Της Ευαγγελίας Κατσιγιάννη,
Η Ελλάδα του 1843 ήταν πολύ διαφορετική από τους πρώτους χρόνους της σύστασής της. Ο αρχικός της Κυβερνήτης, Ιωάννης Καποδίστριας, είχε δολοφονηθεί από τους πολιτικούς του αντιπάλους και πλέον η διακυβέρνηση της χώρας ασκούνταν από τον Βαυαρό μονάρχη Όθωνα, που αποτελούσε επιλογή των Μ. Δυνάμεων. Ο τελευταίος, κατά την άφιξή του, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό ως ο φορέας όχι απλώς της ευπορίας του δυτικού κόσμου, αλλά και του εκσυγχρονισμού της χώρας. Σύντομα, όμως, η αυταρχική πολιτική του, η αδυναμία του να πραγματώσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και κυρίως να εξασφαλίσει την οικονομική αρωγή των Δυνάμεων προς την Ελλάδα άλλαξαν αυτή τη θετική εικόνα. Απότοκο αυτής της εξέλιξης ήταν η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 έξω από τα βασιλικά ανάκτορα, με την οποία ο Όθωνας εξαναγκάστηκε να σχηματίσει προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Ανδρέα Μεταξά και να συγκαλέσει Εθνοσυνέλευση για την ψήφιση Συντάγματος.
Η Εθνική Συνέλευση του 1843 ή αλλιώς «Η της Γ΄ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις», όπως αναφέρεται στα δημοσιευμένα πρακτικά της, συνεδρίασε για πρώτη φορά στις 8 Νοεμβρίου 1843 σε μια αίθουσα υποδοχών και χορού του Μεγάρου της Παλαιάς Βουλής, επιφορτισμένη με το καθήκον να καταρτίσει το πρώτο μετεπαναστατικό Σύνταγμα της χώρας. Σ’ αυτήν έλαβαν μέρος 244 πληρεξούσιοι, μεταξύ αυτών σημαίνουσες μορφές του ’21, όπως ο Κουντουριώτης, ο Μακρυγιάννης, ο Τζαβέλας και ο Κανάρης, αλλά και Έλληνες προερχόμενοι από τις αλύτρωτες περιοχές του ελληνισμού, δηλαδή τη Μακεδονία, την Κρήτη, τη Θράκη κ.ά. Από τους πρώτους μήνες της Συντακτικής Συνέλευσης αποφασίστηκε, για την ομαλή διεξαγωγή των διεργασιών της, η εκλογή Προέδρου, με τον πρεσβύτερο των πληρεξουσίων, Πανούτσο Νοταρά, να αναδεικνύεται εν τέλει από την πλειοψηφία. Βέβαια, λόγω της μεγάλης ηλικίας του (ήταν 103 ετών τότε) καθήκοντα Προέδρου άσκησε στην ουσία ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Οι συζητήσεις εκτυλίχθηκαν μέσα σε 75 συνεδρίες, λήγοντας μόλις τον Μάρτιο του 1844, μετά από έντονες διαφωνίες που ανέκυψαν μεταξύ των πολιτικών εκπροσώπων. Στο πλαίσιο της Εθνοσυνέλευσης, συγκεκριμένα, διαμορφώθηκαν δύο αντικρουόμενες πολιτικές τάσεις – μια μετριοπαθής πλειοψηφική με εκπροσώπους τους τρεις παραδοσιακούς αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων, δηλαδή τον Μαυροκορδάτο, τον Κωλέττη και τον Μεταξά, και μια ριζοσπαστική μειοψηφική υπό τον Μακρυγιάννη, τον Παλαμήδη και τον Σχινά. Η πρώτη παράταξη, ερχόμενη σε συνεννόηση με τους αντιπροσώπους των ευρωπαϊκών δυνάμεων, επεδίωκε την ανάσχεση της δημοκρατικής ροπής των συζητήσεων, εμμένοντας στη διατήρηση του μοναρχικού παράγοντα και τη θέσπιση ενός συντηρητικού Συντάγματος. Στον αντίποδα, η αντιπολιτευόμενη ομάδα αποσκοπούσε στην παρακώλυση της επικράτησης των απόψεων του συντηρητικού τόξου, προβάλλοντας ενίοτε προτάσεις ακραίες. Εντούτοις, η δυστοκία που αυτή παρουσίαζε ως προς τη συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου, είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί στον ρόλο του επικριτή των αντίπαλων κυρίαρχων προσωπικοτήτων και των πρεσβευτών των ξένων δυνάμεων.
