Της Παναγιώτας Λούπα,
Παρόλο που αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1945) οι πολιτικοί παράγοντες των Σκοπίων κατέβαλαν προσπάθειες για την αφύπνιση της σλαβομακεδονικής συνείδησης των Σλαβόφωνων στην περιοχή της ελληνικής Μακεδονίας, η Γιουγκοσλαβία δεν υποστήριξε αυτές τις πολιτικές. Επέμενε, όμως, στην αναγνώριση της μακεδονικής μειονότητας στον ελληνικό χώρο, γεγονός που ενοχλούσε την ελληνική κυβέρνηση, η οποία ανησυχούσε για μια πιθανή εξάπλωση του γιουγκοσλαβικού ηγεμονισμού. Αν και η ελληνική κυβέρνηση δεν αναγνώριζε την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, το γεγονός αυτό δεν επηρέασε τις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις.
Την περίοδο 1950-1951, εξομαλύνθηκαν οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις χάρη στη βοήθεια των Αμερικανών. Το 1952, οι ΗΠΑ πρότειναν τη δημιουργία ενός Βαλκανικού Συμφώνου μεταξύ Τουρκίας-Γιουγκοσλαβίας-Ελλάδας. Ο Tito, ωστόσο, φοβούμενος τη διαστρέβλωση του κομμουνιστικού του καθεστώτος, δεν επιθυμούσε να αναμειχθεί με την αμερικανική διπλωματία και να ακολουθήσει τη νατοϊκή κατεύθυνση. Γι’ αυτό, συμφώνησε σε μια τριμερή αμυντική συμμαχία, δηλαδή σε ένα σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας-Τουρκίας, το οποίο έλαβε την τελική του μορφή το 1953. Υπογράφθηκαν συμφωνίες στρατιωτικού και οικονομικού χαρακτήρα, καθώς και συμφωνίες που ρύθμιζαν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών. Σημαντικό μέτρο για τη Γιουγκοσλαβία ήταν η επαναλειτουργία της ελεύθερης ζώνης στη Θεσσαλονίκη.
Το Βαλκανικό Σύμφωνο του 1953 έχασε την ισχύ και τη συμμαχία του με το ξέσπασμα του Κυπριακού Ζητήματος, στο οποίο η Γιουγκοσλαβία υποστήριζε την Ελλάδα. Η ελληνογιουγκοσλαβική στρατιωτική συνεργασία ενισχύθηκε με την πραγματοποίηση συχνών επισκέψεων Ελλήνων και Γιουγκοσλάβων στρατιωτικών σε Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα αντίστοιχα, κατά το 1957-1958. Η συνεργασία της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία την περίοδο του Κυπριακού Ζητήματος ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την ελληνική κυβέρνηση, καθώς απέβλεπε στην αποφυγή μιας πιθανής περιφερειακής απομόνωσης της χώρας και παράλληλα, στην απομάκρυνση της Τουρκίας από τα Βαλκάνια. Επιπλέον, επέτρεπε την ανάπτυξη της Ελλάδας σε υπολογίσιμη δύναμη του ΝΑΤΟ, καθώς θεωρήθηκε γέφυρα για τη διπλωματία και την επικοινωνία μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Δύσης.
Η Ελλάδα, έχοντας ανάγκη την υποστήριξη της Γιουγκοσλαβίας στο κυπριακό, υπέγραψε ακόμη δώδεκα συμφωνίες μέχρι το 1959, ύστερα από πολλαπλές διαδοχικές συναντήσεις μεταξύ των ηγετών των δύο κυβερνήσεων. Η πιο σημαντική από αυτές ήταν η συμφωνία για την μεθοριακή επικοινωνία Φλώρινας-Μοναστηρίου, η οποία επέτρεπε την ελεύθερη κυκλοφορία των κατοίκων σε μια ζώνη δίπλα στα σύνορα των δύο κρατών. Γρήγορα, αυτή η συμφωνία, αν και αποσκοπούσε στην οικονομική συνεργασία, οδήγησε σε μια ελληνογιουγκοσλαβική κρίση σε όλη τη διάρκεια του 1962. Αυτό συνέβη, όταν πολίτες της Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας εκμεταλλεύτηκαν τη συμφωνία για να προπαγανδίζουν εθνικιστικά μηνύματα σχετικά με τη μακεδονική ιστορία και ταυτότητα στο εσωτερικό της ελληνικής Μακεδονίας. Η Γιουγκοσλαβία υποστήριξε έμμεσα και σιωπηλά την πράξη αυτή, χωρίς να καταβάλει κάποια προσπάθεια για τη λήξη της προπαγανδιστικής αυτής κίνησης. Η αντίδραση της Γιουγκοσλαβίας απογοήτευσε την Ελληνική Κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να διακόψει την εφαρμογή της συμφωνίας, τουλάχιστον από την ελληνική πλευρά. Άλλωστε, η Ελλάδα πριν την υπογραφή των συμφωνιών είχε ήδη υποστηρίξει πως τα μόνα εμπόδια που θα μπορούσαν να εμφανιστούν στις διμερείς συμφωνίες θα ήταν πιθανές παρεξηγήσεις αναφορικά με το Μακεδονικό Ζήτημα και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προσπαθούσε να προειδοποιήσει τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση για τις συνέπειες αυτών των πράξεων.
