Του Βασίλη Πλαΐτη,
Η Ζιμπάμπουε αποτελεί ένα περίκλειστο κράτος στη νότια Αφρική και συνορεύει με τη Μποτσουάνα, τη Ζάμπια, τη Νότια Αφρική και τη Μοζαμβίκη. Παρότι στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο της «απολίτιστης» χώρας, ο πολιτισμός της Ζιμπάμπουε ανάγεται στον μακρινό 11ο αιώνα, όταν και εμφανίστηκαν τα πρώτα οργανωμένα βασίλεια στην περιοχή. Ωστόσο, η Ζιμπάμπουε, ως σύγχρονη κρατική οντότητα, εμφανίστηκε μόλις το 1980, ως αποτέλεσμα του δεκαπενταετούς εμφυλίου πολέμου (γνωστός και ως Εμφύλιος Πόλεμος της Ροδεσίας – Rhodesian Bush War). Η ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου της Ροδεσίας (η αποικιακή ονομασία της Ζιμπάμπουε) εντάσσεται σε μια μεγάλη λίστα αντιαποικιακών κινημάτων ανεξαρτησίας στην Αφρική, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και αποτελεί αντικείμενο του παρόντος άρθρου.
Η ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου της Ροδεσίας ξεκινά με την ίδρυση της αποικίας της Νότιας Ροδεσίας (η Βόρεια Ροδεσία ήταν η σημερινή Ζάμπια) το 1890, από τη Βρετανική Εταιρεία της Νότιας Αφρικής (BSAC – British South Africa Company), του Βρετανού Cecil Rhodes. Οι άποικοι, αποσκοπώντας στη συγκέντρωση της εξουσίας και στον περαιτέρω πλουτισμό τους, ζήτησαν να δοθεί η εξουσία σε αυτούς από την Εταιρεία και να γίνει η Νότια Ροδεσία αυτοδιοικούμενη αποικία της Μεγάλης Βρετανίας (dominion), κάτι που πέτυχαν το 1923, μετά από δημοψήφισμα. Η αυτονομία αυτή οδήγησε στη συγκρότηση μιας πολιτείας που ευνοούσε την κυρίαρχη λευκή μειονότητα και περιόριζε σημαντικά τα δικαιώματα της ντόπιας πλειονότητας.
Τα επόμενα χρόνια, η Νότια Ροδεσία γνώρισε σημαντική οικονομική και πληθυσμιακή αύξηση. Οι άποικοι έθεσαν ως νέο στόχο τους την ανεξαρτητοποίηση της Νότιας Ροδεσίας από το Ηνωμένο Βασίλειο, το τελευταίο τους εμπόδιο στην απόκτηση του πλήρους ελέγχου στη χώρα. Αρχικά, προσπάθησαν να αποκτήσουν ανεξαρτησία, συγκροτώντας την Ομοσπονδία των Ροδεσιών και της Νυασαλάνδης (σημερινό Μαλάουι), το 1953, αλλά αυτή η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε και η Ομοσπονδία διαλύθηκε το 1963.
Ωστόσο, η προσπάθεια των αποίκων να δημιουργήσουν μια χώρα βασισμένη στις φυλετικές διακρίσεις εμποδίστηκε και από την εμφάνιση του Αφρικανικού Εθνικισμού. Εμπνευσμένοι από εθνικιστικά και σοσιαλιστικά ιδεώδη, κινήματα όπως το ZAPU (Zimbabwe African People’s Union, με αρχηγό τον Joshua Nkomo) και το ZANU (Zimbabwe African National Union, με αρχηγό τον Robert Mugabe) αντέδρασαν στον τρόπο οργάνωσης του κράτους της Ροδεσίας και πρότειναν ένα νέο κράτος της Ζιμπάμπουε, που θα εξασφάλιζε ίσα δικαιώματα σε όλους και θα προωθούσε την αναδιανομή του πλούτου στον πληθυσμό. Πέρα από την κοινή τους αντίθεση απέναντι στο καθεστώς, τα δύο αυτά κινήματα συγκρούονταν συνεχώς, κυρίως λόγω εθνοτικών διαφορών (το ZANU ταυτιζόταν κυρίως με τους Shona, ενώ το ZAPU με τους Ndebele). Η δράση τους αντιμετωπίστηκε με καταστολή από το ροδεσιανό κράτος.
