Της Μαρίας Κοντοπίδη,
Με αφορμή τη διαφωνία μεταξύ Ελευθερίου Βενιζέλου και βασιλιά Κωνσταντίνου στο δίλημμα της συμπαράταξης με την Αντάντ ή της ουδετερότητας της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ξέσπασε, το 1915, ο Εθνικός Διχασμός, ένας άτυπος εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος χώρισε τη χώρα στα δύο –κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το 1916, υπήρχαν στην Ελλάδα δύο διαφορετικά κέντρα εξουσίας, που αντιπροσώπευαν δύο διαφορετικούς κόσμους: το Κράτος των Αθηνών, υπό την ηγεσία της φιλοβασιλικής κυβέρνησης Λάμπρου, η οποία τασσόταν υπέρ της ουδετερότητας της Ελλάδας, και το Κράτος της Θεσσαλονίκης, υπό την ηγεσία της βενιζελικής επαναστατικής κυβέρνησης της Εθνικής Άμυνας, η οποία επιθυμούσε την είσοδο στον πόλεμο. Η δεύτερη, με τη βοήθεια δυνάμεων της Αντάντ, κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχό της τη Μακεδονία και στη συνέχεια, έστειλε στόλο προς τα νησιά του Αιγαίου, προκειμένου να κάνει το ίδιο και εκεί. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν στο όνομα του εθνικού συμφέροντος –και από τις δύο κυβερνήσεις και τους οπαδούς τους– ήταν κάθε άλλο παρά ειρηνικές. Σημειώθηκαν διώξεις, οδομαχίες, πογκρόμ και γενικώς περιστατικά βίας και τρομοκρατίας. Ένα από αυτά ήταν και η σφαγή στο χωριό Απείρανθος της Νάξου, ένα γεγονός που χαράχτηκε στη μνήμη όσων το έζησαν και αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τις πολιτικές τους επιλογές, ενώ για τους νεότερους υπήρξε γεγονός που αποδείκνυε την ένταση του μίσους –το βάθος του ρήγματος εντός της ελληνικής κοινωνίας.
Τι συνέβη στην Απείρανθο; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή… Επιχειρώντας να στρατολογήσει άνδρες, με σκοπό την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, η επαναστατική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης απέστειλε στόλο στα νησιά του Αιγαίου. Στις 2 Δεκεμβρίου του 1916, αποβιβάστηκε από το ατμόπλοιο Έλδα στρατιωτικό τμήμα και στη Νάξο. Ο στρατός της επαναστατικής κυβέρνησης αξίωσε την αναγνώριση της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης από τους κατοίκους του νησιού. Οι πρόεδροι των κοινοτήτων της Νάξου κλήθηκαν να δηλώσουν υποταγή στην επαναστατική κυβέρνηση, όπως και έκαναν όλοι, με εξαίρεση του προέδρους των χωριών της Μονής και της Απειράνθου.
Ο πρόεδρος, μαζί με άλλους 18 Μονιάτες, συνελήφθη και οδηγήθηκε στη Σύρο, όπου διαπομπεύθηκε και φυλακίστηκε, ενώ σημειώθηκαν και μικροεπεισόδια εντός του χωριού, με αποτέλεσμα η Μονή τελικά να υποταχθεί. Η Απείρανθος, όμως, επέμεινε στην αρνητική της στάση. Αφού εξαντλήθηκαν όλα τα περιθώρια διαπραγματεύσεων ανάμεσα στους Απεραθίτες και τους απεσταλμένους της επαναστατικής κυβέρνησης, το χωριό αποκλείστηκε από 80 περίπου στρατιώτες. Οι κάτοικοι της Απειράνθου απάντησαν με πυροβολισμούς στον αέρα και φυσίγγια δυναμίτιδας, τα οποία κατείχαν νόμιμα, καθώς πολλοί από αυτούς εργάζονταν στα ορυχεία σμύριδας –«σμυρίγλι», όπως αποκαλούν μέχρι σήμερα οι ντόπιοι το ορυκτό αυτό– της περιοχής.
Το αδιέξοδο διήρκεσε μέχρι τα τέλη του Δεκεμβρίου, όποτε και κατέφθασαν ενισχύσεις: 250 στρατιώτες και το τορπιλοβόλο Θέτις, το οποίο προσάραξε στον όρμο της Μουτσούνας, του επινείου της Απειράνθου. Την 1η Ιανουαρίου του 1917, ο επικεφαλής της αποστολής, υπολοχαγός Δημήτριος Σαμαρτζής, έστειλε τελεσίγραφο στους Απειραθίτες, με το οποίο προειδοποιούσε πως αν δεν παρέδιδαν τα όπλα και προσχωρούσαν στην Κυβέρνηση, θα θεωρούνταν εχθροί και θα αντιμετωπίζονταν ως τέτοιοι. Συγκεκριμένα: «[…] το χωρίον θα κηρυχθή εις κατάστασην πολιορκίας, θα κηρυχθή Στρατιωτικός Νόμος, θα συσταθεί έκτακτον Στρατοδικείον και θα κτυπηθήτε από ξηράς και θαλάσσης».
