Του Θάνου Κουλουβάκη,
Κάθομαι καμιά φορά και συλλογίζομαι τι είναι αυτό που κάνει τα παιδιά σε αυτή την κοινωνία να αισθάνονται καταπιεσμένα. Φυσικά, δεν εννοώ πως όλα τα παιδιά αισθάνονται έτσι, ωστόσο ένα μεγάλο ποσοστό τους σίγουρα έχει νιώσει αυτό το συναίσθημα μερικές φορές πριν την ενηλικίωση. Σκέφτομαι, λοιπόν, και αναρωτιέμαι: Είναι οι γονείς και οι ρόλοι που τους προσδίδει η σημερινή κοινωνία υπεύθυνοι για αυτό το συναίσθημα;
Φταίει η υπερπροστατευτικότητά τους, η οποία όχι απλά έχει φυσικοποιηθεί, αλλά παράλληλα αποδίδεται σε πρωτόγονα ένστικτα και αντιμετωπίζεται πάντοτε ως κάτι θεμιτό; Δεν αμφιβάλλω ότι υπάρχει εν γένει ως ένστικτο η προστασία του γονιού προς το παιδί, αν είναι δυνατόν· αλλά σε μία σχετικά προφυλαγμένη κοινωνία όπου δεν μας κυνηγούν άγρια θηρία, πρέπει η προστατευτικότητα να έχει όρια. Λογικά όρια.
Ίσως φταίει περισσότερο το γεγονός ότι η κοινωνία έχει πείσει τους νέους ανθρώπους ότι θα περάσουν, σχεδόν αναγκαστικά και καθολικά, μία περίοδο της ζωής τους κατά τη διάρκεια της οποίας θα ελέγχονται ως επί το πλείστον από τα έντονα συναισθήματά τους, τα οποία όλως παραδόξως εκείνη την περίοδο θα είναι αρνητικά, δε θα μπορούν να τα ελέγξουν όπως θα μπορούν αργότερα (sic) και εν γένει δε θα είναι τόσο λειτουργικοί άνθρωποι όσο θα είναι μετέπειτα στη ζωή τους. Χονδρικά, αυτό μας δείχνει η κοινωνία ότι είναι η εφηβεία· αυτό μαθαίνουν και τα παιδιά ότι θα περάσουν. Επομένως, δε μπορούμε να απορούμε γιατί τα παιδιά περνούν «δύσκολη εφηβεία», εφόσον η κοινωνία ήδη έχει προσχεδιάσει το πώς θα είναι η εφηβεία τους.
Βέβαια, δεν απορρίπτω το γεγονός ότι η εφηβεία είναι μερικώς μία κατάσταση φυσική, δηλαδή ότι το σώμα του ανθρώπου όντως βιώνει αλλαγές που επηρεάζουν και την ψυχοσύνθεση του. Ωστόσο, ο βαθμός και η ποιότητα της επιρροής αυτής πιστεύω ότι επηρεάζονται σαφέστατα από την κοινωνία. Είναι αναπόφευκτο ένας άνθρωπος, ο οποίος γεννιέται και ακούει τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων να χρησιμοποιεί την εφηβεία ως δικαιολογία για τερατώδη όγκο πραγμάτων, να επηρεαστεί και να τη χρησιμοποιήσει κι αυτός ως δικαιολογία – έστω και ασυνείδητα.
Από εκεί και πέρα, είναι σαφές ότι η καταπίεση που αισθάνονται οι νεαροί άνθρωποι δεν έχει να κάνει μονάχα με αυτά που αναγράφονται παραπάνω. Κατά τη γνώμη μου, μεγάλο ρόλο σε αυτό παίζει και η αβεβαιότητα για το μέλλον που υφίσταται και τους κάνει να αγωνιούν συστηματικά και να φοβούνται. Όταν δεν υπάρχουν ορισμένες σταθερές, κάποια βάση που να βοηθά στη διαμόρφωση μίας ομαλής καθημερινότητας, τότε η πίεση και η καταπίεση που βιώνει ένας άνθρωπος είναι σαφώς μεγαλύτερη.
Σε κάθε περίπτωση, αν το σκεφτούμε, μπορούμε να βρούμε πολλούς ακόμη λόγους για τους οποίους τα παιδιά αισθάνονται ότι καταπιέζονται. Σίγουρα ορισμένοι από αυτούς στέκουν και ορισμένοι όχι. Στο συγκεκριμένο άρθρο, ωστόσο, ήθελα να δούμε μαζί -να σκεφτούμε- αν η κοινωνία κυρίως είναι αυτή που διαιωνίζει αυτή την καταπίεση, η οικογένεια ή αν έτσι είναι η «φυσική» ροή των πραγμάτων.