Του Θεοχάρη Χατζημανώλη,
Σαφές κατέστη το μήνυμα των Ελλήνων ψηφοφόρων αναφορικά με την εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς τα αποτελέσματα που ανέδειξε η κάλπη, παρουσιάζουν μετ’εναργείας τις πολιτικές νίκες και ήττες. Το 2019 σίγουρα μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ένα πολιτικό έτος που μας διαβεβαιώνει πως η εκδικητική ψήφος των πολιτών υπάρχει ακόμα και καθορίζει σε κυρίαρχο βαθμό τον πολιτικό χώρο.
Σίγουρα μπορούμε να κάνουμε λόγο για ήττα των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, της Χρυσής Αυγής, των ΑΝΕΛ, του Ποταμιού και της Ένωσης Κεντρώων, ενώ νικηφόρες απέβησαν πέραν της Νέας Δημοκρατίας, οι παρατάξεις του κ. Βελόπουλου και του κ. Βαρουφάκη. Στο ίδιο μήκος κύματος συνεχίζει να πλέει το ΚΙΝΑΛ και το ΚΚΕ. Οι αλλαγές αυτές στην ισορροπία των πολιτικών κομμάτων, θα γίνουν αισθητές στην ευρωπαϊκή σκηνή, στην οποία φέρεται να επικρατούν οι λαϊκιστικές δεξιές παρατάξεις ή και η ακροδεξιά. Στην περίπτωση της Ελλάδας έχουμε έναν διασπασμένο και πλουραλιστικό αριστερό χώρο, μία σταθερή και άμεμπτη κεντροδεξιά και μία εξασθενημένη ακροδεξιά. Αυτή η περιρρέουσα μετριοπάθεια που, αν και παραδοσιακά απουσιάζει ο αμιγώς κεντρώος χώρος από την ελληνική πολιτική αντίληψη, έρχεται σε αντίθεση με τις προστακτικές ετυμηγορίες που εξέδωσαν πολλοί από τους ψηφοφόρους των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών.
Στα εθνικά θέματα και εν όψει εκλογών το καλοκαίρι του 2019 το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής ασφαλώς αποτελεί προοίμιο για τον σχηματισμό του πολιτικού χώρου μετά την επόμενη εκλογή νέων κοινοβουλευτικών αντιπροσώπων. Η επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας και η ποσοστιαία διαφορά με το κυβερνών κόμμα δείχνουν ολοκάθαρα την διάθεση των Ελλήνων πολιτών για αλλαγές και την στροφή της πολιτικής ζωής της χώρας σε έναν περισσότερο τεχνοκρατικό άξονα λήψεως αποφάσεων. Οι πρώτες και ίσως αφιλτράριστες σκέψεις που προκύπτουν είναι το με τι είδους μέτρα θα προωθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ την θέση του για να αμβλύνει την ποσοστιαία διαφορά και αντιστικτικά πώς η Νέα Δημοκρατία θα μπορέσει να χειραφετηθεί προσελκύοντας περισσότερους ψηφοφόρους. Το αν θα εκμεταλλευτεί το ΚΙΝΑΛ. την πολιτική αστάθεια στον χώρο της κεντροαριστεράς, μετά το κενό που δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Και φυσικά το ποια θα είναι η μοίρα των μικρότερων κομμάτων σε επίπεδο εθνικής εκπροσώπησης, πόσο περιορίστηκε η Χρυσή Αυγή πραγματικά, αν οι ΑΝΕΛ υποστούν τον καταληκτικό θερμικό τους θάνατο και αν προλάβουν να συσταθούν αυτή τη μεταβατική περίοδο νέες πολιτικές δυναμικές από καινούργιες φωνές.
Άξια αναφοράς είναι και η κατάσταση που διαμορφώθηκε μετεκλογικά στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης στον πρώτο γύρο των εκλογών. Η επικράτηση περισσότερων κεντροδεξιών και δεξιών αντιπροσώπων τόσο στους δήμους όσο και στις περιφέρειες και μάλιστα με σχετικά ευδιάκριτες διαφορές, αναδεικνύει τον βαθμό διείσδυσης της Νέας Δημοκρατίας στους ζωτικούς νευρώνες του κράτους, αλλά ταυτόχρονα και τον βαθμό δυσπιστίας στην πολιτική που αντιπροσωπεύει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Καταληκτικά πρέπει κριτικά να καταδείξουμε δύο πράγματα. Το πόσο η πολιτική του κυβερνώντος κόμματος ξένισε τον ελληνικό λαό. Με τον θυμοειδή και όχι ορθολογικό τρόπο νομοθεσίας, με τα ακαθόριστης σκοποπροσήλωσης νομοσχέδια, με την συντήρηση της ανύπαρκτης μεταναστευτικής πολιτικής, με την παθητική στάση στην διαχείριση των οικονομικών που ακολούθησε αμέσως μετά την επιδεικτική ιδεοληψία των πρώτων μηνών του 2015, με τον λαϊκισμό και τα μεγαλομανή ψέματα, με την μελανή διπλωματικά «συμφωνία των Πρεσπών». Ο ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί να αντιμετωπίσει το πολιτικό κόστος. Το σημαντικότερο όμως ζήτημα σχετικά με τις εκλογές, που πρέπει να θιχτεί δεν είναι τόσο η τιμωρία του ΣΥΡΙΖΑ. Μάλλον πρόκειται για το ποσοστό της αποχής που ξεπέρασε το 40%. Αυτή η δυστυχής εξέλιξη πρέπει αφ’ ενός να θεωρηθεί αναμενόμενη, χάρη στον βομβαρδισμό των πολιτών και την δημαγωγική τάση στην ελληνική πολιτική τα τελευταία 15 χρόνια η οποία συνάντησε τον καθαρό λαϊκισμό στις αρχές του 2010, αφ’ ετέρου πρέπει να αξιολογηθεί ως απαράδεκτη, έμμεση παράδοση του εκλογικού δικαιώματος και ώθηση σε μία ιδιότυπη ολιγαρχία (απολιτίκ προερχόμενη) που εκ των πραγμάτων αίρει την δημοκρατικότητα της πολιτείας.
Γεννήθηκε στο Λιτόχωρο Πιερίας το 1999. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Στα ενδιαφέροντα και τις δράσεις που αναπτύσσει συμπεριλαμβάνονται θεματικές ενότητες πολιτικής, ιστορίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, οικονομίας και κριτικής της τέχνης. Συμμετέχει σε πολιτικές προσομοιώσεις, επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες και ασχολείται από την παιδική του ηλικία με το θέατρο. Γνωρίζει αγγλικά και ιταλικά. Στο OffLine Post γράφει ιστορικά θέματα.