Της Θεοδώρας Κρέπη,
«Δεν θα σωπάσουμε. Είμαστε η ένοχη συνείδησή σας. Το Λευκό Ρόδο δε θα σας αφήσει σε ησυχία».
Αυτά τα λόγια, σκέψεις ανώνυμων συγγραφέων, ήταν γραμμένα πάνω σε φυλλάδια που πλημμύρισαν το Μόναχο, το 1942. Δεν ήταν το πρώτο τέτοιο κείμενο που κυκλοφορούσε, ούτε και το τελευταίο. Σε διάστημα 9 μηνών, τα μέλη της ομάδας «Λευκό Ρόδο» (“Weiße Rose” στα Γερμανικά) εργάστηκαν για να αφυπνίσουν τη γερμανική κοινή γνώμη εναντίον του Χίτλερ και του καταπιεστικού καθεστώτος που είχε επιβάλλει, βρίσκοντας, όμως, ένα τραγικό τέλος.
Η οργάνωση «Λευκό Ρόδο» γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1942, στο ζενίθ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, από μια ομάδα φοιτητών Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Ηγετικές φυσιογνωμίες της ομάδας ήταν ο Hans Scholl και ο Alexander Schmorell. Μαζί με τους φίλους και ομοϊδεάτες τους, Willi Graf και Christoph Probst, αποτέλεσαν τον πυρήνα της ομάδας, στην οποία αργότερα προστέθηκαν ο καθηγητής Kurt Huber, αλλά και η μικρότερη αδελφή του Hans, Sophie Scholl.
Ο Hans Scholl, σε νεαρή ηλικία, είχε υπάρξει μέλος της Νεολαίας του Χίτλερ, παρά την αντίθετη άποψη των γονιών του (και δη του πατέρα του), οι οποίοι αντιπαθούσαν το χιτλερικό καθεστώς και τον περιορισμό των ελευθεριών που αυτό επέβαλλε. Σύντομα, υπό την επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντός τους, αλλά και βλέποντας τις φρικαλεότητες του Ναζισμού και τις διώξεις των Εβραίων, τόσο ο Hans όσο και η Sophie Scholl (η οποία, επίσης, είχε καταταγεί στη Λεγεώνα των Γερμανίδων Κορασίδων), άλλαξαν άποψη και άρχισαν να βλέπουν με περισσότερο επικριτική ματιά το ναζιστικό καθεστώς.
Όταν ο Hans Scholl έφυγε για σπουδές Ιατρικής στο Μόναχο, συνάντησε στο πανεπιστήμιο άτομα με τα οποία, πέρα από κοινά ενδιαφέροντα, μοιραζόταν και κοινές αντιλήψεις, όσον αφορά το καθεστώς. Έχοντας υπάρξει μάρτυρες της φρίκης του πολέμου και των βιαιοπραγιών έναντι των Εβραίων, οι τέσσερεις φίλοι, ο Hans Scholl, ο Alexander Schmorell, ο Willi Graf και ο Christoph Probst, δημιούργησαν μια μυστική ομάδα, με στόχο την αφύπνιση των πολιτών, ώστε να προβάλουν αντίσταση στον Χίτλερ και το καθεστώς που είχε επιβάλλει. Σύντομα, πέτυχαν να κερδίσουν κι άλλους υποστηρικτές. Μέλος της ομάδας, μόλις έμαθε τη δράση του αδελφού της, έγινε και η Sophie Scholl, ενώ η οργάνωση κατάφερε να προσεταιριστεί και τον περίφημο καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μονάχου Kurt Huber, ο οποίος αισθανόταν, επίσης, απηυδισμένος από την ανελευθερία του καθεστώτος. Όλοι τους συμφωνούσαν πως ήταν αναγκαίο να επέλθει μια αλλαγή στην παρούσα κατάσταση της Γερμανίας.
