Της Μαρίας Σαρρή,
Τα τελευταία αμερικανικά στρατεύματα εγκατέλειψαν το Αφγανιστάν, βάζοντας ένα τέλος στον εικοσαετή πόλεμο. Όμως, το έδαφος του Αφγανιστάν έχει φιλοξενήσει αρκετές φορές ξένους στρατούς, οι οποίοι άλλοτε μάχονταν για την κατάκτησή του και άλλοτε για συμμαχικούς πολέμους με το πληρεξούσιο μεγαλύτερων δυνάμεων.
Σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή θα δει κανείς πως το Αφγανιστάν ήταν μια έκταση που διεκδίκησαν αρκετοί λόγω του εμπορίου, των θρησκευτικών πολέμων, αλλά και για ιμπεριαλιστικούς λόγους. Η Ευρώπη, συγκεκριμένα, έρχεται πολλές φορές σε επαφή με το λαό αυτόν, ξεκινώντας από τους πολέμους του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 330 π.Χ., φτάνοντας μέχρι και την εμπλοκή των Άγγλων και της Σοβιετικής Ένωσης. Όλα αυτά συνέβησαν πολύ πιο πριν από την αμερικανική «κατοχή».
Οι Ταλιμπάν εμφανίστηκαν το 1996 και αποτελούνταν αρχικά από μαθητές, οι οποίοι σπούδαζαν σε σχολεία στο Πακιστάν. Πρωταρχικός τους στόχος ήταν η αντίσταση στην κυβέρνηση με την στήριξη του Πακιστάν. Έριξαν την κυβέρνηση του Rabbani και εγκαθίδρυσαν το Εμιράτο στην Καμπούλ την ίδια χρονιά. Η Βόρεια Συμμαχία που δημιουργήθηκε, ενώ προέβαλε αντίσταση στους Ταλιμπάν, κατέληξε να διατηρήσει μόνο το 10% του εδάφους.
Το εμιράτο των Ταλιμπάν απέκτησε διεθνή αναγνώριση από 3 μόνο χώρες. Η διεθνής σκηνή τους κατηγόρησε για την σκληρή επιβολή της ερμηνείας του ισλαμικού νόμου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη βάναυση μεταχείριση πολλών Αφγανών, ιδιαίτερα των γυναικών. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής τους, οι Ταλιμπάν και οι σύμμαχοί τους έκαναν βιαιοπραγίες εναντίον πολιτών, αρνήθηκαν την προμήθεια τροφίμων των Ηνωμένων Εθνών σε πεινασμένους και εφάρμοσαν την πολιτική της καμένης γης, καίγοντας τεράστιες περιοχές εύφορης γης και καταστρέφοντας δεκάδες χιλιάδες σπίτια.
Τον Οκτώβριο του 2001, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλαν στο Αφγανιστάν με την στήριξη της Βορείου Συμμαχίας, για να απομακρύνουν τους Ταλιμπάν από την εξουσία. Οι τελευταίοι είχαν αρνηθεί να παραδώσουν τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, τον πρωταρχικό ύποπτο για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, τον οποίο και φιλοξενούσαν. Έκτοτε, με τη βοήθεια των εκδημοκρατισμένων χωρών, έγιναν προσπάθειες έτσι ώστε να υπάρξει ειρηνική μετάβαση στο δημοκρατικό πολίτευμα, με αποκορύφωμα τις εκλογές του 2014. Από την άλλη όμως πλευρά, πραγματοποιήθηκαν και εχθροπραξίες, οι οποίες κόστισαν τη ζωή 170.000 ανθρώπων του άμαχου πληθυσμού.