Οι μετριοπαθείς αρχηγοί των κομμάτων, εκμεταλλευόμενοι την αναρχία που επικρατούσε στο αντίπαλο στρατόπεδο, κατάφεραν εν πολλοίς να κυριαρχήσουν στο συντονισμό της συνταγματικής γραμμής, επιβάλλοντας τις δικές τους προτάσεις. Από τις απόψεις τους ήταν πρόδηλο πως το νέο Σύνταγμα θα έμοιαζε περισσότερο με ένα συμβόλαιο μεταξύ του βασιλέα και του ελληνικού λαού, παρά με το απαύγασμα μιας Εθνικής Συνέλευσης. Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στα θρησκευτικά ζητήματα. Το Ορθόδοξο Δόγμα καθιερώθηκε ως η επίσημη θρησκεία του κράτους, με τα υπόλοιπα θρησκεύματα να έχουν δικαίωμα ύπαρξης εντός της επικράτειας, υπό την προϋπόθεση να μην ασκείται προσηλυτισμός και οποιαδήποτε άλλη επέμβαση από τους πιστούς τους. Η ελληνική εκκλησία, παράλληλα, ανεξαρτητοποιήθηκε και επισήμως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ακολουθώντας, ωστόσο, και πάλι το τυπικό των Ορθόδοξων εκκλησιών.
Ιδιαίτερη συζήτηση πραγματοποιήθηκε γύρω από το ζήτημα των προϋποθέσεων απόκτησης της ελληνικής υπηκοότητας. Το θέμα αυτό πράγματι άνοιξε τον ασκό του Αιόλου μεταξύ των δύο πλευρών. Είναι γεγονός το ότι οι προερχόμενοι από τις επαναστατημένες περιοχές Έλληνες, που είχαν συμμετάσχει ενεργά στην Επανάσταση, ένιωθαν οργή για τους Έλληνες που μετά το 1827 κατέφθασαν στο ανεξάρτητο κράτος, καταλαμβάνοντας σημαίνοντα δημόσια αξιώματα. Οι αυτόχθονες κάτοικοι εκπροσωπούμενοι στην Εθνοσυνέλευση από τους Μακρυγιάννη και Παλαμήδη, ζητούσαν, χρησιμοποιώντας ως βασικό επιχείρημα την απουσία των ετεροχθόνων κατά τους χαλεπούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, την καθαίρεση και τον αποκλεισμό των τελευταίων από τις δημόσιες θέσεις. Ο Παλαμήδης, μάλιστα, δε δίστασε να βάλει και άτακτα σώματα να απειλούν τους βουλευτές για να πετύχει τον σκοπό του. Από την άλλη πλευρά, οι νεήλυδες Έλληνες, με βασικούς αντιπροσώπους τους Μαυροκορδάτο και Κωλέττη, αντέτειναν πως οι ίδιοι διέθεταν καλύτερο μορφωτικό επίπεδο από τους αυτόχθονες και επομένως ήταν ικανότεροι για την ανάληψη αυτών των αξιωμάτων. Μετά από πολύμηνες συζητήσεις, η κατάσταση φαινόταν να έχει φθάσει στα άκρα. Ωστόσο, στο τέλος, βρέθηκε μια συμβιβαστική λύση, βάσει της οποίας δικαίωμα διορισμού σε δημόσιες θέσεις θα αποκτούσαν όσοι είχαν ζήσει εντός των ορίων του ελληνικού κράτους πριν από το 1827 ή είχαν ενεργό ρόλο στην ελληνική εθνεγερσία. Όσοι παράλληλα είχαν μεταναστεύσει στην Ελλάδα από το 1827 έως το 1832, χωρίς προηγουμένως να έχουν πολεμήσει, θα δικαιούνταν να διεκδικήσουν δημόσια αξιώματα μετά από δύο χρόνια, ενώ όσοι είχαν εγκατασταθεί από το 1832 έως το 1837 και από το 1837 έως το 1843 μετά από τρία και τέσσερα χρόνια αντιστοίχως. Καίριο ρόλο σε αυτή την αλλαγή στάσης διαδραμάτισε ο λόγος του Ιωάννη Κωλέττη περί ενός ενιαίου ελληνικού κόσμου με αλύτρωτους πληθυσμούς που αναμένουν την απελευθέρωσή τους.
