17.1 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΗ ελληνική αστική ζωή την εποχή του Όθωνα

Η ελληνική αστική ζωή την εποχή του Όθωνα


Της Κωνσταντίνας Κούγια,

Οι απελευθερωμένες περιοχές από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά την Επανάσταση του 1821, και την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων αποτέλεσαν τα εδάφη του νέου κράτους, αν και εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ιδιαίτερα μεγάλες πόλεις. Η Αθήνα, από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας, δεν θύμιζε σε τίποτα την δόξα του παρελθόντος της και απαριθμούσε μόλις γύρω στους 10.000 κατοίκους. Όπως έγραψαν ο Γάλλος συγγραφέας, ποιητής και ιστοριογράφος Alphonse de Lamartine, γνωστός στην Ελλάδα ως Λαμαρτίνος και ο στρατάρχης και πολιτικός Nicolas Joseph Maison: «Όταν ήρθαν οι Βαυαροί, το 1833, η πόλη ήταν ένας μπερδεμένος λαβύρινθος από σκοτεινά, λασπώδη στενοσόκακα, στρωμένα με γκρεμισμένους τοίχους, σπασμένα κεραμίδια, πέτρες και μάρμαρα ριγμένα ανάκατα· μικρά, άσπρα, ελεεινά χαμόσπιτα· βρώμικες και αποπνιχτικές υπόγειες τρώγλες· βρώμικα και καπνισμένα μαγαζιά, με πραμάτειες που θα τις περιφρονούσαν ως και οι πλανόδιοι πωλητές στα χωριάτικα πανηγύρια μας.»

Ενώ, όμως, η ζωή στην Ελλάδα, κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα, κυλούσε με τους ίδιους ρυθμούς, όπως και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, υπήρχε μια ουσιαστική και σπουδαία διαφορά: η αισιοδοξία των κατοίκων του μικρού αυτού κράτους και το όραμα για το μέλλον, που τους προσέφερε η ελευθερία τους. Στην ελεύθερη Αθήνα, η ζωή άρχισε κυριολεκτικά από το μηδέν και οι κάτοικοι είχαν να αντιμετωπίσουν πολλές και μεγάλες δυσκολίες. Η ελληνική κοινωνία παρέμεινε κατά κύριο λόγο αγροτική, με τη γεωργία και την κτηνοτροφία να είναι οι κύριες ενασχολήσεις των κατοίκων της, με ελάχιστους να αποπειρώνται δειλά δειλά να στρέψουν το βλέμμα τους στη βιοτεχνία και το εμπόριο. Κύριο μέλημά τους ήταν η αυτάρκεια στις βασικές και καθημερινές τους ανάγκες, με την κάθε οικογένεια να ρυθμίζει και να προσπαθεί να εξασφαλίσει τα απαραίτητα εφόδια, όπως δημητριακά, όσπρια, κρασί, λάδι, ξύλα για το τζάκι και το φούρνο κλπ. Λέγεται ότι ένας αργαλειός υπήρχε σε κάθε ελληνικό σπιτικό, στον οποίο οι γυναίκες και τα κορίτσια, κατά τον ελεύθερο χρόνο τους, ύφαιναν τα ρούχα τους, τα χαλιά, τα σκεπάσματα και τα σεντόνια της οικογένειας. Με τον τρόπο αυτό, δε χρειάζονταν να αγοράσουν άλλα είδη καθημερινής ανάγκης, εξοικονομώντας χρήματα. Ωστόσο, διάφοροι γυρολόγοι τριγυρνούσαν πεζοί ή με τα ζώα τους, φορτωμένοι με εμπορεύματα, προκειμένου να καλύψουν τις όποιες ελλείψεις του νοικοκυριού.

Χορός των Ευζώνων και χωρικοί στα Μέγαρα, έργο του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ (1933). Πηγή εικόνας: pemptousia.gr

Παροχή νερού δεν υπήρχε στο εσωτερικό των σπιτιών και το μπάνιο γινόταν σε πρόχειρους χώρους, όπως στη σκάφη της αυλής, ενώ για την περιποίηση και για ένα πιο σχολαστικό καθαρισμό των κατοίκων λειτουργούσαν τα δημόσια λουτρά που αποτελούσαν, -κυρίως για το γυναικείο πληθυσμό-, μια από τις ελάχιστες πτυχές κοινωνικοποίησης τους.

