5.7 C
Athens
Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΦιλοσοφίαΗθική, Επιθυμία και Χριστιανισμός.

Ηθική, Επιθυμία και Χριστιανισμός.

Του Γιώργου-Ερμή Μπουγιούρη,

Ακόμα και σήμερα οποιαδήποτε κριτική τολμήσει να θίξει θέματα της κοινωνικής ηθικής, γνωστά και ως «θέματα ταμπού», συνήθως δαιμονοποιείται από την κοινή γνώμη και γίνεται ανεπιθύμητη. Ωστόσο, αν μεριμνούσαν όλοι οι λόγιοι της ιστορίας για τις κοινωνικές προκαταλήψεις τότε ο κόσμος θα έμοιαζε περισσότερο με καλλιέργεια υπάκουων ρομπότ χωρίς ικανότητα κριτικής ή αμφισβήτησης.

Η κριτική είναι περισσότερο αναγκαία, έτσι ώστε να δίνεται η δυνατότητα στους ανθρώπους να διαμορφώσουν οι ίδιοι την κριτική τους σκέψη. Να αποτελέσει έναυσμα καλλιέργειας ενός πνεύματος που αμφισβητεί τις πληροφορίες που του “σερβίρονται”.

Κάποιες από αυτές τις πληροφορίες είναι η ηθική, η επιθυμία και ο διαχωρισμός σωστού και λάθους.

Αυτά τα θέματα ταμπού σπεύδει να θίξει ο Φρίντριχ Νίτσε.

Για όσους δεν είναι οικείοι με τον γερμανό φιλόσοφο, θα παραθέσω ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα προτού ξεκινήσει το άρθρο: «Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε (15 Οκτωβρίου 1844–25 Αυγούστου 1900) ήταν Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος. Έγραψε κριτικά δοκίμια πάνω στη θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, δείχνοντας ιδιαίτερη κλίση στη χρήση μεταφορών, ειρωνείας και αφορισμών. Αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους».*

Έχοντας κάνει τις απαραίτητες αναφορές αφήνω τον Νίτσε να “πάρει την σκυτάλη” συστήνοντας, αρχικά, στον αναγνώστη τον όρο της επιθυμίας.

Τις χειρότερες, σκοτεινότερες, στιγμές μας αναγνωρίζουμε, σε μια αγωνιώδη κατάσταση, το πόσα πράγματα νιώθουμε πως μας λείπουν. Ίσως δεν χτίσαμε την καριέρα στη δουλειά που θέλαμε, ίσως δεν βρήκαμε ποτέ την αγάπη που αναζητούσαμε, ίσως κάναμε καταστροφικές, μη αναστρέψιμες επιλογές ή μπορεί η εμφάνισή μας να μας προκαλεί αηδία, ντροπή ή άρνηση.

Κάπως έτσι ανακαλύπτουμε πως υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που θα θέλαμε να έχουμε, όπως άλλοι, αλλά δεν μπορούμε να τα αποκτήσουμε. Με απλά λόγια, μας κυριεύει ο φθόνος.

Αρκετοί φιλόσοφοι διερεύνησαν τον φθόνο, ωστόσο εκείνος που πραγματεύθηκε όσο κανείς άλλος την έννοια του φθόνου ήταν ο Φρίντριχ Νίτσε. Ο Νίτσε χαρακτήρισε τον φθόνο ως το σημαντικότερο συναίσθημα, τόσο στο άτομο, όσο και στην κοινωνία στο σύνολό της.

Στα γραπτά του κείμενα, ο Νίτσε, αναφέρεται στον φθόνο με την γαλλική λέξη «ressentiment», που στα ελληνικά θα μεταφραζόταν ως «δυσαρέσκεια», δίνοντας έμφαση όμως, στην ταπείνωση που βιώνουμε αντιμέτωποι με την επιθυμία μας και την αδυναμία μας προς την απόκτησή της.

Στην «Γενεαλογία της Ηθικής», που εκδόθηκε το 1887, ο φιλόσοφος θα πραγματευτεί τον φθόνο. Ξεκινάει προσεγγίζοντας, στην ιστορία, τις ρίζες του διαχωρισμού μεταξύ καλού και κακού και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του φθόνου στη διαμόρφωση του διαχωρισμού αυτού.

Στην αρχαιότητα, υποστηρίζει ο Νίτσε, αυτό που χαρακτηριζόταν ως «καλό» ή ως «κακό» οριζόταν πολύ απλά. Από τους ισχυρούς. Εκείνους που κατείχαν στρατιωτική, οικονομική ή πολιτική επιρροή και δύναμη. Αυτοί αποφάσιζαν ποιες συμπεριφορές και δράσεις θα θεωρούνταν καλές. Εξαιτίας, λοιπόν, των χαρακτηριστικών και των απολαύσεων των ισχυρών, το «καλό» έγινε συνώνυμο με τα δικά τους χαρακτηριστικά όπως η φιλαργυρία, η απληστία, η σεξουαλική ικανοποίηση, η μόρφωση, η φήμη και η υστεροφημία. Βέβαιοι για τις «αρετές» τους, οι ισχυροί ήταν ευχαριστημένοι.

