15.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμη«Πολύχρωμα» κόμματα

«Πολύχρωμα» κόμματα


Του Κυριάκου Ζαχαράκη, 

Το κομματικό φαινόμενο είναι ουσιώδες στοιχείο της φιλελεύθερης δημοκρατίας και, ως τέτοιο, άφησε και εξακολουθεί να αφήνει ανεξίτηλο αποτύπωμα στη νεωτερική κοινωνία. Αναδύθηκε μέσα από τις δυναμικές και τις αντιφάσεις των νεότερων κοινωνιών, σφυρηλάτησε τη δομή των πολιτικών συστημάτων και, προκειμένου να εξασφαλίσει τη μελλοντική του πορεία, έγινε προσαρμοστικό και ευέλικτο. Στα Τετράδια Φυλακής, ο Γκράμσι υπογράμμιζε τη συμβολή των κομμάτων στο πολιτικό πεδίο, λέγοντας ότι «η ιστορία ενός κόμματος σε μια δεδομένη χώρα δεν σημαίνει τίποτε λιγότερο από το να γράψει [κανείς] τη γενική ιστορία αυτής της χώρας από μια μονογραφική σκοπιά, για να φωτίσει μια συγκεκριμένη πλευρά αυτής [της γενικής ιστορίας]».[1]

Το πολιτικό κόμμα συγκροτεί μια θεσμική βάση που επιτρέπει τη συσχέτιση των πολιτών με τους κυβερνητικούς φορείς. Η αμφίδρομη αυτή σχέση αποτελεί νομιμοποιητική δύναμη για την εξουσία, εφόσον καθιστά εφικτή την ενοποίηση αλλά και τη σταθεροποίηση των πολιτικών διαδικασιών. Η «γεφυροποιητική» λειτουργία του πολιτικού κόμματος είναι κομβική για τη διεύρυνση των πολιτικών διεκδικήσεων και, την ίδια στιγμή, για την εναρμόνιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων.[2]

Ιδιαίτερα μάλιστα, τα κόμματα συμβάλλουν στην ενοποίηση μιας κοινωνίας που σπαράσσεται από ταξικές συγκρούσεις. Οι διαιρέσεις με αιχμή την ταξική θέση αμβλύνονται, εφόσον το κόμμα τις εγγράφει στο κράτος με τον μανδύα του «εθνικού συμφέροντος». Και πράγματι, η κύρια νεωτερική όψη του εθνικισμού έχει έντονο πολιτικό περιεχόμενο, που τέμνεται στην απαίτηση για τη δημιουργία κράτους κι, αν αυτό ήδη υπάρχει, αντιπροσωπευτικών θεσμών πολιτικής διακυβέρνησης. Το κεφάλαιο υπάγει τους ταξικούς ανταγωνισμούς σε κηρύγματα περί εθνικής ενότητας, με αποτέλεσμα να βαφτίζει οποιαδήποτε χειραφετησιακή δράση ως εμπόδιο για την επίτευξη ομοψυχίας.[3]

Πολυσυλλεκτικό κόμμα

Η τάση των κομμάτων να απευθύνονται σε διαφορετικά ακροατήρια, με σκοπό τη διεύρυνση της εκλογικής τους απήχησης και την εξασφάλιση ευρύτερης συναίνεσης, μελετήθηκε από τον Όττο Κιρχάιμερ στη θεωρία του πολυσυλλεκτικού κόμματος. Ο πολυσυλλεκτισμός είναι μια ευρεία θεωρία που εξετάζει τον λειτουργικό μετασχηματισμό των πολιτικών κομμάτων σε οργανωτικό, ιδεολογικό και εκλογικό επίπεδο.

Σε κανένα από τα έργα του Κιρχάιμερ δε διαφαίνεται ένας ακριβής ορισμός του πολιτικού κόμματος αυτού του τύπου. Ωστόσο, για να κατανοήσουμε καλύτερα τον όρο, μπορούμε να περιγράψουμε τη διαδικασία μετασχηματισμού ενός κόμματος σε πολυσυλλεκτικό. Η συγκεκριμένη πορεία έχει στον πυρήνα της την αποσκίρτηση από μια άκαμπτη ιδεολογική τοποθέτηση, την ενίσχυση του κομματικού επιτελείου, τον υποβιβασμό του ρόλου που κατέχουν τα κομματικά μέλη, την απόπειρα προσέγγισης ενός ευρύτερου εκλογικού ακροατηρίου, μακριά από μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη και, τέλος, τη συμπόρευση με ομάδες συμφερόντων για οικονομικούς και εκλογικούς λόγους.[4]