Ο Tito, αν και δεν επιβλήθηκε ιδιαίτερα στις δράσεις της κυβέρνησης Σκοπίων, δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση τη συνέχεια της ελληνογιουγκοσλαβικής κρίσης. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός των στρατιωτικών κινήσεων του ΝΑΤΟ στην ελληνική Μακεδονία, λόγω της κρίσης της Κούβας, που ανησύχησαν τη Γιουγκοσλαβία και επέδειξε τη σημασία των διμερών σχέσεων για τη χώρα. Έτσι, η συνεργασία μεταξύ των δύο κρατών ενισχύθηκε σημαντικά στα επόμενα χρόνια. Η Ελλάδα, από τη μία πλευρά, θεωρείται πως επέδειξε μια γενικότερη ανεκτικότητα αναφορικά με το Μακεδονικό Ζήτημα, για να μη διαταράξει τις σχέσεις της με τη Γιουγκοσλαβία. Από την άλλη, το Κυπριακό Ζήτημα και οι πολιτικές αναταραχές στο εσωτερικό της χώρας απομάκρυναν την προσοχή της Κυβέρνησης από τη συστηματική προπαγάνδα των Βορειομακεδόνων.
Την αλλαγή στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις έφερε το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα (1967), το οποίο, προασπίζοντας μια αντισλαβική και αντικομουνιστική ιδεολογία, διέκοψε την παραμεθόρια επικοινωνία, διατηρώντας μια εχθρική στάση απέναντι στη Γιουγκοσλαβία. Η Γιουγκοσλαβία, μάλιστα, θεωρήθηκε μεγάλη απειλή σε σύγκριση με τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, καθώς και η ύπαρξη των Μακεδόνων προσφύγων εντός των ελληνικών συνόρων. Η λειτουργία του ραδιοφωνικού σταθμού Σκοπίων στην ελληνική, το οποίο προπαγάνδιζε ζητήματα μακεδονικής γλώσσας, μειονότητας και έθνους, κλόνιζε τις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις.
Ωστόσο, την περίοδο 1970-1971, παρά την αρνητική στάση της Γιουγκοσλαβίας για το ελληνικό δικτατορικό καθεστώς και με την παράλληλη εξέλιξη διεθνών ζητημάτων, όπως ήταν η ρήξη των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων, τέθηκαν οι βάσεις για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών. Συγκεκριμένα, συζητήθηκαν θέματα για οικονομικές και εμπορικές συνεργασίες, χωρίς να γίνουν ιδιαίτερες αναφορές στο Μακεδονικό Ζήτημα και σε θέματα πολιτισμού. Την περίοδο 1974-1977, εξελίχθηκαν οι εμπορικές και οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών και ανανεώθηκε η συμφωνία για τη γιουγκοσλαβική ελεύθερη ζώνη στη Θεσσαλονίκη.
Η άρνηση της αναγνώρισης της μακεδονικής μειονότητας από την Ελλάδα συνέχιζε να μην επηρεάζει τις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών. Μέχρι τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, συγκρούσεις και διαφωνίες για το Μακεδονικό Ζήτημα δεν παρατηρήθηκαν στο πολιτικό πεδίο, αλλά περισσότερο στο ακαδημαϊκό. Η Ελλάδα είναι σαφές ότι δεν επιθυμούσε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, μια διάλυση η οποία θα έφερνε νέα δεδομένα σχετικά με το Μακεδονικό Ζήτημα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χατζηβασιλείου, Ευάνθης (2009), Στα σύνορα των κόσμων: Η Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος 1952-1967, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
- Σφέτας, Σπυρίδων (2011), Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία, τόμος Β΄, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας