Του Σωτήρη Σωτηρίου,
Η διεθνοποίηση της οικονομίας, η αυξανόμενη διεθνής κίνηση κεφαλαίων και η εντεινόμενη οικονομική αλληλεξάρτηση έφεραν στο προσκήνιο τους Οίκους Αξιολόγησης, οι οποίοι συνιστούν ιδιωτικές εταιρίες κερδοσκοπικού χαρακτήρα που αποτιμούν την πιστοληπτική ικανότητα επιχειρήσεων και κρατών. Οι αξιολογήσεις τους γίνονται σε κλίμακα διαβαθμίσεων και η επιρροή τους είναι καθοριστική στην εκτίμηση κινδύνων αποπληρωμής τόκων και πληρωμής δανεισθέντων κεφαλαίων, καθώς και στη διαμόρφωση των επιτοκίων στις κεφαλαιαγορές. Οι τρεις μεγαλύτεροι και πιο γνωστοί Οίκοι είναι οι Standard & Poor’s, Moody’s και Fitch Ratings, οι οποίοι αναδείχθηκαν μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 σε έναν σημαντικό παίκτη της διεθνούς οικονομίας.
Αξίζει να επισημανθεί πως στην αρχή τους ασκήθηκε κριτική, καθώς θεωρήθηκαν ένας από τους λόγους που ξέσπασε τότε η χρηματοπιστωτική κρίση. Η κριτική θεμελιώθηκε όχι τόσο στο γεγονός ότι απέτυχαν να προβλέψουν την επερχόμενη κρίση, άλλωστε από το 2003 και μετά προειδοποίησαν για τα προβλήματα που υπήρχαν στην αγορά ακινήτων, όσο στις πληθωριστικές αξιολογήσεις υπερχρεωμένων πιστωτικών ιδρυμάτων που προέβησαν, ανάμεσά τους και της Lehman Brothers, όπως και χρηματοοικονομικών παραγώγων και εκδιδόμενων τίτλων σχετικών με τα ενυπόθηκα δάνεια. Έτσι, όχι απλά διαιώνισαν την κερδοσκοπική φούσκα, το σκάσιμο της οποίας προκάλεσε μια ανεπανάληπτη κρίση, αλλά και εξαπάτησαν τους επενδυτές αφού παρείχαν ελλειπή πληροφόρηση και ανάλυση κινδύνων.
Αναμφίβολα, βέβαια, η σημασία τους στη σύγχρονη οικονομία είναι ιδιαίτερα σημαντική. Με το να αποτελούν έναν ιδιότυπο μεσάζοντα μεταξύ δανειστών και δανειζομένων που στοχεύει στην παροχή πληροφόρησης, αυξάνουν τη διαφάνεια και αμβλύνουν την ασυμμετρία στην πληροφόρηση, παράγοντας ουσιαστικά ένα δημόσιο αγαθό. Παρ’όλα αυτά, η κριτική που τους έχει ασκηθεί αποδεικνύει ότι παρά την αναγκαιότητα ύπαρξής τους, υπάρχουν αρκετά προβλήματα. Καταρχάς, με το να μην δημοσιοποιούν μεθόδους ανάλυσης και αξιολόγησης, παρουσιάζουν έλλειμμα διαφάνειας. Άλλωστε, πολλοί διατείνονται πως τα μακροοικονομικά μεγέθη πολλές φορές δίνουν πιο αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με επερχόμενες κρίσεις απ’ότι οι αξιολογήσεις των Οίκων. Ακόμα, κατηγορούνται ότι έχουν ειδική σχέση με αρκετούς πελάτες και ιδίως αν ανήκουν σε κάποιον όμιλο, έχοντας στην ουσία μια πιο ευνοϊκή αξιολόγηση για τις επιχειρήσεις του ομίλου. Το γεγονός επίσης, πως «ο εκδότης πληρώνει» συνιστά σημείο κριτικής, αφού αυτός που πληρώνει θα έχει και μια ευνοϊκότερη αξιολόγηση. Επίσης, με δεδομένο ότι οι αξιολογήσεις τους βασίζονται σε πιθανότητες, χωρίς να τις επισημαίνουν μάλιστα, οδηγούνται σε μια αμφίβολη κατάσταση στην οποία ένα πιστωτικό ίδρυμα με χαμηλή αξιολόγηση μπορεί να ξεφύγει από τη χρεωκοπία, ενώ ένα με υψηλότερη τελικά να χρεοκοπήσει (κλασικά είναι τα παραδείγματα υπερχρεωμένων τραπεζών πριν την κρίση του 2008).
Συχνά, μάλιστα, παρατηρείται το φαινόμενο οι αξιολογήσεις τους να μετατρέπονται σε αυτοεκπληρούμενες προφητείες, δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο. Η πιστοληπτική υποβάθμιση οδηγεί σε χειροτέρευση των μακροοικονομικών μεγεθών, αυτή με τη σειρά της επιφέρει άνοδο επιτοκίων και καταλήγει στην επιδείνωση των δεικτών. Αυτό αποτελεί ένα πρόσθετο σημείο κριτικής, διότι φαίνεται πως η αδικαιολόγητη επιρροή τους πολλές φορές έχει αρνητικές συνέπειες για κάποιες χώρες. Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να επισημανθεί πως η αξιολόγηση των PIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία) την περίοδο της κρίσης ήταν πιο αυστηρή από άλλες οικονομίες με ανάλογα μακροοικονομικά μεγέθη. Τέλος, η ολιγοπωλιακή οργάνωση του κλάδου, καθώς οι προαναφερθέντες Οίκοι κατέχουν πάνω από το 90% της αγοράς, δεν επιφέρει μόνο καταχρηστική τιμολόγηση, αλλά οδηγεί και σε πτώση της ποιότητας των αξιολογήσεων παρουσιάζοντας πολλές φορές οι Οίκοι κοινές αξιολογήσεις, αφού δεν αισθάνονται άμεσα την απειλή άλλων. Ωστόσο, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να αποτελούν και αποδιοπομπαίους τράγους πολλών πολιτικών, λαμβάνοντας σκληρή κριτική στην προσπάθειά τους να αποποιηθούν εκείνοι τις ευθύνες.
Κλείνοντας, καθίσταται σαφές πως η σημασία των Οίκων Αξιολόγησης στη σύγχρονη οικονομία είναι μεγάλη, καθώς η διαφάνεια που παρέχουν, στα πλαίσια της έντονης αλληλεξάρτησης, είναι αναγκαία και πως η άμβλυνση των αρνητικών στοιχείων που παρουσιάζουν μπορεί να επιτευχθεί, κατά κύριο λόγο, μέσα από τη ρύθμιση και την εποπτεία τους. Σε αυτό το πλαίσιο, ετήσιες εκθέσεις εσωτερικού ελέγχου, δημοσιοποίηση της μεθοδολογίας τους, αλλά και επιβολές κυρώσεων, σε περίπτωση εξαπάτησης του επενδυτικού κοινού, κρίνονται αναγκαίες. Συγχρόνως, οι εσωτερικές αξιολογήσεις από τα πιστωτικά ιδρύματα δίνουν μια ακόμη οπτική, αλλά και εξασφαλίζουν κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας από τις αναλύσεις των οίκων.