Της Αγγελικής Μανωλάκη,
Χρωστάμε τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης στον Albert Bandura (4 Δεκεμβρίου 1925 – 26 Ιουλίου 2021), ο οποίος το 1977, βλέποντας το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στις συμπεριφορικές ψυχολογικές θεωρίες και τις γνωσιακές, τις δύο πιο δημοφιλείς δηλαδή προσεγγίσεις της επιστήμης της ψυχολογίας εκείνη την εποχή, θέλησε να το γεφυρώσει.
Γνωστός στον τομέα της εκπαίδευσης και σε πολλούς τομείς της ψυχολογίας, με έμφαση στον τομέα της κοινωνικογνωστικής θεωρίας, της ψυχοθεραπείας και της ψυχολογίας της προσωπικότητας.
Το 2002, σύμφωνα με σχετική έρευνα, βρέθηκε ότι ο Bandura θεωρείται ο τέταρτος πιο συχνά επικαλούμενος ψυχολόγος από όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά η επιστήμη της ψυχολογίας, ενώ τον ξεπερνάνε μόνο ο B.F.Skinner, ο Sigmund Freud και ο Jean Piaget, ακόμη αποτελεί και τον πιο επικαλούμενο εν ζωή ψυχολόγο.
Πρότεινε, δηλαδή, τη θεωρία πως τα παιδιά είναι ικανά να μάθουν σε κάθε κοινωνικό περιβάλλον παρατηρώντας και μιμώντας τις συμπεριφορές των άλλων ανθρώπων μέσα σε αυτό. Επομένως, η μάθηση των παιδιών δεν αποτελεί προϊόν μόνο της ενίσχυσης σύμφωνα με το κλασικό συμπεριφοριστικό μοντέλο της εξαρτημένης μάθησης, αλλά αποτελεί προϊόν και της επιρροής που μπορεί το περιβάλλον να ασκήσει.
Μελετώντας, λοιπόν, αυτή τη θεωρία, προχώρησε στη διατύπωση τριών βασικών ιδεών: Η μάθηση μέσω της παρατήρησης, η σημασία των εσωτερικών γνωστικών διαδικασιών και η παραδοχή πως ακόμα και αν κάτι μαθευτεί, δεν ισοδυναμεί αυτόματα και με αλλαγή στη συμπεριφορά του ατόμου.
Σχετικά με την πρώτη διατύπωση, τη μάθηση μέσα από την παρατήρηση, θεωρείται ευρέως αποδεκτό πως τα παιδιά μιμούνται συχνά τις συμπεριφορές των άλλων ανθρώπων που παρατηρούν. Αυτό απέδειξε, άλλωστε, και το διάσημο πείραμα του Bandura με την κούκλα Bobo. Σε αυτό το πείραμα, τα παιδιά-συμμετέχοντες έβλεπαν έναν ενήλικα να φέρεται επιθετικά σε μία κούκλα και αργότερα τα παιδιά αντέγραψαν τις κινήσεις του και έδειξαν μια βίαιη συμπεριφορά.
Επίσης, σύμφωνα με τη θεωρία του υπάρχουν τρία κυρίως μοντέλα κοινωνικής μάθησης με το πρώτο να είναι το ζωντανό πρότυπο που περιλαμβάνει ένα πραγματικό άτομο που επιδεικνύει κάποια συμπεριφορά, το δεύτερο αποτελείται από το συμβολικό πρότυπο, δηλαδή φανταστικούς χαρακτήρες που επιδεικνύουν μία συμπεριφορά σε ταινίες, βιβλία ή τηλεοπτικά προγράμματα και τέλος, έχουμε και το λεκτικό πρότυπο διδασκαλίας που περιέχει περιγραφές και ερμηνείες μιας συμπεριφοράς.
Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης συγγενεύει επίσης και με τις γνωσιακές θεωρίες, καθώς τα παιδιά πριν προβούν σε μιμήσεις των συμπεριφορών που παρατηρούν, σκέφτονται και επεξεργάζονται ως ένα βαθμό και ανάλογα και με το γνωστικό τους επίπεδο την παρατηρούμενη συμπεριφορά.
Αξίζει να αναφερθούμε στο γεγονός πως δεν αρκεί το παιδί να δει μία νέα συμπεριφορά, αλλά πρέπει να την παρατηρήσει σε βάθος, προκειμένου να είναι σε θέση να τη μιμηθεί, έχοντας προηγουμένως σχηματίσει μία εσωτερική αναπαράσταση της συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Η μίμηση, βέβαια, δε συνεπάγεται και άμεση αλλαγή συμπεριφοράς του παιδιού, καθώς πρόκειται για μία πιο πολύπλοκη και μακροχρόνια διαδικασία, η οποία μας δείχνει πως τα παιδιά είναι ικανά να υιοθετήσουν παροδικά νέα μοτίβα συμπεριφοράς χωρίς απαραίτητα να τα εντάξουν στην καθημερινή συμπεριφορά τους.
Καταλήγουμε στο συμπέρασμα, λοιπόν, πως η θεωρία της κοινωνικής μάθησης προσέφερε μία νέα οπτική στις ερμηνείες για τη ψυχολογία της μάθησης και παρά τις επιφυλάξεις που εκφράστηκαν για την έμφαση που δίνει στο περιβάλλον ως παράγοντα επιρροής, συνεχίζει να επηρεάζει σημαντικά το εκπαιδευτικό σύστημα και τις συγγενείς θεωρίες με στόχο τη βελτίωση της μαθησιακής εμπειρίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Haggbloom, S. J., Warnick, R., et al. (2002). The 100 most eminent psychologists of the 20th century. Review of General Psychology, 6(2), 139–152.
- Albert Bandura’s Social Learning Theory, simplypsychology.org, διαθέσιμο εδώ