Της Ιωάννας Μπάκουλη,
Ο καλύτερος και ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να μάθεις την ιστορία του τόπου σου είναι φυσικά να επισκεφθείς τα τοπικά μουσεία. Όταν, λοιπόν, βρίσκεσαι στην πόλη της Κορίνθου και επιθυμείς να μάθεις για τη λαογραφία της, ο προορισμός σου δεν είναι άλλος από το Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Κορίνθου, που βρίσκεται στο λιμάνι της πόλης. Έχοντας την τύχη από μικρό παιδί να τριγυρνώ στους χώρους του μουσείου, πάντα την προσοχή μου κέντριζαν οι παραδοσιακές ελληνικές φορεσιές από όλα τα μέρη της Ελλάδος.
Την τελευταία φορά που έκανα μια ακόμη επίσκεψη στα εκθέματά του, το ενδιαφέρον μου τράβηξε η παραδοσιακή φορεσιά της Κορίνθου και καθώς ήθελα να μάθω περισσότερα, ρώτησα το προσωπικό, όπως και διάβασα από τα αρχεία του ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Όπως φαίνεται, οι φορεσιές της Κορινθίας και της Αργολίδας, εμφανίζουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά, γι’ αυτό, ως επί το πλείστον, θα τις συνεξετάσουμε.
Οι πελοποννησιακές χωρικές φορεσιές είναι οι λιγότερο μελετημένες, παρά το γεγονός ότι ήταν περιζήτητες. Τα πουκάμισα από την Αργολιδοκορινθία στόλιζαν τα αθηναϊκά σαλόνια ως μαξιλαροθήκες ή ακόμη τα μετέτρεπαν σε φορέματα του συρμού. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι τα πουκάμισα, τα οποία έχουν μελετηθεί, είναι μικρού αριθμού, διότι οι γυναίκες ζητούσαν να θαφτούν με αυτά.
Αρχικά, πρέπει να κάνουμε τον χωρισμό σε «παλαιό τύπο» και «νεότερο τύπο». Στον «παλαιό τύπο», δεν υπάρχει εσώρουχο, αλλά ένα εσωτερικό λευκό, υφαντό, βαμβακερό, αμάνικο και αστόλιστο πουκάμισο και ένα εξωτερικό μανικωτό ή αμάνικο, στολισμένο, όμως, πουκάμισο. Ένα λευκό, υφαντό, βαμβακερό, κοντομάνικο, που στο κάτω μέρος των μανικιών του ράβουν τα μανίκια του πουκαμίσου, όταν αυτό είναι αμάνικο. Ένα μάλλινο, ιδιότυπα πλεγμένο κόκκινο (σπάνια μαύρο) μακρύ ζωνάρι. Ένα λευκό, μάλλινο, υφαντό νεροτριβιασμένο μανικωτό ή αμάνικο πανωφόρι. Έχουν μια λευκή, υφαντή, βαμβακερή, στολισμένη ποδιά, για συγκεκριμένες μόνο περιστάσεις.
Στον νεότερο τύπο, έχουν για εσώρουχο ένα λευκό ή χρωματιστό υφαντό, βαμβακερό βρακί. Ένα λευκό ή χρωματιστό, βαμβακερό, μανικωτό ή αμάνικο πουκάμισο. Μια φούστα εσωτερική λευκή ή χρωματιστή, υφαντή, βαμβακερή ή μάλλινη, συχνά πλεκτή. Υπήρχε και μια εξωτερική φούστα, η οποία ήταν λευκή ή χρωματιστή, υφαντή, βαμβακερή ή από αγοραστό μεταξωτό ύφασμα, χωρίς ή με κορμί. Από πάνω ένα ζακέτο μανικωτό, χρωματιστό ή λευκό, βαμβακερό ή από αγοραστό μετάξι. Μια ποδιά υφαντή χρωματιστή ή λευκή, μάλλινη ή από αγοραστό ύφασμα. Είχε και το ζωνάρι ίδιο με του παλαιού τύπου ή καθόλου. Αν δεν έβαζαν πανωφόρι, έριχναν στην πλάτη μια πλεκτή μάλλινη εσάρπα.
Ξεκινώντας από το πουκάμισο ή καμίς, αυτό ήταν λευκό, υφαντό, βαμβακερό, σε απλή ύφανση. Στην Κορινθία, που δεν υπήρχε καλλιέργεια μπαμπακιού, όπως και στην Αργολίδα, οι γυναίκες δούλευαν εποχιακά «στα μπαμπάκια», στις περιοχές που είχαν. Η αμοιβή τους μπορούσε να είναι σε είδος, δηλαδή στις 5 οκάδες μάζεμα μπαμπάκι, η μία ήταν η αμοιβή.