Παράλληλα, το 1961, στο πλαίσιο των προσπαθειών των αποίκων για ανεξαρτησία από τη Βρετανία, έγινε συνταγματική αναθεώρηση, η οποία έδινε πολύ περιορισμένα δικαιώματα ψήφου στον μαύρο πληθυσμό. Ωστόσο, η Βρετανική Κυβέρνηση θεώρησε ότι οι συνταγματικές παραχωρήσεις στους ντόπιους δεν ήταν αρκετές και δεν παραχώρησε ανεξαρτησία, απαιτώντας πιο ριζοσπαστικές αλλαγές. Στις εκλογές του 1962, νίκησε η συντηρητική παράταξη και το 1964, ανήλθε στην πρωθυπουργία ο Ian Smith. Καθώς δε συμφωνούνταν οι όροι ανεξαρτητοποίησης με τη Μεγάλη Βρετανία, ο Smith υπέγραψε τη Μονομερή Διακήρυξη Ανεξαρτησίας (UDI) στις 11 Νοεμβρίου 1965.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η ανεξαρτησία της Ροδεσίας δεν αναγνωρίστηκε από τη διεθνή κοινότητα, και δη από τον ΟΗΕ, ο οποίος της επέβαλε ισχυρές κυρώσεις. Η σημασία των κυρώσεων υποβαθμίστηκε σημαντικά από την οικονομική στήριξη της Νοτίου Αφρικής και της πορτογαλικής αποικιακής κυβέρνησης της Μοζαμβίκης στη Ροδεσία. Όμως, η κήρυξη ανεξαρτησίας, παρότι δεν επέφερε καταστροφή της ροδεσιανής οικονομίας, αποτέλεσε καταλύτη για τη δράση των εθνικιστικών κινημάτων του μαύρου πληθυσμού. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας, είχαν σημειωθεί επιθέσεις σε φάρμες λευκών γαιοκτημόνων και σε κρατικές υποδομές, χωρίς, ωστόσο, να πετυχαίνουν κάτι ιδιαίτερο. Η πρώτη κατά μέτωπον μάχη μεταξύ των εμπλεκομένων έγινε στις 28 Απριλίου 1966, όταν μια ομάδα επτά ανταρτών του ZANU ηττήθηκε κατά κράτος από τον ροδεσιανό στρατό στη φάρμα της Sinoia. Παρά τη συντριπτική ήττα, η 18η Απριλίου τιμάται σήμερα από το κράτος της Ζιμπάμπουε ως «Ημέρα Απελευθέρωσης» (Chimurenga Day). Τα επόμενα χρόνια, οι επιχειρήσεις δολιοφθοράς συνεχίστηκαν από τους αντάρτες, ενώ οι κατά μέτωπον μάχες κατέληγαν πάντα υπέρ των ροδεσιανών και νοτιοαφρικανικών δυνάμεων. Βασικά προβλήματα των ανταρτών ήταν η έλλειψη συστηματικής στρατιωτικής εκπαίδευσης, τα χαμηλά επίπεδα της στρατολόγησης ανταρτών και οι συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ του ZANU και του ZAPU για το ποιο σώμα θα έχει την πρωτοκαθεδρία των κινήσεων.
Οι απαντήσεις σε αυτά τα προβλήματα βρέθηκαν σύντομα, καθώς το ZANU άρχισε να οργανώνει την αντίστασή του αποτελεσματικότερα. Αρχικά, έστειλε αντάρτες του ZANLA (στρατιωτικό σκέλος του ZANU) σε δομές στρατιωτικής εκπαίδευσης στην Τανζανία, την Κούβα και την Κίνα, η οποία το υποστήριξε γενικότερα (σε αντίθεση με το ZAPU, που υποστηριζόταν από την Ε.Σ.Σ.Δ.). Έπειτα, εξασφάλισε τη συνεργασία του Εθνικιστικού Στρατού της Μοζαμβίκης, του FRELIMO, αποκτώντας έτσι μια δεύτερη βάση για εισροές ανταρτών στη Ροδεσία. Έτσι, από το 1972 και μετά, οι επιθέσεις των ανταρτών εντάθηκαν και άρχισαν να οργανώνονται μέσα στη Ροδεσία. Από την άλλη, το καθεστώς Smith άρχισε να δέχεται σημαντικές διπλωματικές πιέσεις, μετά την πτώση της δικτατορικής κυβέρνησης στην Πορτογαλία και την αποχώρηση της Νότιας Αφρικής από τη διαμάχη. Μετά από τη μεσολάβηση της Ζάμπιας και της Νότιας Αφρικής, συμφωνήθηκε ανακωχή στα τέλη του 1974 και τον Αύγουστο του 1975, έγιναν συνομιλίες για τους όρους μιας πιθανής ειρήνης, οι οποίες, όμως, κατέληξαν σε αποτυχία.
