή, ώστε να πάρει κάθε ήρωας της σειράς την κατάληξη που αξίζει.
Στο «Παρά Πέντε» μάθαμε, ως παιδιά, ότι οι πράξεις έχουν συνέπειες και οι διεκδικήσεις για οτιδήποτε έχουν ευθύνες που κάποιος πάντα αναλαμβάνει. Μάθαμε ότι «ο Θεός έδιωξε τον διάβολο από τον παράδεισο και όχι ο διάβολος τον Θεό και ξέρετε γιατί; Γιατί δεν μπορούσε να τον διώξει!» και σίγουρα είδαμε ότι αν όντως υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο ή, τέλος πάντων, αν συνεχίζουμε να υπάρχουμε κάπου με έναν τρόπο όταν εγκαταλείπουμε την επίγεια ζωή, μπορούμε να ταξιδέψουμε στην Ίμπιζα! Το «Στο Παρά Πέντε» υπήρξε μια συγκινητικά ευφυής κωμική σειρά που κάθε φορά, σε κάθε ηλικία που βρισκόμαστε, όταν την ξαναδούμε θα έχουμε κάτι νέο να νιώσουμε και κάτι νέο να σκεφτούμε και να προβληματιστούμε γι’ αυτό. Άλλωστε, για να είναι διαχρονική μια ιστορία οφείλει να συγκεντρώνει μηνύματα για κάθε ηλικία και οι ήρωες να μπορούν να βρουν αντίκρισμα στις ζωές των ανθρώπων κάθε φορά που επιστρέφουν σε αυτήν.
Last, but not least…το +1 των αγαπημένων μου ελληνικών κωμικών σειρών ανήκει σε μία σειρά που ανέτρεψε στερεότυπα δεκαετιών περί έρωτος, ανέτρεψε το happy end όπου είναι όλοι πανέμορφοι, χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, πλούσιοι και με τα ιδανικά ταίρια για τον καθένα και δεν είναι άλλο από το: «Είσαι το ταίρι μου», που προβλήθηκε το 2002 σε σενάριο Λευτέρη Παπαπέτρου και σκηνοθεσία Αντώνη Αγγελόπουλου (που είναι και ο σκηνοθέτης των Σαββατογεννημένων και του «Στο παρά πέντε»). Η ιστορία εξελίσσεται σε 30 επεισόδια και βλέπουμε την εξαιρετική Βίκυ Σταυροπούλου (Στέλλα) να απομυθοποιεί πλήρως την αντίληψη ότι για να βρει κάποια τον έρωτα πρέπει να είναι μοντέλο με λαμπερό χαμόγελο και πλούσια μακριά μαλλιά. Παράλληλα, βλέπουμε την Κατερίνα Λέχου (Βίκυ) υποδυόμενη την τυπική καλλονή να ερωτεύεται τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο (Γρηγόρη) που με χιουμοριστικό και άκρως χαριτωμένο τρόπο κατακτά την καρδιά της, επειδή ακριβώς είναι διαφορετικός από τους άντρες που την προσέγγιζαν συνήθως. Στη συγκεκριμένη σειρά τίθεται το ζήτημα του πόσο εύκολα τελικά βρίσκει κανείς το ταίρι του και πόσο σίγουρος είναι ότι το βρήκε, επειδή ταιριάζει στα κοινωνικά στερεότυπα που του έχουν επιβάλλει. Τελικά, τα στερεότυπα ανατρέπονται όταν ο έρωτας μπαίνει στη μέση και η ομορφιά αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο, όταν βλέπεται από τα κατάλληλα μάτια. Αυτό που κρατάω πάντα από τη σειρά, που προσωπικά λατρεύω να ξαναβλέπω, είναι ότι πάντα όλοι μας θα βρίσκουμε ένα ταίρι, ακόμη και εκείνοι που μένουν μόνοι στο τέλος. Γιατί ο έρωτας βρίσκει παράξενους τρόπους να σε εκπλήσσει όταν νομίζεις ότι δεν υπάρχει για σένα ή πληγώθηκες τόσο που θεωρείς ότι η πόρτα κάπου εκεί κλείνει για σένα.
Τα «διαμαντάκια» της ελληνικής κωμωδίας, λοιπόν, μπορεί να είναι πολλά, ωστόσο κάποια πάντα θα λάμπουν λίγο παραπάνω, γιατί, πέραν του γέλιου, μας έδωσαν την ευκαιρία της ενδοσκόπησης και είναι αυτός ο λόγος που τα βλέπουμε και τα ξαναβλέπουμε όσα χρόνια κι αν περάσουν. Είναι λυτρωτικό να ταυτίζεσαι με τις ιστορίες ανθρώπων που μπορεί όταν τις βίωσες εσύ σε πραγματικό χρόνο να σε πόνεσαν, αλλά όταν τις βλέπεις ως σενάριο και από απόσταση πια μπορεί να προκαλούν και γέλιο. Κι αν για κάτι είναι πολύτιμη η κωμωδία είναι αυτό: το να σε κάνει να γελάς, ακόμη και όταν αγγίζει με έναν τρόπο τα πιο σκοτεινά μονοπάτια της ψυχής σου, αναζητώντας τη δική σου θέση ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στον έρωτα, στην ομορφιά και στην ασχήμια του κόσμου.