Του Παναγιώτη Δωρή,
Φαντάζει απίστευτο το γεγονός ότι σε λίγες μόνο μέρες θα διεξαχθούν για ακόμη μία φορά εκλογές και ότι πολλοί πολίτες οφείλουν να επιλέξουν δια της ψήφου του το νέο Κοινοβούλιο και, ταυτόχρονα, την νέα κυβέρνηση της χώρας. Έχοντας ως οδηγό τις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης τον προηγούμενο μήνα, αλλά μη έχοντας σαφή εικόνα του αποτελέσματος, καθώς αυτά θα επέλθουν τον Σεπτέμβριο, διερωτόμαστε: Πόσο αναλογική είναι τέλος πάντων αυτή η απλή αναλογική; πράγματι αποτυπώνει την λαϊκή βούληση, χάριν της οποίας τέθηκε σε ισχύ; Και, τέλος, ορθά χαρακτηρίζεται ότι έχει αποτελέσει την «κουρελού» της σύγχρονης ιστορίας;
Το 2008 ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας, κ. Προκόπης Παυλόπουλος, χάραξε το σημερινό ισχύον εκλογικό σύστημα, μετά από μια μικρή τροποποίηση του ν. Σκανδαλίδη (2004): Η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος συνίσταται σε 50 έδρες και όχι σε 40. Οι εναπομείνασες 250 διανέμονται αναλογικά στους σχηματισμούς (κόμματα και συνδυασμοί), με 12 βουλευτές επικρατείας. Η αιτιολογία αυτής της αλλαγής του προϊσχύοντος νόμου ήταν σαφώς ο σχηματισμός αυτοδύναμης κυβέρνησης. Τίποτε περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Το σύστημα αυτό ονομάζεται πλέον ενισχυμένη αναλογική. Ορισμένοι φιλόλογοι ίσως να παραξενεύονται, καθώς η λέξη και η ουσία της διαφέρουν. Είναι αρκετά ενδιαφέρον το γεγονός, ότι πριμοδοτώντας το πρώτο κόμμα με 16,67% το σύστημα παραμένει αναλογικό. Κατά την άποψη μου, η ορθότερη ονομασία του παρόντος συστήματος αποτελεί το «πλειοψηφικό με ολίγη αναλογική».
Έπειτα, ο Αλέξης Τσίπρας, μόλις ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας θέσπισε την απλή αναλογική, χωρίς πριμοδοτήσεις, με μόνο εμπόδιο το όριο εισόδου 3%. Πάγιο αίτημα της αριστεράς εξ’ υπαρχής της ίδρυσής της, κατάφερε από τις μεθεπόμενες εκλογές να εφαρμοστεί, πιθανώς και όχι. Κύμα αντιδράσεων προήλθε από την αντιπολίτευση, διατρανώνοντας ότι η χώρα θα οδηγηθεί σε χάος ακυβερνησίας.
Τελικά τι είναι αυτό που μας δεσπόζει; Η επιθυμία του λαού να κυβερνηθεί από έναν πολιτικό σχηματισμό, μη έχοντας βέβαια την πλειοψηφία του, ή η ακραιφνής και καθαρή αποτύπωση της λαϊκής ετυμηγορίας στο κοινοβούλιο; Το ερώτημα από πολλούς θεωρείται ότι αποτελεί το αιώνιο θέμα πάλης αριστεράς και δεξιάς. Πρέπει να αποδώσουμε δίκαιο σε κάποιον από τους δύο αντιμαχόμενους; Και αν ναι τίνι τρόπω;
Οι καταστάσεις περιπλέκονται μέσα στην αέναη βούληση του λαού για απόδοση των νομίμων και ορισθέντων δικαιωμάτων του. Η λογική της μιας ψήφου που θα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε έναν νικητή πολλούς δεν τους εκφράζει και τους βρίσκει αντίθετους. Η ενισχυμένη αναλογική πράγματι προσφέρει σταθερές κυβερνήσεις, πλειοψηφίας. Ακόμη, εμπνέει έναν αέρα ασφάλειας και σταθερότητας στην παγκόσμια αγορά, καθώς η τελευταία γνωρίζει ότι η χώρα ποτέ δεν θα παραμείνει ακυβέρνητη. Επιπλέον, ο νικητής διάγει μια ολοκληρωμένη θεωρητικά τετραετία, με μια στελεχωμένη κατ’ επιλογήν του κυβέρνηση, χωρίς προστριβές και δίχως εσωτερική αντιπολίτευση που θα είχε ως αποτέλεσμα ακόμη και την πτώση της κυβέρνησης. Σε όλα τα παραπάνω τίθεται ένας αστερίσκος, τεραστίου μεγέθους που δεν δύναται να παραμείνει απαρατήρητος.