Η συνέχιση των επιθέσεων των ανταρτών από τη Μοζαμβίκη οδήγησαν στην επίθεση των Selous Scouts (επίλεκτοι του ροδεσιανού στρατού) στη βάση της Nyadzonya, στη Μοζαμβίκη. Η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο εκατοντάδων ανταρτών, αλλά αποδείχθηκε ως ένα τεράστιο στρατηγικό λάθος, όταν η Νότια Αφρική απέσυρε πλήρως τη στήριξή της από τη Ροδεσία και πρότεινε την ολοκληρωτική παραχώρηση δικαιώματος ψήφου στον πληθυσμό. Έκτοτε, η ένταση κορυφώθηκε με την πλήρη κινητοποίηση του ροδεσιανού στρατού, την πραγματοποίηση εγκλημάτων πολέμου από τους εμπλεκόμενους (π.χ. Vumba Massacre: σφαγή ιεραποστόλων από τον ZANLA) και την ολοένα αυξανόμενη εισροή ανταρτών. Διαπραγματεύσεις μεταξύ των αρχηγών των εθνικιστικών κινημάτων και της Κυβέρνησης Smith απέτυχαν και το 1979 η κατάσταση είχε οδηγηθεί σε ένα τέλμα, που επιδείνωσε τη θέση της Κυβέρνησης της Ροδεσίας. Η άνοδος του Abel Muzorewa στην Κυβέρνηση, ενός μετριοπαθούς Αφρικανού ιερέα, δεν άλλαξε την κατάσταση. Σε αυτό το σημείο, παρενέβη η Βρετανία, καλώντας τις αντίπαλες παρατάξεις σε διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο, οι οποίες, εν τέλει, οδήγησαν στη Συμφωνία του Lancaster House. Σύμφωνα με αυτή, η Βρετανική Διοίκηση θα αποκαθίστατο προσωρινά στη Ροδεσία-Ζιμπάμπουε (μετονομάστηκε ως τέτοια το 1979) και θα επέβλεπε τη διενέργεια δημοκρατικών και ελεύθερων εκλογών. Οι εκλογές, που διεξήχθησαν τον Φλεβάρη του 1980, ανέδειξαν ως μεγάλο νικητή τον αρχηγό του ZANU/PF Robert Mugabe.
Η ανάδειξη του Mugabe στην Πρωθυπουργία της Ζιμπάμπουε θεωρήθηκε ως ένα καλό γεγονός για τη μελλοντική εξέλιξη της χώρας, καθώς οι σπουδές του και η φαινομενική του μετριοπάθεια θα εξασφάλιζαν την ευημερία, τη δημοκρατία και την ισονομία στην πολύπαθη χώρα. Ωστόσο, παρά το πολλά υποσχόμενο ξεκίνημά του, ο Mugabe κατέληξε να είναι ένας αυταρχικός και ιδιαίτερα βίαιος δικτάτορας. Αρχικά, ιδιαίτερα άγριες ήταν οι μαζικές δολοφονίες Ndebele την περίοδο 1982-1987, που παραδοσιακά υποστήριζαν τον κύριο αντίπαλό του, Joshua Nkomo. Έπειτα, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, απαλλοτρίωσε αντισυνταγματικά τη γη των λευκών γαιοκτημόνων και την έδωσε σε ημέτερους και όχι στους αγρότες που την καλλιεργούσαν επί δεκαετίες, προήδρευσε ενόσω η χώρα πέρασε σε μια γιγαντιαίων διαστάσεων οικονομική κρίση και κατέστειλε τη δράση της δημοκρατικής αντιπολίτευσης και δε συνεργάστηκε ποτέ αποτελεσματικά μαζί της, ακόμα και όταν αναγκάστηκε να συγκυβερνήσει μαζί της. Τελικά, τον Νοέμβριο του 2017, ανετράπη εκ των έσω, και συγκεκριμένα από τον σύντροφό του Emmerson Mnangagwa, και πέθανε το 2019, νοσηλευόμενος σε ένα νοσοκομείο της Σιγκαπούρης. Όμως, ακόμα και μετά την ανατροπή του, το μέλλον της Ζιμπάμπουε, μιας χώρας που τόσο επεισοδιακά αποτίναξε το καθεστώς διακρίσεων που της είχε επιβληθεί, φαντάζει δυσοίωνο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- “History of Zimbabwe”, Britannica. Διαθέσιμο εδώ.
- Cook, C., Killingray, D. (1983), African political facts since 1945, New York, N.Y.: Facts on File.
- Davidson, Β. (1978), Africa in the Modern History, Boston, Mass: Little, Brown.
- Mc Laughlin, P., Moorcraft, P. (2011), The Rhodesian War: A Military History, Pen & Sword Books Ltd: Barnsley, United Kingdom.
- Preston, M. (2004), Stalemate and the Termination of Civil War: Rhodesia Reassessed, Journal of Peace Research 41, no. 1: 65–83. Διαθέσιμο εδώ.
- Shillington, K. (1995), A History of Africa, Macmillan International Higher Education.