20 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΗ Εκλογική Απεργία - Διερεύνηση της αξίας της ψήφου.

Η Εκλογική Απεργία – Διερεύνηση της αξίας της ψήφου.


Του Αλέξη Κωνσταντόπουλου,

«…ένα μέρος του ρόλου του πολίτη είναι να λέει αυτό που πιστεύει και να παίρνει το λόγο με δική του ευθύνη. Αυτή την ευθύνη κανείς δεν μπορεί να την αποποιηθεί, ακόμη και όποιος δεν μιλά και ως εκ τούτου αφήνει τους άλλους να μιλούν…»

-Κ. Καστοριάδης

«Οι άνθρωποι έχουν πάντα τόση ελευθερία, όση έχουν τη νοημοσύνη να θέλουν και το θάρρος να κατακτήσουν.»

-ΈμμαΓκόλντμαν

Η Εκλογική Απεργία είναι μια ποιοτική κίνηση εναντίωσης στην εξουσία του κοινοβουλίου και των «εκλεγμένων εξουσιαστών», οι οποίοι, όπως έχει αποδειχτεί πολλές φορές, δεν δρουν ως αντιπρόσωποι του λαού, αλλά, με βάση τις προσωπικές τους επιδιώξεις και φιλοδοξίες ή εκτελώντας ξένες επιταγές, αγνοώντας τη λαϊκή βούληση. Η Εκλογική Απεργία, δεν είναι μια αυτόνομη κίνηση, αποτελεί κομμάτι του συνειδητού αγώνα ενάντια στην εξουσία και συνοδεύεται από τη συνεχή δράση ενάντια σε κάθε εξουσία, πριν και μετά το εκλογικό πανηγύρι.

Έχουμε διαπιστώσει πολλές φορές, πως, με την ψήφο, δεν προκύπτει ούτε η πραγματοποίηση της λαϊκής βούλησης-επιθυμίας, ούτε η αδιάλλακτη και αδιαπραγμάτευτη αλήθεια. Η «καθολική» ψηφοφορία μετουσιώνεται στη φράση « Η Δημοκρατία είναι η τυραννία της πλειοψηφίας», αφού, ομάδες ανθρώπων καταπιέζονται από άλλες ομάδες ανθρώπων, δίχως εγγύηση πως αυτοί έχουν το δίκιο με το μέρος τους και μόνο με την αξίωση πως οι πολλοί -που δεν είναι πραγματικά πολλοί- έχουν δίκιο. Αυτοί οι «πολλοί» είναι στην πραγματικότητα ελάχιστοι, γιατί, το κόμμα που ανέρχεται στην εξουσία έχει ένα ποσοστό που, αν το συγκρίνουμε με το ποσοστό των υπολοίπων κομμάτων και το ποσοστό αποχής, είναι πολύ μικρότερο, και άρα, δεν εκφράζει πραγματικά την πλειοψηφία των πολιτών αλλά μόνο μια «αυξημένη μειοψηφία»

«Αν οι εκλογές άλλαζαν κάτι…θα ήταν παράνομες». Πράγματι, οι εκλογές δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα τέχνασμα που χρησιμεύει στους μηχανορράφους για να καταπιέσουν άλλους ανθρώπους. Ο εκλογέας ψηφίζει μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια, δηλαδή, μια φορά κάθε 1460 ή 1461 μέρες. Ωστόσο, η εξουσία ενεργεί και λαμβάνει αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή του κάθε μέρα, και μάλιστα, χωρίς να ζητά τη γνώμη του σχετικά με αυτές. Ουσιαστικά, ο πολίτης έχει δικαίωμα στην περιορισμένη -αφού επιλέγει μόνο τον «αντιπρόσωπο» που θεωρεί κατάλληλο- έκφραση πολιτικής βούλησης και 1459 ή 1460 μέρες παραίτησης από θέματα που τον αφορούν άμεσα.Άρα, η εκλογική διαδικασία κατορθώνει να ναρκώσει τη πολιτική δράση του ατόμου το οποίο ικανοποιείται από την ψευδαίσθηση της επιλογής για θέματα που το αφορούν, έστω και στιγμιαία, όσο διαρκεί η ψηφοφορία -για το ένα λεπτό μέσα στο παραβάν. Μετά την εκλογική διαδικασία, οι εκλεγόμενοι θα δρουν κατά το δοκούν, χωρίς να ενδιαφερθούν για το αν ο λαός συμφωνεί ή όχι. Στην ουσία, λοιπόν, το μόνο που επιτυγχάνεται μέσω της διαδικασίας της ψήφου είναι η πολιτική νάρκωση του πολίτη ο οποίος δεν διαθέτει άλλο νόμιμο τρόπο συμμετοχής στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, εκτός από τις εκλογές και από τα μέσα που η εκάστοτε εξουσία του παρέχει (π.χ. δημοψήφισμα), τα οποία μέσα σπανίως γίνονται σεβαστά αν διαφωνούν με την ήδη διαμορφωμένη άποψη της εξουσίας.

