Της Μυρτούς Ιωάννου,
Είναι πολλά αυτά τα χαρακτηριστικά που κάνουν έναν καλλιτέχνη σπουδαίο και που αφήνουν το αποτύπωμά του στον χρόνο αναλλοίωτο. Είναι πολλά εκείνα τα χαρακτηριστικά που έχει ο Διονύσης Σαββόπουλος ώστε να είναι, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, ο μεγαλύτερος εν ζωή τραγουδοποιός, ο συμπαθής εκείνος αιώνιος έφηβος που μας «ξυπνά» με τους ποιητικούς του στίχους και τις επαναστατικές του μελωδίες.
Ήρθε στην Αθήνα το 1963 και για μισό αιώνα και πλέον καταπιάνεται με αυτό που είχε μέσα του πάντα. Σκαρώνει τραγουδάκια. Έκανε επιτυχία αμέσως με τον δίσκο του «Φορτηγό» από τη Λύρα, δεν ταλαιπωρήθηκε ιδιαίτερα για αυτό, ούτε για να την διατηρήσει ανά τα χρόνια. Η μεγάλη του ταλαιπωρία ήταν η συνεχής του αμφισβήτηση για τις πολυτάραχες πολιτικές του θέσεις, για τις απόψεις και τις δηλώσεις του. Από πολύ μικρός μπήκε στην αρένα της μουσικής και παρά την εναλλακτική φύση της τέχνης του, που έμοιαζε λίγο ροκ (σε μια εποχή που η ροκ δεν ήταν αγαπητή), λίγο επιθεώρηση (που πάντα «τσιγκλάει»), λίγο από κάτι καινούριο και ξένο που ήταν όμως στο βάθος του πολύ γνωστό και «ζεστό», απευθύνθηκε σε όλους, στους πολλούς, με μεγάλες περιοδίες, γέμισε στάδια. Το μυστικό της επιτυχίας του, αν υπάρχει τελικά ποτέ αυτό το «τρανό μυστικό» ήταν «η καλή διάθεση, καταρχάς. […] Πολύ χάζεμα, επίσης, αλλά και πολλή δουλειά μυρμηγκιού. Θα είναι κι άλλα» λέει ο ίδιος.
Αυτό που τον κάνει ξεχωριστό είναι ο μοναδικός τρόπος που συνδέει την μουσική και τον στίχο, σαν να ήταν από πάντα πλασμένα το ένα για το άλλο, σαν να βγήκαν από το μυαλό και την καρδιά του μαζί. Σε μια συνέντευξη του τον ακούμε να λέει «Δεν έχουν επισημάνει την ταύτιση του στίχου με τον ήχο μου. Οι στίχοι μου από μόνοι τους μπορεί να έχουν ένα α’ ενδιαφέρον, αλλά αν σου τους πω τραγουδιστά, δεν ακούς ένα τραγούδι, ακούς ένα ποίημα. Αυτό μόνο ο Δημήτρης Καράμπελας το είπε στο βιβλίο του και πολύ με ευχαρίστησε. Ανήκω σε μια παράδοση προφορικότητος παλαιότερη και από τη γραφή. Γι’ αυτό και συγγενεύω με τους παραμυθάδες.» Δεν συγγενεύει αλλά είναι ένας σύγχρονος παραμυθάς. Στις συναυλίες του, οι ιστορίες ανάμεσα στις ερμηνείες κλέβουν την παράσταση. Έχει τόσα να σου αφηγηθεί, τόσες σπουδαίες προσωπικότητες να σου αραδιάσει, συνοδοιπόρους της ζωής του. Παρουσιάζει τα γεγονότα, που είναι άλλοτε σκληρά σαν παραμύθια και σου περνάει το νόημα τους όπως ακριβώς ο παππούς την διδαχή στο μικρό παιδί, γλυκά και μαλακά χωρίς να το καταλάβει.
Έμπνευση του; Η ίδια η ζωή που απλώς παρατηρεί αφιλτράριστα και η δυνατότητα του να εκμεταλλευτεί τα βιώματα που έχει και να τα μετατρέψει σε μουσική και στίχο. «Ο καλλιτέχνης μαγνητίζεται και παρατηρεί. Σαν να κάνει διαλογισμό. Αυτή η δουλειά πλουτίζει την ψυχή και νοηματοδοτεί τον βίο. Του δίνει μορφή και λόγο.» Και δίνει σε εμάς το θείο δώρο της μουσικής. «Το κοινό στοιχείο μου με τότε είναι η χαζομάρα και η αδράνεια που επιφέρει. Χαζεύω όταν θαυμάζω κάτι και προτιμώ να μείνω χαζός απέναντί του παρά να πιάσω να το καταγράψω, να το φτιάξω, να το διηγηθώ. Το θαυμάζειν μου προκαλεί μια ραθυμία» λέει.
