Της Ρένας Δανατζή,
Πήγαν και ήρθαν οι βάρβαροι τα τελευταία χρόνια. Σκότωσαν, έκλεψαν, έβαλαν φωτιές, έκαναν ρουσφέτια, βίασαν γυναίκες. Άλλοι μπήκαν φυλακή, άλλοι κρύφτηκαν πίσω από μεγάλες πλάτες και η ζωή συνεχίστηκε, πότε βουβά, πότε με θόρυβο. Και οι βάρβαροι πήγαιναν και έρχονταν. Χτύπησαν τόσες πολλές γυναίκες. Τις σκότωσαν και μετά κοίταξαν μετανιωμένοι και βουρκωμένοι τους δικαστές στα μάτια. Βγήκαν οι βάρβαροι στους δρόμους και έσπασαν βιτρίνες, έκαψαν κάδους, πέταξαν πέτρες. Και ύστερα ήρθαν άλλοι βάρβαροι και χτύπησαν αλύπητα τους άλλους για να τους συνετίσουν.
Είδα τους βάρβαρους να κρύβονται πίσω από την τέχνη. Να υποκρίνονται τους καλούς, τους μορφωμένους και πίσω από τις κλειστές πόρτες να γίνονται κτήνη και να εξισώνουν τις γυναίκες με αντικείμενα. Είδα και άλλους βάρβαρους να κάθονται σε τεράστιες καρέκλες εξουσίες και κρατώντας μολύβι και χαρτί να ζυγίζουν την αξία της ανθρώπινης ζωής και της φύσης. Χοροπηδούσαν επάνω στην μεριά της ζυγαριάς που στοίβαζαν τους ανθρώπους. Να κερδίσουν το στοίχημα που έβαλαν με τους άλλους βαρβάρους. Με αυτούς που αμφισβητούν την επιστήμη. Την φοβούνται και κλείνουν τα μάτια σφιχτά να μην αντικρίσουν την αλήθεια της. Αυτοί οι βάρβαροι πιστεύουν πως είναι άτρωτοι και δεν χρειάζονται ούτε φάρμακα, ούτε εμβόλια.
Εκεί που έμαθα να τους πολεμάω, ήρθαν εικόνες από άλλους, ξένους βαρβάρους. Έδιωξαν κόσμο απ΄ τα σπίτια τους. Σκότωσαν παιδιά. Κάνανε τα παιδιά αντικείμενα. Ανάγκασαν τις μάνες τους να τα πετάνε σε στρατιωτικούς για να τα σώσουν. Κυνήγησαν ανθρώπους και τους ανάγκασαν να γίνουν πρόσφυγες. Να ξεριζωθούν.
Κι ύστερα γύρισα την πλάτη και είδα βαρβάρους γύρω μου. Να προσπαθούν καθημερινά να με κάνουν να νιώσω λιγότερη από εκείνους. Να μου μιλούν με υπεροψία. Να ξεσπάνε τα σπασμένα της δικής τους ζωής σε άλλους. Ήρθαν μπροστά μου βάρβαροι να μου υποδείξουν το πώς πρέπει να ζω. Ότι απαγορεύεται να τολμάω. Να κάνω όνειρα, να προσπαθώ να φτάσω ψηλά – όσο πιο ψηλά μπορώ.
Χιλιάδες βάρβαροι, σακάτεψαν τις ψυχές μας, μας έβαλαν εμπόδια, γκρέμισαν τον κόσμο γύρω μας. Ξήλωσαν ανθρώπους απ΄ τα σπίτια τους. Ανάγκασαν νέα παιδιά να δουλεύουν στην εκμετάλλευση. Μας έκαναν να φοβόμαστε να βγούμε απ’ το σπίτι. Να μην τολμάμε. Να ακολουθούμε τη βαρετή -επικίνδυνα βαρετή- και συμβατική ζωή της πλειοψηφίας.
Και είναι τόσο καλά διαβασμένοι αυτοί οι βάρβαροι, που ξοδεύουμε τα νιάτα μας, βγαίνει φωνή μέσα απ΄ την ψυχή μας, συγκεντρώνουμε όλα τα όπλα για να τους αντιμετωπίσουμε κι όταν έρχεται εκείνη η στιγμή, δεν τολμάμε ποτέ. Τόσο συμβιβασμένοι είμαστε με τους βαρβάρους γύρω μας.