Οι εκλογές και η «καθολική» ψηφοφορία δεν έχουν καμία σχέση με τη λαϊκή κυριαρχία, με το δικαίωμα κάθε στιγμή, ο καθένας, να είναι το ίδιο κυρίαρχος με τον άλλο και εντέλει, δεν έχουν καμία σχέση με την ισότητα. Το εκλογικό σύστημα δεν δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να ασκούν την κυριαρχία που τους ανήκει, αντ’ αυτού, τους καθιστά αρχικά κομπάρσους στην λήψη πολιτικών αποφάσεων, αφού δεν έχουν κανέναν ουσιαστικό ρόλο σε αυτή, και στη συνέχεια,  συνένοχους, αφού το όποιο λάθος και η όποια αυθαιρεσία της πολιτικής ηγεσίας γίνεται αιτία να κατηγορηθούν οι πολίτες που -τις περισσότερες φορές εν αγνοία τους- την επέλεξαν.

Οι δυο μορφές της αυταπάτης.

 Η αυταπάτη της επιλογής μπορεί να πάρει δύο μορφές. Η πρώτη είναι η επιλογή των αντιπροσώπων –κοινοβουλευτικές εκλογές. Είναι φανερό ότι κανένας μηχανισμός δεν θα μπορούσε να δεσμεύσει την εκάστοτε κυβέρνηση να τηρήσει τα όσα εξαγγείλει. Στην ουσία, η εκλογική διαδικασία δεσμεύει μόνο τον ψηφοφόρο, του υφαρπάζει την συγκατάθεση και τον κάνει συνένοχο δια της συμμετοχής.

Η δεύτερη μορφή, λιγότερο διαδεδομένη, είναι αυτή της άμεσης «απόφασης του λαού» για σημαντικά ζητήματα, το δημοψήφισμα. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει μεγάλη εμπειρία σε ό,τι αφορά τα δημοψηφίσματα. Η «άρχουσα τάξη» ποτέ δεν μπήκε στην διαδικασία να ρωτήσει τον λαό, για πολλές σημαντικές αποφάσεις που καθορίζουν την καθημερινότητα αλλά και συνολικά την ζωή του, όπως πχ η ένταξη στο ΝΑΤΟ ή την Ε.Ε..

Μετά το 1974 η μόνη φορά που έγινε δημοψήφισμα ήταν αυτό της 5ης Ιουνίου του 2015 όπου την θέληση για μη υπογραφή συμφωνίας με την Τρόικα επικρότησε το 65%, αλλά, μέσα σε μια νύχτα, 5 κοινοβουλευτικοί σχηματισμοί νομοθέτησαν πραξικοπηματικά το αντίθετο.Και σε αυτήν την περίπτωση το μέγεθος της απάτης, πέρα από τον τρόπο που έγινε στο συγκεκριμένο δημοψήφισμα, φαίνεται στο ότι συνταγματικά ο δεσμευτικός χαρακτήρας του αποτελέσματος είναι θέμα ερμηνείας. Αποδεικνύεται, λοιπόν, πως η εκάστοτε εξουσία δεν δέχεται ποτέ την ελεύθερη βούληση του λαού, και πάντα βρίσκει τρόπους για την καταστρατήγηση της με “εργαλεία” που το ίδιο το σύστημα δίνει απλόχερα.

Αν δεν είναι ψευδαίσθηση είναι παραλογισμός.