Το τελεσίγραφο γνωστοποιήθηκε σε όλους τους κατοίκους του χωριού και απαξιώθηκε ως «ανάξιον οιασδήποτε απάντησης». Τα χαράματα της επόμενης μέρας, ο Σαμαρτζής με τους άνδρες του πλησίασε το χωριό και έδωσε νέο τελεσίγραφο στον πρόεδρο της Απειράνθου. Εκείνος, παρότι ο ίδιος βενιζελικός, σεβόμενος την απόφαση της πλειοψηφίας του χωριού, απάντησε πως οι κάτοικοι αρνούνταν να προσχωρήσουν στην επαναστατική κυβέρνηση, καθώς θεωρούσαν μια τέτοια κίνηση «αλλαξοπιστία». Οι Απεραθίτες παρακολουθούσαν τις εξελίξεις συγκεντρωμένοι σε δώματα σπιτιών και στην είσοδο του χωριού. Όχι μόνο επέμεναν πεισματικά στην άρνησή τους, αλλά χλεύαζαν και τους στρατιώτες που είχαν πλησιάσει το χωριό, χαρακτηρίζοντάς τους προδότες, ενώ ταυτόχρονα φώναζαν συνθήματα υπέρ του βασιλιά. Ενδεικτικά της –θρησκευτικής σχεδόν– προσήλωσης των Απεραθιτών στον Κωνσταντίνο είναι διάφορα στιχάκια, γνωστά ως «κοτσάκια», που σκάρωναν, όπως λέγεται, πριν τις βιαιοπραγίες οι κάτοικοι του χωριού:
«Όλοι οι Δήμοι της Αξάς είναι παραδομένοι
Και μόνο τ’ Απεράθου μας πιστό και στέριο μένει
Καθάριο και περήφανο τον όρκο μας βαστούμε
Και στο τρατό τση Άμυνας εμείς δεν προσχωρούμε»
Δεν άργησε η απάντηση του στρατού. Το τορπιλοβόλο Θέτις έριξε δύο προειδοποιητικές βολές, χωρίς, όμως, κάποιο αποτέλεσμα. Ακολούθησαν από τους άνδρες του Σαμαρτζή από απόσταση 80 βημάτων πυρά προς το μαζεμένο πλήθος, τα οποία διήρκεσαν περίπου 15 λεπτά. Στη συνέχεια, ο στρατός έκανε έφοδο στο χωριό, συνέχισε τις βιαιότητες έναντι των αμάχων και λεηλάτησε περιουσίες. Μετά από προτροπή του παπά Φραγκίσκου, του πρωθιερέα της Απειράνθου, οι κάτοικοι του χωριού σήκωσαν λευκές σημαίες.
Ο τραγικός απολογισμός ήταν 32 νεκροί, μέσα σε αυτούς παιδιά, γέροντες και έγκυοι, καθώς και 44 τραυματίες, εκ των οποίων οι 15 έμειναν ανάπηροι. Μετά τη σφαγή, 120 κάτοικοι αναγκάστηκαν να περισυλλέξουν τα πτώματα και να τα θάψουν χωρίς κάποια τελετή έξω από το νεκροταφείο του χωριού. Πολλοί από αυτούς, στη συνέχεια, φυλακίστηκαν.
Δεν επρόκειτο για συμπλοκή μεταξύ ίσων αντιπάλων, όπως παρουσιάστηκε από ορισμένους βενιζελικούς, αλλά για σφαγή αμάχων. Ωστόσο, αυτό έγινε γνωστό τρία ολόκληρα χρόνια αργότερα. Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονταν τα γεγονότα ως τότε είχε δημιουργήσει ακόμη και στον ίδιο τον Βενιζέλο την εντύπωση πως στην Απείρανθο έγινε μάχη μεταξύ του στρατού της κυβέρνησής του και Επιστράτων –μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης φιλοβασιλικών με τμήματα σε όλη την Παλαιά Ελλάδα– και για τον λόγο αυτό λέγεται πως τηλεγράφησε στις 7 Ιανουαρίου στον στρατιωτικό διοικητή Κυκλάδων να στείλει στρατιωτικές ενισχύσεις στην περιοχή, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι Επίστρατοι της Νάξου, κλείνοντας με τη φράση «Μη φεισθήτε ουδενός».
Έκτοτε η ψήφος των Απεραθιτών σε όλες τις εκλογές ήταν φόρος τιμής στους νεκρούς τους, στους οποίους μερικά χρόνια αργότερα, το 1922, με τη δίκη και εκτέλεση των Έξι, προστέθηκε άλλος ένας, ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης. Η πολιτική τοποθέτηση των Απεραθιτών περιγράφεται και εξηγείται από ένα κοτσάκι:
«Το κόμμα το Βασιλικό υποστηρίζετέ το
Γιατί το Βενιζελικό εσκότωσε τον Πέτρο»
Πάντως, στις 5 Φεβρουαρίου, το κοινοτικό συμβούλιο με πρακτικό, το οποίο εγκρίθηκε παμψηφεί, αναγνώρισε και προσχώρησε στην επαναστατική κυβέρνηση «με την πεποίθηση ότι αυτή θέλει περισώσει το κινδυνεύον ελληνικόν έθνος»…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος (2020), 1915: Ο Εθνικός Διχασμός, 14η έκδοση, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
- Λουκία Βαρθαλίτου, «Η αιματηρή κατάληψη της Νάξου από τους βενιζελικούς της ‘‘Εθνικής Αμύνης’’ στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού (Φεβρουάριος 1917)», Θέματα Ελληνικής Ιστορίας, διαθέσιμο εδώ