Η πόλη της Αθήνας έχρηζε ανασχεδιασμού, ο οποίος, όμως, θα αργήσει να επέλθει. Η ρυμοτομία της Αθήνας ήταν ανύπαρκτη, καθώς τα περισσότερα σπίτια είχαν ισοπεδωθεί και όσα παρέμειναν όρθια ή ξαναχτίστηκαν, έμοιαζαν περισσότερο με καλύβες, παρά με τόπο κατοικίας. Οι αρχιτέκτονες που ανέλαβαν και κατέθεσαν το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο ήταν ο μακεδονικής καταγωγής Σταμάτης Κλεάνθης και ο Βαυαρός Eduard Schaubert. Στόχος τους ήταν να μεταμορφώσουν την κατεστραμμένη και ισοπεδωμένη από τους Τούρκους Αθήνα σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη, σηματοδοτώντας με αυτόν τον τρόπο την έλευση του (νέο)κλασικισμού.

Το κράτος μόλις είχε αρχίσει να οργανώνεται και στις 3/15 Απριλίου του 1833, ιδρύθηκε, με διάταγμα για τη φρούρηση των συνόρων, η εθνοφυλακή ή αλλιώς «οροφυλακή», η οποία λίγους μήνες αργότερα έδωσε τη θέση της στη χωροφυλακή, κατά τα πρότυπα του γαλλικού σώματος, η οποία είχε ως σκοπό τη στερέωση και τη διαφύλαξη της κοινής ασφάλειας. Φυσικά, οι δημόσιες υπηρεσίες απείχαν πολύ (όπως και σήμερα άλλωστε) από αυτό που θα ονομάζαμε «εύρυθμη λειτουργία».

Τα Ελευθέρια, έργο του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ (1933). Πηγή εικόνας: ikivotos.gr

Μια δύσκολη υπόθεση που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες, κατά την περίοδο αυτή, ήταν το θέμα των μετακινήσεων, μιας και η συγκοινωνία σχεδόν δεν υπήρχε και σε τίποτα δε θύμιζε το συγκοινωνιακό δίκτυο της τότε Ευρώπης. Τα τρένα και οι ατμομηχανές που ήδη είχαν κάνει την εμφάνισή τους στις ευρωπαϊκές πόλεις, εδώ ήταν κάτι άγνωστο. Για τις μετακινήσεις τους, πήγαιναν με τα πόδια ή χρησιμοποιούσαν τα ζώα, αλλά οι δρόμοι ήταν κακοσυντηρημένοι και τόσο στενοί που δε μπορούσαν χωρέσουν μαζί δύο φορτωμένα μουλάρια. Λέγεται ότι το 1835 υπήρχαν μόλις δεκαπέντε φανάρια να φωτίζουν την Αθήνα τις νύχτες, με αποτέλεσμα οι μετακινήσεις να διακόπτονται μόλις έπεφτε το σκοτάδι και να γίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνες, καθώς ληστές -πρώην αγωνιστές της επανάστασης, που η βαυαρική εξουσία τους είχε περιθωριοποιήσει-, λυμαίνονταν τα περάσματα των δρόμων. Ο πρώτος δρόμος που αποφασίστηκε να ανοιχτεί, ήταν η οδός Αιόλου και στη συνέχεια, η οδός Αθηνάς, φτάνοντας και οι δύο μέχρι την Ακρόπολη, ενώ αργότερα, η οδός Πατησίων, από την Ομόνοια μέχρι το Πεδίο του Άρεως, αποτέλεσε τον κυριότερο εξοχικό δρόμο, όπου, κυρίως, η αριστοκρατία της εποχής απολάμβανε τον περίπατό της, παρουσιάζοντας, κατά τα χρόνια αυτά, κάποια στοιχεία κοσμικής ζωής.

Η αριστοκρατία, κατά την περίοδο του Όθωνα, συγκεντρώνονταν σε πλούσιες βίλες ή στο παλάτι, συναντιόντουσαν σε εξόδους σε ζαχαροπλαστεία της εποχής και σπανιότερα, σε θεάματα και παραστάσεις όπου, σύμφωνα με ξένους περιηγητές, ήταν πολύ φτωχά και πρόχειρα. Στην περιοχή πίσω από το σημερινό Δημαρχείο της Αθήνας κατασκευάστηκε, το 1840, το πρώτο, πέτρινο θέατρο. Οι τόποι κοινωνικής συναναστροφής, τα «στέκια» της εποχής διέφεραν για το λαό, για τη μεσαία τάξη και για τους πλούσιους, ενώ τα καφενεία αποτελούσαν ένα ακόμα σημείο συνάντησης, αυστηρά για άντρες.

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο διέφερε και το ντύσιμο της εποχής του Όθωνα, αν και για την πλειονότητα εξακολουθούσαν να διατηρούνται οι παραδοσιακές φορεσιές, με τις φουστανέλες και τις βράκες. Οι αριστοκράτες, αλλά και κάποιοι έμποροι και βιοτέχνες, φορούσαν φράγκικα ρούχα, σακάκια και παντελόνια, αποτελώντας αντικείμενα χλευασμού και ειρωνείας από το λαό, που δε μπορούσε να διανοηθεί πώς κάποιος άντρας μπορούσε να φοράει παντελόνι, αντί για φουστανέλα. Με τη σειρά τους, για τις γυναίκες ήταν στη μόδα να μιμούνται τις ενδυματολογικές επιλογές που είχε υιοθετήσει η βασίλισσα Αμαλία.

