Της Δήμητρας Σαρούδη,
Πανελλήνιες εξετάσεις
Η φράση που θα μπορούσε να ταιριάξει ιδανικά, με αφορμή την ανακοίνωση των φετινών αποτελεσμάτων στις Πανελλήνιες εξετάσεις, είναι «κάθε πέρσι και καλύτερα».
Συνολικά, με βάση τα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν στις 27 Αυγούστου, υπάρχουν 17.000 περίπου κενές θέσεις στα ΑΕΙ τις οποίες, εξαιτίας της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, οι υποψήφιοι δεν κατάφεραν να διεκδικήσουν. Στη συνθήκη αυτή, έρχεται να προστεθεί το γεγονός πως 35.048 υποψήφιοι, οι οποίοι, λόγω της προαναφερθείσας ελάχιστης βάσης εισαγωγής, δεν κατάφεραν να εισαχθούν σε κάποιο τμήμα. Βάσει της συγκεκριμένης προσθήκης στο σύστημα, αρκετοί υποψήφιοι, ενώ στο σύνολό συγκέντρωναν την επιθυμητή βαθμολογία για να επιτύχουν το στόχο τους, στα επιμέρους μαθήματα δεν συγκέντρωναν το όριο που έθετε το κάθε τμήμα προκειμένου να φοιτήσουν σε αυτό. Πολλές είναι οι περιπτώσεις αυτές. Άδικο και καταστροφικό για χιλιάδες υποψηφίους που το μόνο τους μέλημα, εκτός από διάβασμα, γίνεται η στείρα χρησιμοθηρική επίτευξη μέχρι και του τελευταίου δεκάτου της βαθμολογίας τους. Εντύπωση προκαλεί η εικόνα των τμημάτων που φέτος δεν θα έχουν κανένα εισακτέο, ενώ συνολικά 50 εκπαιδευτικά ιδρύματα, πριν τις διαδικασίες των μετεγγραφών, θα δεχτούν από 0 έως 30 επιτυχόντες.
Η λύση του προβλήματος βρίσκεται στη ρίζα του. Σαφώς οι τελειόφοιτοι δεν είναι το πρόβλημα, ούτε η επιθυμία τους να περάσουν σε μία αξιόλογη σχολή. Ίσως, αν σκεφτούμε πως τόσα χρόνια αντί να υφίσταται ένα σύστημα που να βοηθάει και όχι να καταδικάζει τους υποψηφίους, δίνοντας έμφαση και στα τεχνικά επαγγέλματα και στις επαγγελματικές διεξόδους εκτός πανεπιστημίων, ίσως τότε η εξέλιξη να ήταν διαφορετική. Επιπρόσθετα, η πληθώρα εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, οι διπλές και τριπλές σχολές με παρόμοια και όχι ξεκάθαρα επαγγελματικά δικαιώματα, ενδεχομένως να βοηθούσαν με την κατάργησή τους, ξεδιαλύνοντας το τοπίο. Δεν είναι απογοητευτικό, μία χώρα που προσφέρει ένα από τα καλύτερα συστήματα εκπαίδευσης, ως προς τις παρεχόμενες γνώσεις, να βάζει «τρικλοποδιά» στα ίδια της τα παιδιά;
Νέο ακαδημαϊκό έτος 2021-2022
Το νέο ακαδημαϊκό έτος βρίσκεται προ των πυλών, με το πρώτο κουδούνι να χτυπά στις 13 Σεπτεμβρίου. Παραμονές του νέου σχολικού έτους, το πρόβλημα των βιβλίων και η άμεση διανομή τους στα σχολεία, ίσως κάνει και πάλι την εμφάνισή του, ενώ οι ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς γενικής και τεχνικής εκπαίδευσης είναι δεδομένες. Θα μπορούσαμε να πούμε πως το ζήτημα της ειδικής αγωγής φαίνεται να είναι σε καλύτερη μοίρα, αφού οι εκπαιδευτικοί θα βρίσκονται σχεδόν με το πρώτο κουδούνι δίπλα στους μαθητές που τους έχουν ανάγκη.