Στην περιοχή της Βόχα συναντάμε απλά πουκάμισα με σκουρόχρωμα μεταξωτά κεντήματα, σε ροδί, τσαγαλί και απαλό κίτρινο. Στην Περαχώρα και τους Αγίους Θεοδώρους βρίσκουμε σκουρόχρωμα μάλλινα κεντήματα, με πράσινο, κίτρινο, κόκκινο και μπλε χρώμα. Έχουν, επίσης, τη «μάνα», κεντρικό κομμάτι μπρος και πίσω, χωρίς ώμους και άνοιγμα στον λαιμό και στο στήθος, ώστε να περνά το κεφάλι. Στον λαιμό υπάρχει κοντός και όρθιος γιακάς. Στα δεξιά και αριστερά της «μάνας», μπρος και πίσω, έχουν μια λόξα, τα «λοξάρια» ή «κλίνγκια», που, με βάση τον ποδόγυρο, καταλήγουν σε μύτη στο μέσο της μανικοκόλλησης. Το γύρω των μανικιών και του ποδόγυρου είναι κεντημένο. Στις νυφικές και γιορτινές φορεσιές υπήρχαν και τα «κολωνάτα», που βρίσκονταν δεξιά και αριστερά από τη «μάνα» και ξεκινούσαν από τον ποδόγυρο και κατέληγαν κάτω από το στήθος. Τα πουκάμισα στη Βόχα και την Περαχώρα είχαν γαλάζια κεντήματα. Τα διακοσμητικά τους είναι ίδια με τα απλής κοπής πουκάμισα. Διαφορά στα θέματα παρουσιάζουν τα πουκάμισα από τα Αθίκια και τα γύρω χωριά. Είναι νεότερα και κεντημένα με σταυροβελονιά.
Σημαντικές διαφορές εντοπίζουμε και στα πουκάμισα της ορεινής Κορινθίας, ως προς την κοψιά και τα διακοσμητικά θέματα δύο ειδών: του Φενεού και της Στυμφαλίας. Τα πρώτα είναι φυτικά με έντονες καμπύλες, περίγραμμα σκουρόχρωμο και γέμισμα από πολύχρωμη ανεβατή βελονιά και τα δεύτερα είναι γεωμετρικά σε σταυροβελονιά, με κυρίαρχο το καφέ, με λίγο ροδί, γαλάζιο και άλλα απλά χρώματα. Στην Αργολίδα, συναντάμε και άλλα διακοσμητικά θέματα, κυρίως γεωμετρικά. Η διακόσμηση στα μανίκια είναι κυκλική ή μικτή. Ως προς το χρώμα, η Αργολίδα χρησιμοποιεί αρκετό κίτρινο, αλλά και το χαρακτηριστικό ροδί και γαλάζιο. Τα θέματα είναι γεωμετρικά με πολλούς ρόμβους και τετράγωνα.
Ο τζάκος ή το διμίτι ήταν ο λευκός βαμβακερός κοντομάνικος μπούστος, που φοριέται πάνω από το πουκάμισο και βαστά το στήθος. Έχει μεγάλο ωοειδές άνοιγμα και κουμπώνει κάτω από το στήθος με κουμπιά ή κόπιτσες. Όταν το πουκάμισο ήταν αμάνικο, έραβαν στο πάνω μέρος των μανικιών του τα «κατωμάνικα» κεντημένα με ταιριαστά με το πουκάμισο σχέδια. Τα «πανωμάνικα» τα κεντούσαν με πολύχρωμα βαμβάκια, μετάξια ή μαλλιά. Στο τελείωμά τους, συνήθως, είχαν χρυσή λουρίδα και κόκκινη λεπτή τσόχα κομμένη οδοντωτά ή απλά.
Οι ποδιές ήταν πάντα λευκές, βαμβακερές, με απλή ύφανση και ήταν τετράγωνες. Τα κεντήματά τους ήταν βαμβακερά σε χρώμα ροδί και γαλάζιο ή κόκκινο και μαύρο. Τα διακοσμητικά έπιαναν από το κάτω μέρος της ποδιάς και ανέβαιναν προς τα πάνω σαν κολώνες. Στη μέση την έδεναν με ειδικά πλεγμένο κορδόνι, στα δύο χρώματα του κεντήματος και άσπρο. Εκείνη κατέληγε σε φουντάκια. Στα νεότερα χρόνια, η μορφή τους άλλαξε. Οι περισσότερες ποδιές, στην ορεινή Αργολίδα και την Κορινθία, παρέμειναν πολύ κοντά στο σχήμα. Ήταν τετράγωνες, αλλά υφασμένες κατά μεγάλο μέρος με μαλλί σε απλή ή σε δίμιτη ύφανση, σε λευκό, σκούρο μπλε, κόκκινο και πράσινο.