Στα σημαντικότερα στοιχεία που διαφοροποιούν το μοντέλο του Κιρχάιμερ από προηγούμενες θεωρίες για τα πολιτικά κόμματα, μπορούμε να κατατάξουμε ενδεικτικά δύο. Κατά πρώτον, το γεγονός ότι ο κομματικός ιδεολογικός προσανατολισμός παύει να είναι από τους κατεξοχήν παράγοντες που κατατείνουν στη συσπείρωση των κομματικών μελών και στην προσέλκυση νέων. Κατά δεύτερον, την ανάδειξη τόσο του κομματικού επιτελείου όσο και του ηγέτη ως στοιχείων που σφραγίζουν την φυσιογνωμία του κόμματος και αποκρυσταλλώνουν τη δομή του.

Με τη διατύπωση ενός πολιτικού προγράμματος, το οποίο αμβλύνει τις διαιρετικές τομές δίνει έμφαση σε συναινετικές και ομογενοποιητικές λύσεις και περιορίζει τις αναφορές σε συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, η ιδεολογία αρχίζει βαθμιαία να ατροφεί ως θεμελιακό χαρακτηριστικό των πολιτικών σχηματισμών. Αναπόφευκτα, λοιπόν, τα πολυσυλλεκτικά κόμματα αντικατοπτρίζουν μεν τις κοινωνικές διαιρέσεις, αλλά την ίδια στιγμή τείνουν να τις μετριάζουν. Και αναμφίβολα οι κοινωνικές διαιρέσεις καλύπτονται από το πέπλο της ιδεολογίας.

Όττο Κιρχάιμερ (1905–1965), μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης. Το πολυδιάστατο έργο του Γερμανοεβραίου νομικού πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, τις πολιτικές και επιστημονικές εμπειρίες και τις συγκρούσεις μεταξύ της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και του εθνικοσοσιαλισμού. Πηγή: rnz.de/

Για να παραμείνει, όμως, στέρεο το κομματικό οικοδόμημα, που πλέον φιλοξενεί στους κόλπους του ετερόκλητες πολιτικές απόψεις, πρέπει να βρεθούν στοιχεία που να εγγυώνται μακροπρόθεσμα ενότητα και σταθερότητα. Το βάρος αρχίζει να πέφτει στην χαρισματικότητα του ηγέτη, στο ευέλικτο οργανωτικό σχήμα, στην ανοιχτή κομματική βάση. Η νομιμοποίηση της κομματικής ηγεσίας δεν εξαρτάται από την υλική ικανοποίηση των συμφερόντων που εκφράζουν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όπως ισχύει στη θεωρία του κόμματος μαζών, αλλά από την προώθηση λύσεων που αγγίζουν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Γενικότερα, ο ρόλος των κομματικών μελών περιορίζεται στην επικύρωση των πρωτοβουλιών που αναλαμβάνει η ηγετική ομάδα.

Η πολιτική θεωρία του Κιρχάιμερ

Το μοντέλο του πολυσυλλεκτισμού είναι αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής θεώρησης που διατρέχει τα γραπτά του Κιρχάιμερ. Έτσι, η κατανόηση του όρου δυσχεραίνεται σημαντικά, αν πρώτα δεν επικεντρωθούμε στις ιδέες που υπέστησαν θεωρητική επεξεργασία από τον ίδιο. Η θεωρία του τοποθετείται στον ιστορικό ρου του Ψυχρού Πολέμου και ειδικότερα στην οικονομική γιγάντωση των δυτικών κοινωνιών, που συντελείτο τότε. Είναι γνωστό ότι ο Κιρχάιμερ ανησυχούσε ιδιαίτερα για τη διάβρωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τόσο λόγω του ολοκληρωτισμού όσο και εξαιτίας της έκλειψης του πολιτικού ανταγωνισμού ή, διαφορετικά, λόγω της απουσίας ενεργής αντιπολιτευτικής δράσης. Σε κομματικά συστήματα που διακρίνονταν από υψηλό βαθμό συναίνεσης γύρω από τον ρόλο του κράτους, όπως αυτό της Δυτικής Γερμανίας, η αντιπολίτευση μπορούσε να συρρικνωθεί και, ως εκ τούτου, η πολιτική να περιοριστεί στη διαχείριση των κρατικών θεσμών.