Ο Σαββόπουλος έχει πολιτικό και κομματικό λόγο. Δεν κρύβεται πίσω από τις σκέψεις του, δεν φοβάται να κάνει λάθος, δεν μένει στην εύκολη θέση της ουδετερότητας. Φυλακίστηκε δύο φορές κατά τη διάρκεια της χούντας, πολλά κομμάτια του λογοκρίθηκαν και δεν κυκλοφόρησαν, χαρακτηρίστηκε «ακίνδυνος αριστερός», έπειτα «δεξιός». Οι δηλώσεις του χλευάστηκαν, έχασε την αξιοπιστία του, στενοχώρησε το κοινό του. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ένας άνθρωπος που αλλάζει γνώμη είναι αναξιόπιστος. Είναι μεγαλύτερη δειλία να εμμένεις σε μια άποψη απλώς γιατί κάποτε την είχες υποστηρίξει παρά να παραδέχεσαι το λάθος σου, και το λάθος μετά από αυτό, ξανά και ξανά. Τι πιο γνήσιο και αυθεντικό από έναν άνθρωπο που αλλάζει γνώμη, ακόμη και για σοβαρά θέματα, ακόμα και αν έχει δημόσια δύναμη, ειδικά σε περιόδους που το πολιτικό σύστημα δεν είναι αξιόπιστο; Να σημειώσουμε πως πολιτικοποιήθηκε αλλά δεν πολιτεύθηκε ποτέ, παρόλο που του ζητήθηκε πολλάκις.
Αιώνιος έφηβος λοιπόν, με την ενέργεια μικρού παιδιού, την ωριμότητα μεγάλου ανθρώπου. Ζει για να πειραματίζεται, να δοκιμάζει και να δοκιμάζεται. Ερμηνεύει με τον ίδιο ζήλο τον «Αύγουστο» του λατρεμένου του φίλου Παπάζογλου και το «Πες το μου ξανά» του Βέρτη (ναι καλά διαβάσατε, με ένα search στο youtube θα βρείτε και τα πειστήρια). Απαράλλαχτος μέσα στα χρόνια, μοντέρνος αλλά διαχρονικός, με μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα, με πόνο για τον νεοέλληνα, συνεχώς σε εγρήγορση, συνεχώς στην επικαιρότητα, σχολιάζει και σχολιάζεται, αγαπάει και αγαπιέται. Από πολλούς, πάρα πολλούς. Σε μία σκιαγράφηση του χαρακτήρα των τραγουδιών του διάβασα το παρακάτω και μου φάνηκε τόσο καίριο που δεν θα μπορούσε να με βρει περισσότερο σύμφωνη: Τα τραγούδια του εμπεριείχαν ευαισθησία χωρίς σεντιμεντάλ ευκολίες, σαρκασμό χωρίς χολή, πολύτιμα σπαράγματα, αποστάγματα και οδηγίες επιβίωσης χωρίς διδακτισμό και κήρυγμα, κλονισμό χωρίς παραίτηση. Ήταν ένας μοναδικός συνδυασμός στίχων, μελωδίας, εκφοράς. Αλλά κυρίως των στίχων.
Πιστεύω πως για τον καθένα που τον αγαπάει, ο Σαββόπουλος είναι ταυτισμένος με ένα τραγούδι. Για μένα είναι πολλά, όπως το «Με αεροπλάνα και βαπόρια», ένα από τα πιο σπαραχτικά καθαρά ελληνικά τραγούδια, κάθε φορά που ακούω το όνομα του όμως από κάπου ξεπετάγεται ένα οικείο σφύριγμα και μια «Συννεφούλα», στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, χρόνια πριν, στην επιστροφή στο σπίτι, που γέμιζε το ταξίδι χαρούμενες φωνές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Διονύσης Σαββόπουλος, wikipedia.org, διαθέσιμο εδώ.
- Ο Διονύσης Σαββόπουλος εν την ακμή του, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Συνέντευξη στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ.