Του Ζαχαρία Πάνου,
Κατά τον Θουκυδίδη, κύρια βακτηρία της πολιτικής θέλησης είναι η ισχύς. Διαβόητη δε είναι η απάντηση των Αθηναίων στρατηγών στους Μηλίους πως: «Το δίκαιο έχει αξία όπου υπάρχει ίση δύναμη για την επιβουλή του». Με αντίστοιχο πολιτικό ρεαλισμό εδραιώθηκε η περίφημη Βρετανική Αυτοκρατορία, μια θαλασσοκράτειρα δύναμη, επί της οποίας «ο ήλιος δεν έδυε ποτέ», και νικήτρια των πλέον διάσημων ναυμαχιών της σύγχρονης ιστορίας. Με περίσσια περηφάνια ο στόλος του Ηνωμένου Βασιλείου παιανίζει: “Rule Britannia, Britannia rule the waves” μπροστά στη Μονάρχη του και από την εποχή του Nelson ως την εποχή των Αεροπλανοφόρων κανείς δεν αμφισβήτησε το Βασιλικό Ναυτικό, εκτός από μερικά ισλανδικά ψαροκάικα κι έναν πόλεμο για… Μπακαλιάρους.
Η Ισλανδία αποτελεί ένα μικρό κράτος στη Βόρεια Θάλασσα με εξαιρετική στρατηγική σημασία, καθώς ελέγχει το μείζον choke point (ζωτικό πέρασμα) GIUK που αποτρεπτικά παρεμπόδιζε τόσο τη Ναζιστική Γερμανία όσο και μελλοντικά την ΕΣΣΔ από την πρόσβασή τους σε «Θερμά Ύδατα». Συναρτησιακά, η στρατηγική σημασία της Ισλανδίας ήταν και είναι καίρια για το ΝΑΤΟ, καθώς συντελεί τα μέγιστα στον περιορισμό της Ρωσίας, όπως προτάσσει η θεωρία του Rimland, του καθηγητή Nickolas Spykman που αποτελούσε de facto πυξίδα στον στρατηγικό σχεδιασμό της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Η ευρεία χρήση του ατμού στα τέλη του 19ου αιώνα είχε ως αποτέλεσμα τη ναυπήγηση ισχυρότερων αλιευτικών σκαφών, με σημαντικά αυξημένη ακτίνα δράσης, και μοιραία οδήγησε τις Ισλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο σε μια σειρά, σχεδόν, αναίμακτων συρράξεων, που έμειναν γνωστές ως «Πόλεμοι του Μπακαλιάρου» (Cod Wars). Η απαρχή των πολέμων αυτών καταγράφεται πριν την ανεξαρτητοποίηση της Ισλανδίας, όταν το 1893 η Δανία, επικυρίαρχος της Ισλανδικής Νήσου, επέβαλε μονομερώς αλιευτικό όριο 13 ναυτικών μιλίων γύρω από τις ακτές της, που επικύρωσε εμπράκτως με κατασχέσεις βρετανικών πλοίων, δείχνοντας σιδηρά πυγμή. Παραβίαση της συμφωνίας έγινε το 1899 από τη βρετανική μηχανότρατα “Caspian”. Το Πολεμικό Ναυτικό της Δανίας κανονιοβόλησε το αλιευτικό σκάφος, ενώ ο Πλοίαρχός του οδηγήθηκε δεμένος στο κατάρτι δανικής φρεγάτας και δικάστηκε για παράνομη αλιεία. Το 1901 υπεγράφη συνθήκη, με την οποία τα εδαφικά ύδατα της Ισλανδίας ορίζονται στα 3 ναυτικά μίλια με ισχύ πεντηκονταετίας. Το πλήγμα στην οικονομία όσο και το γόητρο της θαλασσοκράτειρας Βρετανικής Αυτοκρατορίας ήταν ισχυρό, ωστόσο οι λυκαυγές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου άφησαν το ζήτημα στο παρασκήνιο.