Αναφορικά με το πρώτο ζητούμενο, ακόμα και κεντρικά σχολεία πόλεων αντιμετωπίζουν πρόβλημα έγκυρης ανατροφοδότησης των βιβλίων στους μαθητές τους, φαινόμενο που και τα παλαιότερα χρόνια είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις, οδηγώντας ακόμα και σε καταλήψεις σχολείων. Ακόμα, η απουσία υλικοτεχνικών υποδομών (ηλεκτρονικοί υπολογιστές, σύγχρονοι πίνακες εντός των τάξεων, πλήρως εξοπλισμένες βιβλιοθήκες και κατάλληλα θρανία/καρέκλες) έρχονται να γιγαντώσουν το μείζον ζήτημα που η καλή θέληση και διάθεση από την πλευρά καθηγητών και μαθητών δεν αρκεί. Ακόμα ένα στοιχείο άξιο αναφοράς είναι πως το ελληνικό σχολείο δεν είναι ελκυστικό και ότι οι περισσότεροι μαθητές αντιμετωπίζουν τη σχολική πράξη ως αγγαρεία, ενώ το πρόβλημα επιβαρύνεται με την υποκατάσταση του σχολείου από τα φροντιστήρια, ώστε να αποκτηθούν οι βασικές δεξιότητες που οφείλει να κατέχει ένας νέος άνθρωπος (π.χ. ξένες γλώσσες, πληροφορική), με σημαντικό κόστος για την ελληνική οικογένεια. Το πρόβλημα ξεκινά από το Γυμνάσιο και οξύνεται στο Λύκειο, το οποίο έχει μετατραπεί σε «προθάλαμο» των ΑΕΙ, καθώς οι μαθητές δίνουν βάρος -σχεδόν αποκλειστικά- στα μαθήματα που εξετάζονται στις Πανελλήνιες Εξετάσεις εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Άξια, ωστόσο, είναι η στάση πολλών εκπαιδευτικών σε σχολεία ανά την επικράτεια που δίνουν τον δικό τους αγώνα, κόντρα στο σύστημα, μεταλαμπαδεύοντας τις γνώσεις τους χωρίς να περιμένουν να γίνει αυτό από κάποιο φροντιστήριο. Δεδομένο δεν είναι τίποτα, ειδικά σε περιόδους οικονομικής αστάθειας, πιστεύοντας πολλοί πως ο κάθε μαθητής έχει τη δυνατότητα εξωσχολικής βοήθειας και κατεύθυνσης.
Φέτος, έπειτα από πολλά χρόνια, δικαιώθηκε ο αγώνας αναπληρωτών εκπαιδευτικών που μονιμοποιήθηκαν. Πασιφανής η δυσκολία του εκάστοτε ανθρώπου -τις περισσότερες φορές με οικογενειακές υποχρεώσεις- στα 45 και στα 50 του χρόνια να παίρνει μία βαλίτσα και να κάνει το γύρο της Ελλάδας χρονιά με τη χρονιά. Το πρόβλημα δεν σημαίνει πως λύθηκε. Πολλοί θα είναι και φέτος αυτοί που θα χρειαστεί να μετακομίσουν με σκοπό την κάλυψη κενών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Βέβαια, το πρόβλημα είναι σοβαρότερο στην τεχνική εκπαίδευση. Ειδικοί καθηγητές, ανά ειδικότητα, επανδρώνουν τα αντίστοιχα τμήματα μήνες μετά την έναρξη του σχολικού έτους με αποτέλεσμα οι μαθητές είτε να μη διδάσκονται όσα χρειάζονται είτε οι καθηγητές, με το άγχος της περάτωσης της ύλης και με σεβασμό και υπευθυνότητα προς τα παιδιά, να πραγματώνουν έναν αγώνα δρόμου για το καλύτερο αποτέλεσμα.
Η πραγματικότητα είναι δεδομένη και το Υπουργείο Παιδείας οφείλει να βρει μία λύση. Αναμφίβολα, το φετινό αλαλούμ των Πανελληνίων θεμιτό θα ήταν να μην επαναληφθεί, χωρίς η εν δυνάμει απόσυρσή του ή αλλαγή του να δημιουργήσει σειρά ντόμινο άλλων προβλημάτων. Αναφορικά με το δεύτερο πρόβλημα, από αρχαιοτάτων χρόνων οι Έλληνες έδιναν εξέχουσα σημασία στην παιδεία τηρώντας κατά βάση συγκεκριμένο και σταθερό πρόγραμμα σπουδών, κάτι που μνημονεύεται παγκόσμια μέχρι και σήμερα. Αν αναλογιστούμε αυτό και μόνο, πιθανόν η επικρατούσα κατάσταση να καλυτερεύσει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στο φύλλο του Σαββάτου, 28-8-2021
- Τα άλυτα προβλήματα της Παιδείας, kathimerini.gr, Διαθέσιμο εδώ