Από την άλλη, η απλή αναλογική αποτελεί, σύμφωνα με τους ευρισκόμενους στην απέναντι όχθη από τους παραπάνω, το δημοκρατικότερο εκλογικό σύστημα στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, καθώς αποτυπώνει, όπως προαναφέραμε, την λαϊκή βούληση καθαρή. Βέβαια, και εδώ τίθενται αστερίσκοι, και εδώ τεράστιοι.
Αρχικά, όσον αφορά την ενισχυμένη αναλογική, όσα ειπώθηκαν πρωτύτερα δύνανται να ισχύσουν, εφόσον πληρωθεί μία βασικότατη παράμετρος: η αυτοδυναμία. Αυτοδυναμία εννοούμε ότι το κόμμα της κυβέρνησης κατέχει την πλειοψηφία των βουλευτών. Χωρίς αυτοδυναμία όλα όσα παρατέθηκαν δεν πραγματώνονται, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει κυβέρνηση στην χώρα, ακόμη και με ένα υπέρμετρα άδικο σύστημα κατανομής των εδρών.
Αντίθετα, η απλή αναλογική εφαρμόζεται με δεδομένο την μη ύπαρξη αυτοδυναμίας, καθώς μόνο σε αυτήν την περίπτωση ισχύει κατ’ ουσία. Όμως, η απλή αναλογική δεν εγκαθιδρύει εύκολο σχηματισμό κυβέρνησης, καθώς σε πλείστες περιπτώσεις δεν αρκεί η συνεργασία μονάχα δύο κομμάτων, αλλά είναι επιβεβλημένη η συμμετοχή και τρίτου «εταίρου».
Έχοντας μια εικόνα των δύο εκλογικών συστημάτων, σε όλους μας γεννάται ένα εύλογο ερώτημα και ένα υφέρπον: Στην περίπτωση της μη αυτοδυναμίας, είναι υποχρεωμένο το κόμμα- νικητής να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας, για λόγους ηθικής τάξης και συνοχής, καθόσον ο λαός το εμπιστεύθηκε και το πολιτικό σύστημα το αντάμειψε για την πρωτιά του; Και επιπλέον, είναι η ψήφος μας καταδικασμένη στην περίπτωση επιλογής εξωκοινοβουλευτικού κόμματος, δηλαδή έχει υπόσταση η θεωρία της χαμένης ψήφου; Τα ερωτήματα αυτά αποτελούν ζήτημα προσωπικής ερμηνείας του κάθε πολίτη και μονάχα από τον καθένα ξεχωριστά οφείλουμε να απαιτούμε την ειλικρινή θεώρησή του.