Αν δεχτούμε πως το κοινοβουλευτικό σύστημα εφαρμόζεται στην πράξη όπως ακριβώς περιγράφεται θεωρητικά η λειτουργία του, τότε, στις χώρες όπου υπάρχει το κοινοβουλευτικό καθεστώς οι άνθρωποι καθορίζουν το νόμο, με τον ακόλουθο τρόπο:

Αρχικά, αναδεικνύουν τους αντιπροσώπους τους μέσω της εκλογικής διαδικασίας. Αυτή η ανάδειξη ισοδυναμεί με την ολοκληρωτική παραίτηση της ατομικής δραστηριότητας στα χέρια των πολιτικών, αφού, ο μέσος πολίτης δεν θα ξανά εκφράσει τη γνώμη του σχετικά με την πολιτική ζωή της χώρας, εκτός αν η πολιτική ηγεσία του το επιτρέψει -εντός πάντα συγκεκριμένων ορίων, με ορισμένα μέσα και για περιορισμένο αριθμό θεμάτων.

Στη συνέχεια, οι πολιτικοί κάνουν συσκέψεις, εκφέρουν κρίσεις και φτιάχνουν κείμενα νόμων ψηφίζοντας πάνω σ’ αυτές τις κρίσεις.

Τέλος, επιβάλουν το αποτέλεσμα των ψηφοφοριών τους στους πολίτες. Το τελικό αυτό στάδιο είναι το πιο προβληματικό. Είναι παράλογο αν όχι και οξύμωρο μια ομάδα που υποτίθεται πως αποφασίζει προς όφελος του λαού, εκπροσωπώντας τα δικά του συμφέροντα, να επιβάλει σε αυτόν τον λαό που εκπροσωπεί, με τη χρήση άμεσης ή έμμεσης (π.χ. ιδιαίτερα αυστηρές ποινές για όσους συμμετέχουν σε δράσεις κατά της εξουσίας, στοχοποίηση φορέων εναλλακτικών ιδεών, συνεχής προπαγάνδιση του «πόσο χειρότερα θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα» κλπ.) βίας, τις αποφάσεις που έλαβε. Και θα σταθούμε λίγο παραπάνω στο κομμάτι της άμεσης βίας. Όταν ένα μεγάλο μέρος του λαού αποφασίσει μέσω μια συγκέντρωσης-πορείας να εκφράσει την εναντίωσή του απέναντι σε μια απόφαση της κυβέρνησης που αυτός εξέλεξε για να τον εκπροσωπεί, είναι εντελώς παράλογο αυτή η εκλεγμένη εξουσία να εξαπολύει τον «κρατικό Βεληγκέκα» (ΜΑΤ), με σκοπό να σωπάσει και να καταπνίξει αυτή την εναντίωση.

Η αλήθεια δεν ψηφίζεται, υπάρχει.

 Πώς προσδιορίζεται η αλήθεια; Μήπως διορίζοντας αντιπροσώπους για να το κάνουν; Όχι. Αυτός που αποκαθιστά την αλήθεια δεν είναι -και δεν πρέπει να είναι- εντολοδόχος κανενός, γιατί, αν θέλουμε ισότητα, αληθινή και ουσιαστική ισότητα, θα πρέπει να καταλάβουμε πως κανένας δεν είναι εντολέας και κανένας δεν είναι εντολοδόχος κανενός. Αν θέλουμε να δούμε κάτι να αλλάζει, θα πρέπει να σταματήσουμε να κοιτάμε πάνω και κάτω, να κοιτάξουμε οριζόντια, να δούμε πως είμαστε όλοι ίσοι και πως αποτελούμε ένα ενιαίο σύνολο με κοινό στόχο την κοινωνική ευημερία.

Γίνονται ψηφοφορίες για τον προσδιορισμό της αλήθειας; Όχι. Η ψήφος είναι απολύτως κενή, δεν βοηθά στην εύρεση της αλήθειας και δεν αποδεικνύει τίποτα. Για παράδειγμα, ο Γαλιλαίος ήταν ο μόνος που έλεγε ότι η γη γυρίζει. Αν και μόνος, το δίκιο ήταν με το μέρος του κι όχι με το μέρος της πλειοψηφίας.

