Της Παναγιώτας Λούπα,
Η Ελλάδα, αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, επεδίωξε την επίλυση των προβλημάτων ασφαλείας, τη συνεργασία με τη Δύση, την ένταξη στο ΝΑΤΟ, καθώς και την ανάπτυξη των σχέσεων με την Τουρκία και άλλες γειτονικές χώρες. Υπογράφει αμυντική συμμαχία, δηλαδή ένα σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας, μεταξύ Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας-Τουρκίας, το οποίο έλαβε την τελική του μορφή το 1953. Υπογράφηκαν συμφωνίες στρατιωτικού και οικονομικού χαρακτήρα, καθώς και συμφωνίες που ρύθμιζαν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ αυτών των κρατών. Με την άνοδο του Nikita Khrushchev (Νικίτα Χρουστσόφ) στη θέση του Γενικού Γραμματέα της Σοβιετικής Ένωσης, κατέστη δυνατή μια προσπάθεια ανάπτυξης των Ελληνοσοβιετικών σχέσεων. Ωστόσο, η σημαντικότερη προσέγγιση από την Ανατολική κατεύθυνση, που ευνοήθηκε ιδιαίτερα λόγω της υπογραφής του Βαλκανικού Συμφώνου, υπήρξε από τη Βουλγαρία, με την οποία η Ελλάδα διατηρούσε αρκετά εχθρικές σχέσεις από την περίοδο του Β’ Βαλκανικού Πολέμου.
Το Βαλκανικό Σύμφωνο δημιούργησε αισθήματα ανασφάλειας και απομόνωσης στη Βουλγαρία, ενώ, παράλληλα, η δύναμη των βουλγαρικών όπλων προκαλούσε τρόμο στην Ελληνική Κυβέρνηση. Επιπρόσθετα, η Βουλγαρία αποφάσισε να ακολουθήσει τη νέα σοβιετική πολιτική, δηλαδή την πορεία προς την ειρήνη και τη συνύπαρξη. Ταυτόχρονα, οι Βούλγαροι επεδίωκαν την αποφυγή της δυτικής και νατοϊκής παρέμβασης στο σοσιαλιστικό τους καθεστώς.
Ως πρώτο βήμα, λοιπόν, για την εξομάλυνση των Ελληνοβουλγαρικών σχέσεων, τέθηκε το ζήτημα της χάραξης συνόρων, το 1953, διότι, το 1941, οι Βούλγαροι είχαν καταστρέψει τις βάσεις οριοθέτησης των συνόρων και λάμβαναν χώρα συχνά μεθοριακά επεισόδια. Το σημαντικότερο πρόβλημα προς επίλυση ήταν οι πολεμικές αποζημιώσεις ύψους 45 εκατομμυρίων δολαρίων που έπρεπε να παραχωρήσει η Βουλγαρία στην Ελλάδα. Η Βουλγαρία επιθυμούσε την αφαίρεση του χρωστούμενου αυτού ποσού από τα χρέη που όφειλε η Ελλάδα στη Βουλγαρία, που προέκυψαν κυρίως από την περιουσία των Βουλγάρων, η οποία έμεινε στην Ελλάδα μετά την εγκατάλειψη του βουλγαρικού στρατού.
Ωστόσο, στη συνέχεια, ακολούθησε μια περίοδος εντάσεων προς το τέλος της δεκαετίας του ’50. Ανάμεσα στις δύο χώρες είχε καλλιεργηθεί ένα κλίμα ανασφάλειας και καχυποψίας. Στην απόφαση του ΝΑΤΟ να εγκατασταθούν πύραυλοι στην Ελλάδα, η Βουλγαρία εξέφρασε την άρνησή της. Έτσι, για να εξασφαλίσει την ασφάλειά της, ζήτησε από την Ελλάδα την υπογραφή διμερούς συμφωνίας μη επίθεσης.
Όσον αφορά το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων, η Βουλγαρία εκμεταλλεύτηκε την κρίση του Κυπριακού Ζητήματος για να παραχωρήσει στην Ελλάδα λιγότερα χρήματα από αυτά που όφειλε στην πραγματικότητα. Μέσα σε ένα κλίμα ανασφάλειας, που προέκυπτε από την ελληνοτουρκική κρίση, η Ελλάδα επιθυμούσε άμεσα να εξασφαλίσει τα βόρεια σύνορά της και γι’ αυτό, το 1964, συμβιβάστηκε με την καταβολή ποσού ύψους 7 εκατομμυρίων δολαρίων. Επίσης, την ίδια περίοδο, υπογράφηκαν διάφορες συμφωνίες που αφορούσαν κυρίως τις εμπορικές συναλλαγές και τον τουρισμό. Καλλιεργήθηκε, έτσι, ένα κλίμα συνεργασίας. Μάλιστα, το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, αποφάσισε την οικονομική συνεργασία με τις Ανατολικές χώρες, όπως και με τη Βουλγαρία. Η επίσκεψη του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών στη Βουλγαρία κατέστη η πρώτη επίσκεψη σε σοσιαλιστική χώρα την περίοδο της δικτατορίας. Μετά τη λειτουργία του Βουλγαρικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη, επόμενο βήμα ήταν η δημιουργία μιας ελεύθερης ζώνης στην πόλη.
Μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα, οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις τέθηκαν σε νέα βάση. Η Ελλάδα έκρινε αναγκαία τη βοήθεια και την υποστήριξη της Βουλγαρίας στο Κυπριακό Ζήτημα. Έτσι, το 1975, με την πρώτη επίσκεψη Έλληνα Πρωθυπουργού στη Βουλγαρία, συζητήθηκαν τα σχέδια για οικονομική, αλλά και πολιτιστική συνεργασία. Στις συζητήσεις Zhivkov–Καραμανλή έγινε ξεκάθαρο ότι δεν υπήρχαν εδαφικές διεκδικήσεις και από τις δύο πλευρές ούτε μειονοτικά ζητήματα. Με λίγα λόγια, δεν υπήρχαν ουσιαστικά ζητήματα που θα μπορούσαν να διαταράξουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών. Έτσι, υπογράφηκαν διάφορες διμερείς συμφωνίες με τη Βουλγαρία, η οποία, όμως, προσπάθησε να αποφεύγει την υπογραφή πολυμερών συμφωνιών, διότι, ως μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ήθελε να απομακρυνθεί από τη Δύση και το ΝΑΤΟ. Το ίδιο διάστημα, η Βουλγαρία απέκτησε ελεύθερη εμπορική ζώνη στη Θεσσαλονίκη. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οπότε πλέον ο τουρκικός κίνδυνος ήταν κοινός, αναπτυσσόταν στενότερη σχέση μεταξύ των δύο κρατών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σφέτας, Σπυρίδων (2011), Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία, τόμος Β’, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.
- Χατζηβασιλείου, Ευάνθης (2009), Στα σύνορα των κόσμων: Η Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος 1952-1967, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.