Αυτό, όμως, που αποτελεί αδήριτη ανάγκη να επισημανθεί είναι το διαρκές και δίχως λογική απάντηση «καπέλωμα» της εκτελεστικής εξουσίας έναντι της νομοθετικής. Ήρθε η ώρα να υπενθυμίσουμε ότι στις εθνικές εκλογές εκλέγουμε με την ψήφο μας, με αυτό το ξεχωριστό όπλο που μας παρέχει το Σύνταγμα, τους νομοθέτες της κοινωνίας μας και όχι την κυβέρνηση. Ή μάλλον κατ’ αυτόν τον τρόπο έπρεπε να ισχύει. Η Βουλή δεν είναι μια «υποκρύπτουσα» κυβέρνηση και ούτε θα είναι ποτέ. Η διάκριση των εξουσιών για αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει καθιερωθεί. Εάν υπήρχε η ανάγκη να εκλέξουμε κυβέρνηση, τότε σαφώς θα αναγραφόταν στα ψηφοδέλτια και θα υπήρχε το σύστημα της εναλλακτικής ψήφου. Η εκάστοτε κυβέρνηση οφείλει να σέβεται το κοινοβούλιο και τούμπαλιν. Δεν είναι «τσιφλίκι» της. Οι βουλευτές έχουν καθήκον συνείδησης και μόνο έτσι οφείλουν να πράττουν.
Αντιμετωπίζοντας όλα τα προβλήματα, τα οποία μας παρατέθηκαν προ ολίγου οφείλουμε να δώσουμε και λύσεις και όχι μονάχα να παρουσιάζουμε ένα καλαίσθητο ευχολόγιο, γεμάτο μη πρωτότυπες και κλισέ εκφράσεις.
Το βασικότερο πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι η εκάστοτε κυβέρνηση σε κανένα χρονικό σημείο δεν σέβεται τα όσα υλοποίησε η προηγούμενη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την δαιδαλώδη πολυνομία και κακονομία. Κάθε επόμενος καταργεί τον προηγούμενο στο διηνεκές, μη αναλογιζόμενος τις επιπτώσεις και τις συνέπειες των πράξεών του. Κλασικότατο παράδειγμα ο νόμος για την παιδεία, ο οποίος πραγματικά τροποποιείται ανά κυβέρνηση (ανά υπουργό, αν και ακραίο) και πλέον ομοιάζει με «κουρελού». Όπως ομοιάζουν βέβαια και άλλοι πολλοί νόμοι καίριων θεμάτων της καθημερινότητας, φορολογικής και οικονομικής φύσεως.
Η λύση στα παραπάνω ζητήματα σαφώς και δεν είναι η αλλαγή του εκλογικού νόμου. Άλλωστε, εκατοντάδες χώρες με διαφορετικά εκλογικά συστήματα έχουν καταφέρει να αναπτυχθούν με ομαλό και συνεχές τρόπο, δίχως το σενάριο της ακυβερνησίας να τους εκφοβίζει και τους καταστρέφει όλα τα πλάνα τους. Βέβαια, σε αυτές τις χώρες κυριαρχεί ένα βασικό συστατικό, το οποίο δυστυχώς δεν περιπατεί στην ελληνική πολιτική σκηνή: η συνεργασία και η συναίνεση.
Ο καθρέπτης της κοινωνίας είναι οι πολιτικοί. Εφόσον εκλέγονται μέσω της ψήφου, αντιπροσωπεύουν αμιγώς τους εαυτούς μας. Δεν είναι δυνατόν να επιζητούμε την αλλαγή, εάν δεν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι. Δεν είναι δυνατόν, 200 χρόνια μετά την ίδρυση του κράτους και να μην ευδοκιμεί η σύνεση σε καίριας σημασίας ζητήματα, όπως η παιδεία. Και τέλος, δεν είναι δυνατόν να μας τρομοκρατεί η ακυβερνησία, σε βάρος του δικαιώματος του εκλέγειν του πολίτη. Οι τακτικές αυτές θεωρούνται αναχρονιστικές, παλαιότερων εποχών και θα αλλάξουν.
Για αρχή πρέπει όλοι μας να συμφωνήσουμε.
Έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο Ναύπλιο. Σπουδάζει στη Νομική σχολή του Δ.Π.Θ. Όντας πολύ καλός γνώστης αγγλικών, έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις και σε αρκετά επιστημονικά συνέδρια. Το ενδιαφέρον του κεντρίζεται γύρω από τα ζητήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και την πολιτική ενεργοποίηση των νέων.