Στις 14 Απριλίου 2021, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Jens Stoltenberg, δήλωσε την απόφαση της Συμμαχίας να ξεκινήσει την απόσυρση των στρατευμάτων της από το Αφγανιστάν έως την 1η Μαΐου. Λίγο μετά την έναρξη της αποχώρησης των στρατευμάτων του ΝΑΤΟ, οι Ταλιμπάν ξεκίνησαν επίθεση εναντίον της αφγανικής κυβέρνησης και στις 15 Αυγούστου 2021 έλεγξαν για άλλη μια φορά την συντριπτική πλειοψηφία του αφγανικού εδάφους, καταλαμβάνοντας την Καμπούλ. Στις 17 Αυγούστου, ο Amrullah Saleh, αυτοανακηρύχθηκε προσωρινός Πρόεδρος του Αφγανιστάν και ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας νέας συμμαχίας εναντίον των Ταλιμπάν.
Έχοντας, λοιπόν, υπόψιν μια σύντομη περιγραφή των εξελίξεων, μπορούμε να προχωρήσουμε στον ρόλο της Ευρώπης. Μιλώντας στην έκτακτη συνεδρίαση των Επιτροπών Εξωτερικών Υποθέσεων και Ανάπτυξης για τις σχέσεις με το Αφγανιστάν, ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Josep Borrell, δήλωσε ότι η κατάσταση στο Αφγανιστάν «είναι καταστροφή» για τους Αφγανούς και για τη Δύση. «Η άμεση προτεραιότητά μου είναι να φέρω στην Ευρώπη εκείνους τους ανθρώπους που συνεργάζονται με την ΕΕ». Ανακοίνωσε, επίσης, ότι 106 Αφγανοί υπάλληλοι που εργάζονται για τα θεσμικά όργανα της ΕΕ έχουν ήδη απομακρυνθεί στη Μαδρίτη. Άλλοι 300 αγωνίζονται να φτάσουν στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, το πιο δύσκολο κομμάτι της απόδρασης. «Έχουμε ηθικό καθήκον να τους υποστηρίξουμε για να φύγουν από το Αφγανιστάν». Δήλωσε επίσης ότι «η ΕΕ είναι έτοιμη να συζητήσει ανθρωπιστική βοήθεια με τους Ταλιμπάν», αλλά τόνισε ότι «αυτό δεν σημαίνει ότι το καθεστώς έχει αναγνωριστεί πολιτικά».
Ο Borrell δήλωσε επίσης ότι «υπάρχουν διδάγματα από την αποτυχία αυτής της προσπάθειας για οικοδόμηση των εθνών. Οι Η.Π.Α. δαπάνησαν 300 εκατομμύρια δολάρια ημερησίως για 20 χρόνια, αλλά τελικά με πολύ μέτρια αποτελέσματα». Εδώ θα πρέπει να σχολιάσουμε ότι η προστατευτική πολιτική, η οποία ακολουθείται γενικά από τα δημοκρατικά κράτη προκειμένου να ανοικοδομήσει μικρότερα, δεν έχει αποφέρει καρπούς μέχρι τώρα. Παράλληλα, έχουν αφήσει εκατομμύρια ανθρώπους να βλέπουν αυτά τα κράτη αρνητικά, αλλά και να θεωρούν ότι επηρεάζουν την κουλτούρα, τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα των χωρών τους, ακόμη και αν αυτά δεν συνάδουν με τα δυτικά πρότυπα.
Αν και θεωρούμε αδιαμφισβήτητη την ανάγκη για πρόοδο και εξέλιξη, και λαμβάνουμε ως δεδομένα τα ίσα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν οι υπόλοιποι συμφωνούν μαζί μας και αν θέλουν να μας ακολουθήσουν σε αυτήν τη μακρά πορεία. Ένα απλό παράδειγμα, για να καταλάβουμε την κατάσταση, είναι η χρήση του hijab και η απαγόρευσή του σε μερικές περιπτώσεις του δυτικού κόσμου. Η μία πλευρά υποστηρίζει την καταπάτηση των δικαιωμάτων των γυναικών, ενώ η άλλη μιλά για την ελεύθερη θρησκευτική επιλογή. Αυτό επαληθεύει τις απόψεις που θέλουν να ζούμε μια κοινωνική αλλαγή, όπου τα κριτήρια που μας διχάζουν δεν είναι μόνο οικονομικά. Συνεπώς, αυτό μας κάνει να αναρωτιόμαστε για το ποιες θα είναι οι λύσεις που θα βρεθούν, όταν αυτές βρεθούν.