Η Ισλανδία ανεξαρτητοποιήθηκε στις 17 Ιουνίου του 1944, κατόπιν δημοψηφίσματος, και το 1949 έγινε μέλος του ΝΑΤΟ, προσχώρηση στην οποία αντιτάχθηκε σημαντική μερίδα της κοινωνίας, ενώ ξέσπασαν ταραχές στο Reykjavík (Ρέικιαβικ), λόγω και της παρουσίας του αμερικανικού στόλου στη βάση του Keflavík. Η νέα κυβέρνηση αναγκάστηκε να ψάξει για λύση στο εσωτερικό αδιέξοδο και να ξανακερδίσει τη λαϊκή ευαρέσκεια. Δεδομένου πως το 30% της Ισλανδίας απασχολείται με την αλιεία, λύση βρέθηκε στην έναρξη διπλωματικού αγώνα για την επέκταση των ισλανδικών υδάτων. Τον Μάιο του 1952, η Ισλανδία μονομερώς ανακοινώνει την επέκταση της ζώνης αποκλειστικής αλιείας στα 15 ναυτικά μίλια. Το Ηνωμένο Βασίλειο αντέδρασε με την επιβολή embargo στα ισλανδικά προϊόντα, προκαλώντας μούδιασμα στο Reykjavík, ωστόσο προσωρινή λύση έδωσαν η Σοβιετική Ένωση και οι Η.Π.Α. Εκείνες γόραζαν κατά τόνους ισλανδικούς μπακαλιάρους σε αυτό το ιδιόμορφο ανταγωνισμό επιβολής της επιρροής τους.
Ο Α΄ Πόλεμος του Μπακαλιάρου ξέσπασε την 1η Σεπτεμβρίου 1958, όταν το ισλανδικό Κοινοβούλιο πανηγυρικά επέκτεινε τα χωρικά ύδατα της χώρας στα 12 ναυτικά μίλια. Η απόφαση καταδικάστηκε χλιαρά από το σύνολο των Κρατών-Μελών του ΝΑΤΟ. Το Ηνωμένο Βασίλειο αντέδρασε σθεναρά. Ευθύς διακήρυξε πως τα αλιευτικά του σκάφη θα συνοδεύονται από το Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό (Royal Navy). Ο Λόρδος Carrington, Αρχηγός του Στόλου, απέστειλε 53 πολεμικά πλοία στα ισλανδικά ύδατα. Ακολούθησαν ουκ ολίγες αψιμαχίες, όπου το Βρετανικό Ναυτικό απείλησε με προειδοποιητικά πυρά επιφανείας τα ισλανδικά περιπολικά, ενώ στις 4 Σεπτεμβρίου του 1960, το ισλανδικό ICGV Ægir εμβολίστηκε από το βρετανικό αντιτορπιλικό HMS Russell. Η Ισλανδία απείλησε τις Η.Π.Α. με αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το έδαφός της και την ταυτόχρονη αποχώρησή της από το ΝΑΤΟ, ενώ στάλθηκαν διπλωματικά καλέσματα προς την ΕΣΣΔ. Η Δύση, θορυβημένη από την απρόσμενη αποφασιστικότητα του Reykjavík, υποχώρησε στα ισλανδικά αιτήματα για κατοχύρωση της ζώνης των 12 ναυτικών μιλίων, που αναγκαστικά υπέγραψε και το Ηνωμένο Βασίλειο στις 11 Μαρτίου του 1961.
Ο Β΄ Πόλεμος του Μπακαλιάρου ξέσπασε την 1η Σεπτεμβρίου του 1972, όταν οι Ισλανδοί, μετά την απόφαση του ΟΗΕ επί του Δικαίου της Θάλασσας, επέκτειναν την Αποκλειστική τους Οικονομική Ζώνη (εφεξής καλούμενη ΑΟΖ) στα 50 ναυτικά μίλια. Μάλιστα, η ισλανδική ακτοφυλακή, καθότι η Ισλανδία δε διαθέτει επίσημα Ένοπλες Δυνάμεις, όπως διακηρύσσει συνταγματικά, εξοπλίστηκε με μηχανισμό που έκοβε τα δίχτια των βρετανικών αλιευτικών. Ο βρετανικός στόλος, δείχνοντας ανικανότητα να λάβει υπόψιν τα διδάγματα της προηγούμενης σύρραξης, επέμεινε στην τακτική της εμβόλισης ισλανδικών περιπολικών. Σε απάντηση οι Ισλανδοί, με ευελιξία, στράφηκαν τόσο στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης όσο και στο ΝΑΤΟ. Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1973, ο Γενικός Γραμματέας της Συμμαχίας, Γιόζεφ Λούνς, κατέφτασε στο Reykjavík, όπου στάλθηκε διάβημα στο ΗΒ για άμεση απόσυρση του βρετανικού στόλου από την περιοχή. Δύο μήνες αργότερα, μετά από ταραχώδεις διαβουλεύσεις, αναγνωρίστηκε η ζώνη 50 μιλίων της Ισλανδίας, ενώ τα βρετανικά αλιευτικά θα μπορούσαν μεν περιοδικά να εισέλθουν σε αυτήν, αλλά με όριο αλιείας 130.000 τόνους βακαλάου ετησίως.