Ένα ακόμη φλέγον θέμα που οδήγησε σε αψιμαχία τα μέλη της Συντακτικής Συνέλευσης ήταν εκείνο της σύστασης της Γερουσίας, ενός αρμόδιου σώματος για τη νομοθετική εξουσία. Μετά από έντονες διαφωνίες σχετικά με την ίδρυση της Γερουσίας και την ύπαρξη ισόβιων μελών εντός της, αποφασίστηκε η δημιουργία της με την πρόταση που καθόριζε τον διορισμό ισόβιων γερουσιαστών από το βασιλιά να γίνεται δεκτή με την ισχνή πλειοψηφία 20 ψήφων. Το νέο νομοθετικό όργανο θα αποτελούνταν από 27 Γερουσιαστές, οι οποίοι όφειλαν να είναι άνω των 40 ετών, έχοντας προηγουμένως καταφέρει να διακριθούν στη σταδιοδρομία τους.
Οι περισσότερες, ωστόσο, συζητήσεις είχαν να κάνουν με τον βασιλικό θεσμό. Τα προνόμια που έχαιρε ο Όθωνας περιορίστηκαν αισθητά. Ο ίδιος πλέον καλούνταν να ορίζει το Σύνταγμα, να επιλέγει τους Υπουργούς και τους δημόσιους υπαλλήλους, να ηγείται του στρατού προάγοντας τους αξιωματικούς, να υπογράφει συνθήκες ανακοινώνοντας το περιεχόμενό τους, όποτε κρίνεται αναγκαίο, να παρατείνει ή να συντομεύει τη λειτουργία της Βουλής κατά 40 μέρες το πολύ, να διαλύει και να συγκροτεί τη Βουλή πριν και μετά το πέρας των εκλογών και, τέλος, να εκδίδει τις συνοδευτικές των νόμων κανονιστικές διατάξεις. Εντούτοις, καμία πράξη του δε θα μπορούσε να έχει ισχύ δίχως την υπογραφή του εκάστοτε Υπουργού, ενώ και το βασιλικό συμβούλιο και οι επήλυδες Υπουργοί που προηγουμένως είχε ορίσει, οδηγούνταν στο περιθώριο. Τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης αποφάσισαν επιπλέον σχετικά με το ζήτημα της διαδοχής την υποχρεωτικότητα του ασπασμού της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης από τους διαδόχους του ελληνικού θρόνου και τον αντιβασιλέα.
Έχοντας ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των διαδικασιών, ο αντιπρόεδρος της επιτροπής, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, μαζί με άλλους 23 πληρεξουσίους, παρέδωσε στις 19 Φεβρουαρίου 1844 στον Όθωνα το τελικό σχέδιο του Συντάγματος, το οποίο και επικυρώθηκε στο σύνολό του στις 4 Μαρτίου του ίδιου έτους, ορίζοντας έτσι ως επίσημο πολίτευμα της Ελλάδας τη Συνταγματική Μοναρχία. Λίγες μέρες αργότερα, τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης ψήφισαν τον εκλογικό νόμο της 18ης Μαρτίου 1844 – τον πρώτο ευρωπαϊκό νόμο που επικύρωνε την καθολική ψηφοφορία για τους άρρενες πολίτες. Με τη θέσπιση του εκλογικού νόμου, η εθνική συνέλευση του 1843 διαλύθηκε έχοντας ολοκληρώσει όλες τις εργασίες της.
Η Εθνοσυνέλευση του 1843 γενικότερα είναι ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας. Οι αποφάσεις που πάρθηκαν από τα μέλη της ήταν από τις δημοκρατικότερες της Ευρώπης και σηματοδότησαν μια νέα αρχή για τη χώρα. Είναι, όμως, σημαντική και για έναν ακόμη λόγο· στο πλαίσιο αυτής επίσης παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το όραμα της Μεγάλης Ιδέας που έμελλε να αποβεί καθοριστικό για την εξέλιξη του ελληνικού κράτους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, διαθέσιμο εδώ
- Douglas Dakin (2012), Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, μετάφραση Α. Ξανθόπουλου, Αθήνα: εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Gunnar Hering (2006), Τα Πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, Τόμος Α’, β’ έκδοση, μετάφραση Θεόδωρου Παρασκευόπουλου, Αθήνα: εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Βίντεο για Εθνοσυνέλευση 1843-1844, διαθέσιμο εδώ