«Χρειαζόμαστε μια νέα προσέγγιση για το Αφγανιστάν καθώς νέοι παίκτες θα προσπαθήσουν να καλύψουν το πολιτικό κενό στη χώρα», δήλωσε ο David McAllister, Πρόεδρος της επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου, επισημαίνοντας ιδίως τη Ρωσία και την Κίνα. Πρόσθεσε, επίσης, ότι στην τρέχουσα κατάσταση, η ανθρωπιστική δράση θα πρέπει να είναι η κορυφαία προτεραιότητα της ΕΕ. Παράλληλα, ο Petras Auštrevičius, Πρόεδρος της Αντιπροσωπείας για τις σχέσεις με το Αφγανιστάν, δήλωσε ότι καλεί τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να αυξήσουν τις προσπάθειες συντονισμού για την απομάκρυνση των κατοίκων της ΕΕ και των Αφγανών συνεργατών της ΕΕ από την Καμπούλ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συμφώνησε επισήμως να βασιστεί σε γειτονικές χώρες του Αφγανιστάν, για τη διαχείριση ενός δυνητικού κύματος. «Ο καλύτερος τρόπος για να αποτραπεί η μεταναστευτική κρίση είναι να αποτραπεί μια ανθρωπιστική κρίση», δήλωσε η Ylva Johansson, Επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων. O στόχος της Ένωσης είναι η αποφυγή της μεταναστευτικής κρίσης του 2015, όταν περισσότεροι από 1 εκατομμύριο μετανάστες έφτασαν στα σύνορα.
Το σχέδιο πρόκειται για την ενίσχυση της συνεργασίας με χώρες εκτός ΕΕ για να αποτρέψει τους μετανάστες να φτάσουν στην ήπειρο. Η ΕΕ θα διαθέσει περισσότερο από 200 εκατομμύρια ευρώ για την αντιμετώπιση της αφγανικής κρίσης. Δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση απέτυχε να συμφωνήσει σε μια μεταναστευτική πολιτική, η Ένωση πρέπει να χρησιμοποιήσει τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου για να σχεδιάσει ad-hoc στρατηγικές.
Η έκκληση για υποστήριξη τρίτων χωρών προκάλεσε αμέσως τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας του 2016, με σημαντική μείωση των αφίξεων. Αλλά η Επίτροπος απέρριψε κάθε σύγκριση, λέγοντας ότι «δεν είναι καλή ιδέα να αντιγράψετε και να επικολλήσετε τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας». Κάποιος θα διαπίστωνε εύκολα ότι η συμφωνία αυτή θα ήταν αρνητική για την Ευρώπη. Δεν είναι όμως ακόμα σαφές, εάν κάποιο από αυτά τα σχέδια θα περιλαμβάνει το Ιράν, μια χώρα που βρίσκεται ακριβώς μεταξύ Αφγανιστάν και Τουρκίας. Το Ιράν υπόκειται επί του παρόντος σε μια εκτεταμένη σειρά κυρώσεων από την ΕΕ.
Το ερώτημα που προκύπτει από αυτές τις δηλώσεις και προβληματίζει τους πολίτες της Ευρώπης είναι το αν οι χώρες της είναι σε θέση να υποδεχτούν αυτές τις ροές προσφύγων και σε ποια κλίμακα. Ήδη η Ελλάδα φαίνεται διστακτική, έχοντας δεχτεί χιλιάδες πρόσφυγες πριν λίγα χρόνια. Διαθέτει η Ευρώπη τους μηχανισμούς προσαρμογής, τους πόρους και τη βάση για αυτό το εγχείρημα;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Afghanistan: provide humanitarian help to locals, MEPs urge, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διαθέσιμο εδώ
- EU agrees to rely on Afghanistan’s neighbours to avoid migrant crisis, Euronews, διαθέσιμο εδώ
-
Barfield, Thomas (2012). Afghanistan: A Cultural and Political History. Princeton University Press.