Η παραπάνω συμφωνία αθετήθηκε το 1975, όταν πάλι η Ισλανδία αποφάσισε μονομερώς την επέκταση της ΑΟΖ της στα 200 ναυτικά μίλια. Στις 11 Δεκεμβρίου του 1975 ξέσπασε πρωτοφανούς έκτασης διεθνής κρίση, όταν 3 βρετανικά περιπολικά εμβόλισαν την ισλανδική ακταιωρό Por, η οποία άνοιξε πυρ εναντίον τους, χωρίς θύματα. Το Λονδίνο απάντησε στέλνοντας το σύνολο του Μητροπολιτικού Στόλου (British Home Fleet) στην περιοχή, ενώ το Reykjavík, χωρίς να απωλέσει ψυχραιμία, απευθύνθηκε τόσο στις Η.Π.Α. όσο και στην ΕΣΣΔ για την αγορά σύγχρονων πολεμικών πλοίων, μη φειδόμενο αποφασιστικότητας για ολοκληρωτική σύγκρουση με το Ηνωμένο Βασίλειο. Πολλώ δε μάλλον, η ΕΣΣΔ, δράττοντας την ευκαιρία αποσταθεροποίησης στην περιοχή, απέστειλε 2 πυρηνικά υποβρύχια στη Βόρεια Θάλασσα, κλιμακώνοντας σημαντικά την πιθανότητα γενικευμένης σύρραξης. Η Ισλανδία, αισθανόμενη τη μοναδική ευκαιρία περαιτέρω διπλωματικής πίεσης, απείλησε τις Η.Π.Α. με κλείσιμο της βάσης του Keflavík. Ο πολιτικός εκβιασμός ήταν απόλυτα επιτυχής κι έως τα μεσάνυχτα της 6ης Μαΐου του 1976 η τελευταία βρετανική φρεγάτα είχε αποσυρθεί από τη ζώνη των 200 μιλίων. Η διαμάχη δε έληξε επισήμως με το νέο Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 που κατοχυρώνει ΑΟΖ 200 ναυτικά μίλια ανοιχτής θαλάσσης σε κάθε παράκτιο κράτος.
Συμπερασματικά, παρά την αναίμακτη μορφή τους, οι Πόλεμοι του Μπακαλιάρου αποτελούν εξαιρετική περίπτωση εμμονής σε στρατηγικούς σκοπούς και χρήσης της διεθνούς διπλωματίας. Οι Ισλανδοί τους ονοματίζουν σημειολογικά “Landhelgisstrioin”, που κυριολεκτικά αποδίδεται ως «Πόλεμος για τη θαλάσσια γη μας», δείχνοντας τη μείζονα σημασία της αλιείας σε ένα ναυτικό κράτος. Τέλος, οι «Πόλεμοι του Μπακαλιάρου» θυμίζουν πως οι πόλεμοι δεν κερδίζονται αποκλειστικά από σημαιοστολισμένες ναυαρχίδες, υπερσύγχρονα μαχητικά αεροπλάνα και άρματα μάχης τελευταίας γενιάς, αλλά κυρίως από εκείνο που ο Carl von Klausewitz αποκάλεσε «Θέληση για Πόλεμο». Τη συνταύτιση και σύμπνοια, δηλαδή, της εθνικής στρατηγικής, ώστε ο αντίπαλος να καταναγκαστεί να εκτελέσει την εθνική θέληση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Habeeb, William (1988), Power and Tactics in International Negotiations: How Weak Nations Bargain with Strong Nations, London: Johns Hopkins University Press
- Γρίβας, Κωνσταντίνος (2003), Ο Πόλεμος στον 21ο Αιώνα, Αθήνα: Εκδ. Επικοινωνίες
- Συλλογικό Άρθρο (Ιούλιος 2020), Οι Πόλεμοι του Βακαλάου (1958-1976), Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, Αθήνα: Εκδ. Περισκόπιο