Αυτή η τακτική ωστόσο, δεν πέρασε δίχως να υπάρξει δυσαρέσκεια στους υπόλοιπους πολίτες, στον απλό λαό. Υπήρχαν πάρα πολλοί απλοί, φτωχοί, αδικημένοι και δίχως επιρροή άνθρωποι που χαρακτηρίζονταν ως «κακοί». Αυτούς, ο Νίτσε, τους αποκαλεί ως «σκλάβους» και «πληβείους». Όλοι αυτοί, σύμφωνα με τον Νίτσε, επιθυμούσαν να εκδικηθούν τους ισχυρούς, αλλά καθώς στερούνταν στρατιωτική, οικονομική ή πολιτική επιρροή τα χέρια τους ήταν “δεμένα”. Τότε χρησιμοποίησαν μια άλλη ευφυέστατη μέθοδο. Αποφάσισαν να «επιτεθούν» στους ισχυρούς κάνοντάς τους να νιώθουν ντροπή για την ζωή που ζουν. Θα επιτίθονταν, δηλαδή, στη συνείδησή τους.

Το όπλο που θα έκανε πραγματικότητα την ιδέα των ανίσχυρων ήταν αυτό που αποκαλούμε εμείς σήμερα… Χριστιανισμό.

Για τον φιλόσοφο, ο Χριστιανισμός ήταν ένα δαιμονικό, πανέξυπνο εκδικητικό δημιούργημα φτιαγμένο από τους ανίσχυρους, για να δημιουργήσουν το αίσθημα της ντροπής στους ισχυρούς για τα προνόμιά τους. Η στρατηγική του Χριστιανισμού ήταν να χαρακτηρίσει όλα όσα θεωρούνταν έως τότε «καλά» ως «κακά» και να χαρακτηρίσει ως «καλά» όλα αυτά που περιέγραφαν τους ανίσχυρους. Επομένως, στη νέα Χριστιανική ηθική, η φτώχεια χαρακτηρίστηκε ως αρετή, η αγραμματοσύνη και η αμορφωσιά ως ειλικρίνεια, η έλλειψη της ερωτικής ζωής ως αγνότητα και η αδυναμία της εκδίκησης ως συγχώρεση. Οδηγούμενοι από τον φθόνο τους για εκείνα που δεν μπορούσαν να έχουν, οι Χριστιανοί, έκαναν τους ισχυρούς να νιώθουν ένοχοι και ισχυρίστηκαν πως το Βασίλειο των Ουρανών ανήκει στους ανίσχυρους, τους μαλθακούς, στους φτωχούς και τους αδικημένους.

Ο Νίτσε θαύμαζε τη θρασύτητα του εγχειρήματος αυτού, αλλά ταυτόχρονα την θεωρούσε ως υπεύθυνη για την δημιουργία μιας κακής και φρικτής πίστης που οδήγησε στον υποβιβασμό του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Με ένα στρυφνό τόνο χαρακτήρισε τον φθονημένο άνθρωπο ως έναν άνθρωπο που δεν είναι τίμιος ή ευθύς με τον εαυτό του, αλλά σκοτεινός και πονηρός. Η ψυχική υγεία ενός ατόμου ή μιας κοινωνίας εξαρτάται από την ικανότητά του να αντισταθεί στην δυσφήμηση ενός πράγματος, το οποίο αδυνατεί να αποκτήσει. Αυτό συμπεριλαμβάνει την ικανότητα να αντισταθεί κάποιος στην άρνηση των κενών στη ζωή του στο βωμό της προσωπικής «ηρεμίας». Είναι καλύτερο να αποδέχεται και να παραδέχεται κανείς αυτά που επιθυμεί, παρά να παραμορφώνει ολόκληρη την προσωπικότητά του για να αποφύγει την δυσφορία του.

Εν τέλει, οφείλουμε να είμαστε αρκετά δυνατοί, ώστε να παραμείνουμε ειλικρινείς και να αντιμετωπίσουμε τις δυστυχίες μας.

Αν και ο Νίτσε μελέτησε διεξοδικά τον Χριστιανισμό, αντιλαμβανόταν πως το να ανασυγκροτήσει κανείς τις γενικότερες αρχές, έτσι ώστε να καταστείλει τον φθόνο του, ήταν ένας ελιγμός που μπορούσε να εμφανιστεί με πολλές μορφές. Η κριτική του στον Χριστιανισμό μπορεί να φαίνεται σκληρή ή ακόμα και μια προσπάθεια να προστατέψει τις «καταπιεστικές» αρχές μια ανώτερης τάξης, αλλά είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως ο ίδιος ο Νίτσε δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ποτέ ισχυρός. Δεν είχε χρήματα, καλή σεξουαλική ζωή, κοινό ή φίλους, ωστόσο ήταν αφοσιωμένος στο να μείνει ειλικρινής με τον εαυτό του.

Το μήνυμα του Νίτσε είναι πως μια από τις πιο ώριμες πράξεις που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποδεχθούμε τη δύναμη του φθόνου μας, και της μετάνοιάς μάς για κάποιες πράξεις μας, χωρίς να αποτελέσουμε θηράματα φιλοσοφιών, στις διάφορες μορφές τους, που βασίζονται στην άρνηση.

Βιβλιογραφία:
Nietzsche Friedrich, Γενεαλογία της Ηθικής, Εκδόσεις Πανοπτικόν

Γεώργιος-Ερμής Μπουγιούρης

Γεννήθηκε το 1998 στο Ρέθυμνο, Κρήτης. Είναι προπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Ιστορίας & Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθυντής Αττικής του Think Tank ΚΕΑΣΜ και Γενικός Γραμματέας της νεολαίας Rotary Αθηνών. Επίσης ασχολείται ενεργά με τον αθλητισμό και τον εθελοντισμό.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