Το σιγκούνι ήταν το κύριο μέρος της φορεσιάς και δεν το αποχωρίζονταν οι γυναίκες, όπως λέγεται, ούτε στον ύπνο τους. Τα παλιά σιγκούνια ήταν λευκά και πολύ μακριά με μάλλινα γαλαζοπράσινα κεντήματα. Είναι κεντημένα ολόγυρα με γεράνια και πράσινα μπουρμπούνια (μαλλιά) με τρόπο που δεν ξεχώριζε κανένα διακοσμητικό μοτίβο και διανθίζονται κατά διαστήματα με Χ κεντημένα με κιτρινωπό μαλλί.
Στα μαλλιά τους, αρχικά, έκαναν το κεφαλόδεμα με τη «μπόλια», μια στενή μακριά λουρίδα, που διευθετείται με διάφορους τρόπους γύρω από το κεφάλι, τους ώμους και τον λαιμό, με ύφανση ανάλογη του πουκαμίσου. Κάτω από την «μπόλια» ή το «μεσάλι» έφτιαχναν τα μαλλιά του «ντουρά». Μια χωρίστρα στη μέση και δύο πλεκτές κοτσίδες να πέφτουν στην πλάτη στολισμένες με τα «κρεμαστάρια» (μεταξωτό κορδόνι με απόληξη φούντα) σε γάμους και γιορτές. Αφού καταργήθηκε η μπόλια, φορούσαν μαντήλια. Τα δίπλωναν ένα τρίγωνο και το έδεναν σφιχτά στο κεφάλι και οι δύο άκρες του κατέληγαν πίσω από τις κοτσίδες.
Όσον αφορά τα κοσμήματα, αυτά είναι σχεδόν ανύπαρκτα, διότι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλά από αυτά κλάπηκαν από χέρια γυρολόγων. Μερικά από αυτά που έχουν καταγραφεί είναι: 1) η «γύρα ή γύρες», κόσμημα του στήθους, όπου κρέμονταν νομίσματα, τα «οθωνάκια», 2) η «χανάκα», περιλαίμιο σπονδυλωτό κόσμημα, 3) η «καρφίτσα», κόσμημα του στήθους, αν και μερικοί το αναφέρουν ως κόσμημα της μπόλιας, 4) τα «κρεμαστάρια» ή «πίσκουλα» κόσμημα της κοτσίδας για τις νυφάδες και τις νιόπαντρες, ε) η «ψαθίτσα», ένα χάντρινο περιλάιμιο, πλεγμένο ψαθωτά, στ) οι «κομπολόγιες» και τα «χαντρόλαιμα», χάντρινα περιλάιμια, ζ) τα «κουρέλια» ή «κοράλλια», η) τα «φλουριά», θ) τα «γαρύφαλλα», τα οποία φορούσε η νύφη για 40 μέρες μετά τον γάμο.
Τα ζωνάρια της καθημερινής φορεσιάς είναι κόκκινα και πιο σπάνια, μαύρα ή λευκά. Στην ορεινή Κορινθία και Αργολίδα τα συναντάμε ως «ζώστρα» ή «μπρες». Είναι ειδικής κατασκευής και μοιάζουν πλεκτά. Τα κοινά ήταν από μαλλί και τα πιο καλά από μετάξι. Το κληροδοτούσαν από τη μάνα στην κόρη, καθώς το έδεναν κυρίως μετά τη γέννα στην κοιλιά.
Τα παπούτσια τους ήταν από δέρμα γουρουνιού ή άλλου ζώου. Τα τσαρούχια τρυπούσαν αμέσως λόγω των βροχών και δεν ήταν χρήσιμα. Κανονικά υποδήματα αποκτούσαν στον γάμο, τις «πίγκες», ως δώρο της οικογένειας του γαμπρού και στα νεότερα χρόνια τις «βακέτες» ή «προκαδούρες», σε μαύρο χρώμα. Με λευκά φορέματα φορούσαν λευκές νημάτινες κάλτσες και παπούτσια.
Μακάρι να ήταν δυνατό να περιγράψουμε λεπτομερώς τη διαδικασία κατασκευής και επιλογής των ρούχων. Η λαογραφία είναι μια πτυχή της ελληνικής ιστορίας εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, η οποία κρύβει πολλά νοήματα. Σίγουρα η επίσκεψη σε λαογραφικά μουσεία θα μας φέρει πιο κοντά με τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και την καθημερινότητα εκείνων των ανθρώπων. Είναι μόλις 100-200 χρόνια μακριά από το σήμερα κι όμως μοιάζει τόσο μακριά. Αυτό από μόνο του, μας βάζει σε σκέψεις για τις δυνατότητες του ανθρώπου και τη μεταβλητότητα των εποχών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αρχείο Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου Κορίνθου.
- Θερμές ευχαριστίες στο προσωπικό του Μουσείου, που συντέλεσε στην έρευνα.