Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελεί μια μαύρη σελίδα, ενδεχομένως και τη μελανότερη, στην ανθρώπινη ιστορία. Εξαιτίας του, η ανθρωπότητα θρήνησε εκατομμύρια νεκρούς, είδε ζωές να καταστρέφονται, χώρες να διαλύονται και απάνθρωπες πράξεις προς τον άμαχο πληθυσμό να συντελούνται. Κανένα κράτος δεν έμεινε ανεπηρέαστο από τα σκιώδη εκείνα χρόνια. Ωστόσο, υπήρξαν ορισμένα κράτη, τα οποία γνώρισαν το πλέον σκληρό πρόσωπο αυτής της ολέθριας σύγκρουσης. Μία από αυτές τις χώρες υπήρξε, αδιαμφισβήτητα, η Πολωνία.
Η τελευταία είχε την «ατυχία» να βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, μεταξύ, δηλαδή, της Ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Υπήρξε, λοιπόν, από τις πρώτες χώρες που ήρθε αντιμέτωπη με τα σύγχρονα όπλα, που είχαν κατασκευαστεί εκείνη την εποχή, και γνώρισε τη νέα πολεμική τακτική που εφάρμοσε η Γερμανία, το λεγόμενο Blitzkrieg (Κεραυνοβόλος Πόλεμος). Ακόμη και μετά την ήττα της, όμως, αντίκρισε τις θηριωδίες που πραγματοποιούσαν οι κατακτητές της, χρησιμοποιώντας την επικράτειά της. Στο παρόν άρθρο θα εξεταστούν τα αιτία που οδήγησαν στην εισβολή των δύο δυνάμεων (Γερμανία-Σοβιετική Ένωση) στα πολωνικά εδάφη, τις ιδιαίτερες και πρωτόγνωρες συνθήκες αυτής της εισβολής και τα παράδοξα της πρώτης περιόδου κατοχής.
Τα αίτια της εισβολής τον Σεπτέμβριο του 1939, όμως, έχουν τις ρίζες τους αρκετές δεκαετίες πίσω. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η γερμανική πλευρά, η οποία εποφθαλμιούσε τα πολωνικά εδάφη από τη σύσταση του γερμανικού κράτους. Συγκεκριμένα, ο πρώτος Καγκελάριος της χώρας, Otto von Bismarck, ακολούθησε μια ιδιαίτερα σκληρή πολιτική έναντι των πολωνικών μειονοτήτων που βρίσκονταν εντός της γερμανικής επικράτειας. Ο ίδιος, μάλιστα, ανέπτυξε μια θεωρία, την οποία ενστερνίστηκε αργότερα το ναζιστικό καθεστώς, κάνοντας ορισμένες τροποποιήσεις, ώστε να την εντάξει στο δικό του ιδεολογικό πεδίο.
Η προαναφερθείσα θεωρία ονομάζεται, Lebensraum (Ζωτικός Χώρος). Η εφαρμογή της όριζε τη γερμανική επέκταση προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, επικρατώντας των σλαβικών χωρών που καταλάμβαναν αυτήν την περιοχή. Έτσι, εξασφαλιζόταν η ασφάλεια της γερμανικής επικράτειας από μια απειλή εξ ανατολάς, καθώς και η πρόσβαση σε άφθονη ποσότητα πρώτων υλών. Στη θεωρία αυτή βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό η επεκτατική πολιτική της Γερμανίας και η συμμετοχή της στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Εύλογα, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η κατάληψη της πολωνικής επικράτειας έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση της άνωθεν θεωρίας κι αν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πολωνικό κράτος δεν υφίστατο, δύο δεκαετίες αργότερα, η γερμανική πολεμική μηχανή έπρεπε να προχωρήσει στην κατάλυσή του.
Η Σοβιετική Ένωση, από την πλευρά της, ενδιαφερόταν κι αυτή να διεισδύσει στην πολωνική επικράτεια. Άλλωστε, πριν την πτώση του τσαρικού καθεστώτος, η περιοχή της Πολωνίας αποτελούσε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Πολωνία και η Σοβιετική Ένωση ήρθαν σε ένοπλη ρήξη, με την πρώτη να αποσπά σημαντικές εκτάσεις από το νεοσύστατο και διχασμένο κομμουνιστικό κράτος. Το τέλος των εμφυλίων σπαραγμών και η εδραίωση του Κομμουνισμού κατέστησαν τη Σοβιετική Ένωση σημαντική απειλή για την επιβίωση του πολωνικού κράτους.
Βρισκόμενο στην άνωθεν γεωστρατηγικά δύσκολη θέση, το πολωνικό κράτος προσπάθησε να σταθεροποιηθεί μέσω της διπλωματικής οδού. Συγκεκριμένα, σύναψε σύμφωνο μη επίθεσης, δεκαετούς διάρκειας, με τη Ναζιστική Γερμανία, το 1934. Ταυτόχρονα, επιθυμούσε να διατηρήσει στενές σχέσεις με τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, ώστε να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τη θέση της. Η προσάρτηση της Αυστρίας και της Σουδητίας από τη Γερμανία θορύβησε, όπως ήταν φυσικό, την πολωνική κυβέρνηση. Οι ανησυχίες της τελευταίας, όμως, «εξαγοράστηκαν» ως ένα βαθμό με την παραχώρηση μέρους της τσεχοσλαβικής επικράτειας, κατά τη Συμφωνία του Μονάχου, το 1938. Η κατάσταση επιδεινώθηκε για το πολωνικό κράτος με την υπογραφή του γερμανοσοβιετικού Συμφώνου μη επίθεσης Molotov–Ribbentrop, στις 23 Αυγούστου 1939. Σ’ αυτό υπήρχε ο μυστικός όρος διαμελισμού της Πολωνίας. Η αρχή του τέλους είχε ξεκινήσει.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, οι γερμανικές δυνάμεις εισβάλουν στην Πολωνία. Η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, έπειτα από αυστηρή προειδοποίηση, κηρύττουν τον πόλεμο στη Γερμανία, χωρίς, όμως, να προσφέρουν καμία ουσιαστική βοήθεια στην αμυνόμενη χώρα. Ο πολωνικός στρατός αντιστέκεται γενναία, αλλά, παρά το γεγονός ότι οι γερμανικές απώλειες είναι περισσότερες του αναμενομένου, πέφτει θύμα των καινοτομιών της γερμανικής πολεμικής μηχανής. Λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Σεπτεμβρίου, η Σοβιετική Ένωση εισβάλλει κι αυτή στην πολωνική επικράτεια, αναγκάζοντας τον στρατό της τελευταίας να αμύνεται σε 2 μέτωπα. Ο σφοδρός βομβαρδισμός της Βαρσοβίας και η στοχοποίηση του άμαχου πληθυσμού δίνουν μια πρώτη εικόνα γι’ αυτά που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια.