Το πρώτο αντιναζιστικό φυλλάδιο που έφερε την υπογραφή της ομάδας «Λευκό Ρόδο» κυκλοφόρησε στο Μόναχο τον Ιούνιο του 1942. Το είχαν γράψει ο Scholl και ο Schmorell και είχαν φροντίσει να διανείμουν αντίτυπα σε πολίτες του Μονάχου, μέλη, κυρίως, της ακαδημαϊκής κοινότητας. Με το φυλλάδιο αυτό, η ομάδα καλούσε τον γερμανικό λαό σε αντίσταση και ζητούσε τον τερματισμό του πολέμου. Το κείμενο κατέληγε στην πολύ τολμηρή για τα δεδομένα της εποχής φράση «Να θυμάστε πως κάθε λαός αξίζει τη διακυβέρνηση την οποία υπομένει».
Το επόμενο διάστημα ακολούθησαν άλλα τρία φυλλάδια παρόμοιου περιεχομένου, που αποκήρυσσαν τον Χίτλερ και τη ναζιστική ιδεολογία και ζητούσαν από τους πολίτες άμεση δράση. Ταυτόχρονα, τα μέλη της ομάδας επεδίωκαν να κερδίσουν υποστήριξη από ομοϊδεάτες και εκτός του Μονάχου. Στις αρχές του 1943, κυκλοφόρησε το πέμπτο φυλλάδιο, ενώ η ομάδα εγκαινίασε έναν νέο τομέα δράσης, γράφοντας σε τοίχους συνθήματα, όπως «Ελευθερία» ή «Κάτω ο Χίτλερ». Θορυβημένη η μυστική αστυνομία του καθεστώτος, η Γκεστάπο, εντατικοποίησε τις έρευνες για τον εντοπισμό των αντιφρονούντων, που, όμως, απέβησαν άκαρπες.
Η αρχή του τέλους για την ομάδα του Λευκού Ρόδου ήρθε στις 18 Φεβρουαρίου 1943. Το πρωινό εκείνης της ημέρας, ο Hans και η Sophie βρέθηκαν στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, κουβαλώντας μαζί τους αντίτυπα του έκτου (και τελευταίου) φυλλαδίου της οργάνωσης. Την ώρα που τα δύο αδέλφια άφηναν φυλλάδια έξω από τις αίθουσες και στο αίθριο, έγιναν αντιληπτοί από έναν επιστάτη ονόματι Jakob Schmid, ο οποίος τους κατήγγειλε στη Γκεστάπο.
Τα αδέλφια Scholl συνελήφθησαν άμεσα. Ακολούθησαν ανακρίσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων κανείς από τους δύο δεν κατέδωσε τους συνεργάτες τους. Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε τη Γκεστάπο να φτάσει στα ίχνη τους. Στις 20 Φεβρουαρίου, συνελήφθη ο Christoph Probst, ενώ στις 24 ο Alexander Schmorell, ο οποίος δεν πρόλαβε να διαφύγει από τη Γερμανία και εντοπίστηκε σε ένα αντιαεροπορικό καταφύγιο.
Των συλλήψεων των μελών της ομάδας ακολούθησαν δίκες, με πρώτη των αδελφών Scholl και του Christoph Probst, στις 22 Φεβρουαρίου. Οι τρεις αντιφρονούντες παραπέμφθηκαν στο Λαϊκό Δικαστήριο του ναζιστικού καθεστώτος, το οποίο τους έκρινε ένοχους για προετοιμασία εσχάτης προδοσίας και τους καταδίκασε σε θάνατο. Οι τρείς νέοι εκτελέστηκαν με γκιλοτίνα στις φυλακές München-Stadelheim την ίδια κιόλας μέρα, με τον Hans Scholl να φωνάζει «Ζήτω η Ελευθερία!», λίγο πριν καρατομηθεί. Στις 19 Απριλίου 1943, οδηγήθηκαν σε δίκη οι Huber, Schmorell, Graf και άλλοι έντεκα υποστηρικτές της ομάδας. Οι τρεις πρώτοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, παρά τις προσπάθειες φιλικών και συγγενικών προσώπων να αποτρέψουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Όταν ανακοινώθηκαν οι εκτελέσεις των Scholl και του Probst από τον Τύπο, στις 23 Φεβρουαρίου 1943, ασκήθηκε σφοδρή κριτική απέναντι σε αυτούς τους προδότες της πατρίδας, όπως τους αποκαλούσαν. Πολλοί πολίτες του Μονάχου με το ίδιο επώνυμο έσπευσαν με ανακοινώσεις τους να αποσυνδέσουν το όνομά τους από τα άτομα αυτά και τις πράξεις τους. Λίγο νωρίτερα, αμέσως μετά τις εκτελέσεις, οι φοιτητές του Πανεπιστημίου του Μονάχου είχαν συγκαλέσει συλλαλητήριο, δηλώνοντας ρητά ότι καμία απολύτως σχέση δεν έχουν με τη δράση της ομάδας.