Γκραβούρα που απεικονίζει Αθηναίους να γιορτάζουν πάνω στην Ακρόπολη (1825). Πηγή εικόνας: digitalzoot.weebly.com

Τέλος, αν και η εκπαίδευση ήταν μέχρι τότε υποτυπώδης, την περίοδο 1833-1837 τέθηκαν οι βάσεις του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, εγκαινιάζοντας την ενιαιοποίησή της σε όλο το ελληνικό βασίλειο, δίχως να λαμβάνονται υπόψιν τυχόν γλωσσικές ή γεωγραφικές ιδιαιτερότητες. Μεταφέρθηκε σχεδόν αυτούσιο το βαυαρικό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο μέχρις ενός βαθμού είχε υιοθετηθεί και σε άλλα κράτη της Ευρώπης. Ως υπεύθυνος για τα εκπαιδευτικά ζητήματα στο ελληνικό κράτος είχε οριστεί ο νομομαθής και φιλέλληνας κόμης Georg Ludwig von Maurer. Το 1834 είναι το έτος που οργανώθηκε η δημοτική εκπαίδευση, ενώ δύο χρόνια αργότερα, το 1836, η μέση εκπαίδευση. Το 1837, εγκαινιάστηκε το Πανεπιστήμιο του Όθωνος, το οποίο την περίοδο της μεσοβασιλείας μετονομάστηκε σε Εθνικό Πανεπιστήμιο, καθορίστηκε η διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος και τέθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές των προγραμμάτων διδασκαλίας. Το 1834, ιδρύθηκε το Διδασκαλείο για την εκπαίδευση αρρένων δασκάλων, που αρχικά είχε ως έδρα το Ναύπλιο, αλλά αργότερα μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Το 1837, ιδρύθηκε το Διδασκαλείο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας (Αρσάκειο), καθώς και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, γνωστά ως Παρθεναγωγεία, όπου κάλυπταν την εκπαίδευση γυναικών εκπαιδευτικών, ενώ η επαγγελματική και η τεχνική εκπαίδευση παρέμεινε σχεδόν ανύπαρκτη.

Όπως, πολύ σωστά, ανέφερε σε μια διάλεξη του στην Αθήνα, το 1925, ο Άγγλος ιστορικός William Miller: «Κατά φυσική συνέπεια οι Έλληνες του 1830 έπασχαν από κάτι παρόμοιο με τους δεσμώτες στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα, οι οποίοι, αιχμάλωτοι σ΄ ένα υπόγειο οίκημα σαν σπηλιά, θαμπώθηκαν, όταν για πρώτη φορά βγήκαν στο λαμπρό φως του ήλιου και στην αρχή βάδιζαν ψηλαφώντας, γιατί δεν έβλεπαν καλά…».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  •  Παπαγεωργίου, Αλέξανδρος–Βενετάς (2019), Ernst Curtius: Το ταξίδι του νόστου 1837-1840, Αθήνα: Εκδ. Καπόν
  • Abut, Edmond (2018), Η Ελλάδα του Όθωνα, Αθήνα: Εκδ. Μεταίχμιο
  • Μπουσέ, Βάνα (2020), Η καθημερινή ζωή στην Ελλάδα του Όθωνα, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας
  • «Η διαμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος», από την ιστοσελίδα Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, διαθέσιμο ΕΔΩ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνα Κούγια
Κωνσταντίνα Κούγια
Γεννήθηκε το 2002 στην Αθήνα. Είναι φοιτήτρια του τμήματος Νομικής στο ΕΚΠΑ. Ως μαθήτρια Λυκείου συμμετείχε σε Πανελλήνια και Ευρωπαϊκά συνέδρια καθώς και σε διαγωνισμούς ρητορικής λαμβάνοντας υψηλές διακρίσεις. Γνωρίζει Αγγλικά, Γαλλικά και αυτή την περίοδο διδάσκεται την Ισπανική γλώσσα. Πάντα την γοήτευε η νομική επιστήμη και στόχος της είναι η αφοσίωσή της σε αυτή. Φιλοδοξία της είναι να ασχοληθεί με την Εγκληματολογία σε μεταπτυχιακό και ακαδημαϊκό επίπεδο. Ο κόσμος της λογοτεχνίας την εντυπωσίαζε από μικρή και στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με την ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων και την απόπειρα συγγραφής.