Επιβάλλεται η αλήθεια με τη βία; Όχι. Η αλήθεια στηρίζεται σε αποδείξεις, σε απτά στοιχεία, σε τεκμήρια δυνατά και ακλόνητα. Εκτός από αυτό, αλήθεια είναι και η κίνηση που έχει ως στόχο τη διάρρηξη της εκάστοτε κατεστημένης αντίληψης και αναζήτησης, μέσα από λογική συνοχή και «λόγον δίδοναι», αυτού που όντως υπάρχει -ή μπορεί να υπάρξει.

Η πολιτική και η Δημοκρατία, όπως τη βλέπουμε, είναι η αλήθεια; Όχι. Το όχι αυτό βασίζεται στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα έρχεται κατά καιρούς αντιμέτωπο με εξεγέρσεις. Κανείς, όμως, δεν εξεγείρεται κατά της αλήθειας, γιατί κανείς δεν μπορεί να της αντιταχθεί. Ούτε και οι «αμαθείς», όσοι δεν τη γνωρίζουν. Ακόμα και αυτοί οι ξέρουν ότι η αλήθεια τεκμηριώνεται απ’ όσους είναι ικανοί να αντιληφθούν τα τεκμήρια, ξέρουν ότι και οι ίδιοι, αν προσπαθούσαν -αφού η αμάθεια δεν είναι παρά η έλλειψη προσπάθειας-, θα μπορούσαν να την κατανοήσουν, να την αντιληφθούν και επομένως να συμφωνήσουν με αυτή.

Τελικά είναι καλό να ψηφίζουμε;

Αν απλά απέχεις ή  ψηφίζεις, χωρίς να προσπαθείς ενεργά για την βελτίωση της κοινωνίας, και -στη δεύτερη περίπτωση- έχοντας την ψευδή ελπίδα ότι οι εκλεγμένοι «αντιπρόσωποι», όντως θα προσπαθήσουν για τα συμφέροντά σου, ίσως να πρέπει να το σκεφτείς καλύτερα.

Αξίζει να επισημάνουμε στο σημείο αυτό, πως, σε μια Ευρώπη και μια Ελλάδα που βλέπουμε το «αυγό του φιδιού» να «εκκολάπτεται», όπου οι φράσεις «δεν είμαι ρατσιστής αλλά…» και «δεν είμαι φασίστας είμαι πατριώτης» ακούγονται από αρκετούς, την ώρα που ο νεοφιλελευθερισμός «φοράει τα καλά του» για να μην καταλάβουμε ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο «φασισμός του κεφαλαίου», η εκλογική απεργία δεν είναι η ιδανική λύση για όσους όντως θέλουν να εναντιωθούν στην υπάρχουσα εξουσία, να στραφούν κατά του φασισμού και του νεοφιλελευθερισμού και να πετύχουν κάτι. Δεν θεωρώ εαυτόν κατάλληλο να προτείνω λύσεις, δεν έχω αυτή την αρμοδιότητα ή αυτόν τον στόχο, όμως, εικάζω ότι ένας συνδυασμός «εριστικής»-αγωνιστικής ψήφου, όχι σε κόμματα που θέλουν να καπηλευτούν τους λαϊκούς και συλλογικούς αγώνες αλλά σε κόμματα που πήραν μέρος σε αυτούς, μαζί με συνεχείς αγώνες για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ανθρώπων και της ισότητας, την προστασία της διαφορετικότητας, αλλά και για την ανατροπή-κατάλυση εξουσιαστικών δομών που δημιουργεί η αστική δημοκρατία μαζί με τους «θεσμούς του κεφαλαίου», θα μπορούσε να επιφέρει ένα επιθυμητό -ως έναν βαθμό- αποτέλεσμα.


Αλέξης Κωνσταντόπουλος

Γεννήθηκε το 1999 στην Αθήνα. Είναι δευτεροετής φοιτητής στο τμήμα ιστορίας και φιλοσοφίας της επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα σπουδάζει και νομική στο γαλλικό Κολλέγιο id'EF. Έχει λάβει μέρος σε πλήθος ρητορικών αγώνων τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος και στον ελεύθερο του χρόνο ασχολείται με τον αθλητισμό.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