Τα φυλλάδια του «Λευκού Ρόδου», ωστόσο, βρήκαν μεγάλη απήχηση, τόσο στη Γερμανία όσο και στο εξωτερικό. Το έργο τους στη Γερμανία αποφάσισαν να συνεχίσουν δύο φοιτητές, ο Hans Leipelt και η Marie-Luise Jahn, οι οποίοι φρόντισαν να διαδώσουν τα αντίτυπα του τελευταίου φυλλαδίου της ομάδας, με τον τίτλο «…κι όμως το πνεύμα τους εξακολουθεί να ζει». Η Γκεστάπο καταδίωξε τους δύο φοιτητές και άλλους υποστηρικτές τους. Ο Leipelt καταδικάστηκε σε θάνατο, ενώ η Jahn σε δωδεκαετή φυλάκιση.
Δίκες λάμβαναν χώρα σε πολλές πόλεις της Γερμανίας, οι έρευνες της Γκεστάπο ήταν εξονυχιστικές, ενώ αρκετοί ύποπτοι για προδοτική δράση, συγκάλυψη της δράσης του «Λευκού Ρόδου» ή για υποστήριξη της ομάδας, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση ή, ελλείψει επαρκών στοιχείων, αφέθηκαν ελεύθεροι.
Το μήνυμα του «Λευκού Ρόδου» ταξίδεψε και εκτός Γερμανίας, ασκώντας μεγάλη επίδραση στη Σκανδιναβία, τη Σοβιετική Ένωση και τη Μεγάλη Βρετανία. Τον Ιούλιο του 1943, η Royal Air Force διένειμε από αέρος αντίτυπα του έκτου φυλλαδίου σε γερμανικές πόλεις, με στόχο να ξεσηκώσει τους πολίτες.
Στα τέλη του 1945, όταν πια ο πόλεμος για τη Γερμανία είχε χαθεί οριστικά, πραγματοποιήθηκε στο Μόναχο η πρώτη τελετή στη μνήμη των νέων της ομάδας. Με την πάροδο του χρόνου, η δράση τους ήρθε στο προσκήνιο και οι Γερμανοί αποφάσισαν να τους τιμήσουν, δίνοντας τα ονόματά τους σε δρόμους, πλατείες και εκπαιδευτικά ιδρύματα, αποτίοντας, με τον τρόπο αυτό, φόρο τιμής στα νέα εκείνα παιδιά που θυσιάστηκαν στην προσπάθειά τους να παρακινήσουν τον γερμανικό λαό να εναντιωθεί στη χιτλερική απολυταρχία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Hill, J. (9/5/2021), Sophie Scholl: Student who resisted Hitler and inspires Germany. Άρθρο του BBC. Διαθέσιμο εδώ.
- Ray, M., “White Rose”. Άρθρο από την ιστοσελίδα Britannica. Διαθέσιμο εδώ.
- “Widerstandsgruppe Weiße Rose”. Από την ιστοσελίδα Weiße Rose Stiftung e.V. Διαθέσιμο εδώ.
- “Nazis arrest White Rose resistance leaders”. Άρθρο από την ιστοσελίδα history.com (5/11/2009). Διαθέσιμο εδώ.