Οι μέρες που ακολούθησαν της εισβολής μπορούν να χαρακτηριστούν ιδιαίτερες. Το πολωνικό κράτος βρέθηκε εντός λίγων εβδομάδων συντετριμμένο και υπό διπλή κατοχή. Οι δύο κατοχικές δυνάμεις θέλησαν από την πρώτη στιγμή να εφαρμόσουν το πολιτικό και ιδεολογικό τους πρόγραμμα. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν ήταν προετοιμασμένοι -κυρίως η ναζιστική κυβέρνηση- για τις δυσκολίες που θα συναντούσαν. Συγκεκριμένα, η Γερμανία αποφάσισε να προχωρήσει σε μια ολοκληρωτική δημογραφική αλλαγή του πρώην πολωνικού χώρου. Για το σκοπό αυτό, φρόντισε από τις πρώτες μέρες της εισβολής να προχωρήσει σε κατάσχεση των πολωνικών κι εβραϊκών περιουσιών, προκειμένου να περάσουν στα χέρια Γερμανών παλιννοστούντων της Βαλτικής. Σύντομα, η προσπάθεια αυτή συνάντησε σοβαρά κωλύματα, καθώς αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολη η σωστή, σύμφωνα με τη ναζιστική ιδεολογία πάντα, διαχείριση των πληθυσμών.
Η βία και η τρομοκρατία αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Ήδη από την αρχή της εισβολής το μήνυμα που είχε δοθεί στις κατοχικές δυνάμεις ήταν ξεκάθαρο: θανάτωση του πνευματικού κόσμου της χώρας και εκδίωξη των πολωνικών και εβραϊκών πληθυσμών. Οι εκτελέσεις εκδικητικού χαρακτήρα από Γερμανούς κατοίκους του πρώην πολωνικού κράτους δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Ακόμα, η κατασκευή γκέτο σε μεγάλες πολωνικές πόλεις λειτούργησε ως αποθήκες ψυχών, οι οποίες περίμεναν το θάνατο. Η έκταση αυτών των περιοχών, μάλιστα, μειωνόταν με το πέρασμα του χρόνου, σε αντίθεση με τον πληθυσμό τους, που συνεχώς αυξανόταν.
Ο πληθυσμός του πολωνικού κράτους δεν έμεινε ανέγγιχτος ούτε στο υπό σοβιετική κατοχή τμήμα. Ωστόσο, η βιαιότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε ήταν αισθητά μειωμένη. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να παρατηρήσουμε το γεγονός ότι, παρά την ιδεολογική τους διαφορά, η πρακτική που ακολούθησαν οι δύο υπερδυνάμεις ήταν παρόμοια. Σημαντική διαφορά παρουσίαζε ο χαρακτήρας των διώξεων. Ειδικότερα, ενώ στο ναζιστικό τμήμα είχαν εθνολογικό χαρακτήρα, με τους Πολωνούς να βρίσκονται σε λίγο καλύτερη θέση από τους Εβραίους, στο σοβιετικό τμήμα είχαν κοινωνικό-ταξικό χαρακτήρα.
Οι παραπάνω συνθήκες είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ιδιόμορφης κατάστασης, κατά την οποία οι πολίτες του τέως πολωνικού κράτους επέλεγαν την κατοχική δύναμη, στην οποία θα ήθελαν να βρίσκονται, με βάση την εθνικότητά τους και την κοινωνική τους κατάσταση. Έτσι, πολλοί ήταν αυτοί που προσπάθησαν να διαπεράσουν τα σύνορα μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες ζωής.
Αυτή υπήρξε, σε γενικές γραμμές, η κατάσταση στην κατακτημένη Πολωνία την πρώτη περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η κατάσταση τα επόμενα χρόνια έμελλε να επιδεινωθεί, με τους Πολωνούς να γίνονται μάρτυρες των γερμανικών φρικαλεοτήτων, έχοντας αρκετά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην επικράτειά τους. Ο υψηλός φόρος αίματος που κατέβαλαν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, έχοντας την «ατυχία» να γειτνιάζουν με τη Ναζιστική Γερμανία, τούς κατατάσσει δικαίως στους μεγάλους ηττημένους του πολέμου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Mazower, Mark (2010), Η Αυτοκρατορία του Χίτλερ: Ναζιστική Εξουσία στην Κατοχική Ευρώπη, Αθήνα: Εκδ. Αλεξάνδρεια
- Churchill, Winston (2010), Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Β΄ τόμ., Αθήνα: Εκδ. Γκοβόστη, ειδική έκδοση για την εφημερίδα Η Καθημερινή