Βίλλυ Μπραντ και Έριχ Ολενάουερ, το 1954. Δύο φιγούρες που σημάδεψαν την ιστορία του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και έθεσαν τα θεμέλια της στροφής του προς ένα ευρύτερο εκλογικό ακροατήριο. Με το πρόγραμμα του Μπαντ Γκόντενσμπεργκ, η στρατηγική των σοσιαλδημοκρατών συνοψιζόταν στη θέση ότι «η πρόοδος μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από μεταρρυθμίσεις και η εξουσία να κερδηθεί στο κοινοβούλιο». Το κόμμα, παρότι κατόρθωσε να βγει από την πολιτική του απομόνωση, δεν ικανοποίησε τις επιδιώξεις μας μεγάλης ομάδας υποστηρικτών του, που απαιτούσε τη χάραξη μιας μακρόπνοης και ρηξικέλευθης στρατηγικής. (Σέρι Μπέρμαν, Το πρωτείο της πολιτικής. Η σοσιαλδημοκρατία και η Ευρώπη του 20ού αιώνα, Πανεπιστημαικές Εκδόσεις Κρήτης, 2012, σελ. 397–398). Πηγή εικόνας: cvce.eu

Την κατάσταση αυτή την χαρακτήρισε ως εξασθένιση της αντιπολίτευσης, που έχει ως αποτέλεσμα τα κόμματα να αποσύρονται προοδευτικά από την κοινωνία των πολιτών και να μετεξελίσσονται σε κόμματα καρτέλ. Με διαφορετικά λόγια, να μεταμορφώνονται σε κόμματα του κράτους, που διαδραματίζουν τον ρόλο του μεσάζοντα μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και των κρατικών θεσμών, κατευνάζοντας τις αντιθέσεις που ανακύπτουν μεταξύ των δύο πλευρών.

Το θεωρητικό μοντέλο έχει ως αφετηρία το δεδομένο ότι το κράτος επιδιώκει να νομιμοποιήσει τις ενέργειές του μέσω των κοινοβουλευτικών ομάδων, με αποτέλεσμα τα πολιτικά κόμματα να εξαρτώνται όλο και περισσότερο από την κρατική χρηματοδότηση. Ενσωματωμένα, όμως, στο κράτος, τα συστημικά κόμματα δεν αντιστρατεύονται τις κυρίαρχες συνθήκες και δεν καταρτίζουν προγράμματα που να στοχεύουν στη ρήξη με το κατεστημένο. Αυτό που συμβαίνει είναι τα κόμματα, εφόσον αγκυρωθούν στον κρατικό οργανισμό, να αποκόπτονται από τα κοινωνικά τους θεμέλια και να κατανοούν την πολιτική ως μια διαδικασία που διεκπεραιώνεται από επαγγελματίες πολιτικούς. Οι κομματικοί μηχανισμοί, λοιπόν, καταλήγουν να εξατομικεύουν επαγγελματικά την οργανωτική τους δομή. Τελικά, επέρχεται η εκτεταμένη αποπολιτικοποίηση, η αποϊδεολογικοποίηση και η εξασθένηση του κλασικού διαχωρισμού νομοθετικών, εκτελεστικών και δικαστικών λειτουργιών. Η κυριότερη συνέπεια αυτής της εξέλιξης είναι ότι ο μεμονωμένος πολίτης μπορεί να παίξει δευτερεύοντα στην χάραξη της πολιτικής ενός κόμματος.[5]

Η θεωρία του πολυσυλλεκτικού κόμματος φώτισε μια κομβική έννοια της πολιτικής επιστήμης και διαμόρφωσε το σύγχρονο πλαίσιο διαλόγου γύρω από το κομματικό φαινόμενο. Ήταν το εφαλτήριο για τη θεωρητική και εννοιολογική επεξεργασία του κόμματος καρτέλ, το οποίο αποτελεί έναν από τους πολλούς τύπους που χρησιμοποιούνται για την κατάταξη και την περιγραφή των σύγχρονων πολιτικών κομμάτων.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Όπως παρατίθεται στο Κώστας Ελευθερίου, Το πολιτικό κόμμα, ΕΝΑ – Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών, 2021, σελ. 16-17

[2] Alan Ball, Guy Peters, Σύγχρονη πολιτική και διακυβέρνηση. Εισαγωγή στην Πολιτική επιστήμη, Παπαζήσης, 2001

[3] Γιάννης Μηλιός, 1821. Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα, Αλεξάνδρεια, 2020, σελ. 15-18

[4] André Krouwel, Otto Kirchheimer and the catch–all party, West European Politics, 2003

[5] André Krouwel, ό.π.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κυριάκος Ζαχαράκης
Κυριάκος Ζαχαράκης
Γεννήθηκε το 2002 και είναι φοιτητής του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συμμετέχει συστηματικά σε σεμινάρια κοινωνικών και πολιτικών επιστημών. Κατέχει την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα.