Του Σωτήρη Σωτηρίου,
Η έκθεση παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας εκδίδεται ετησίως, από το 2004 κι έπειτα, από το World Economic Forum και κατατάσσει τις χώρες ανάλογα με το ποια είναι η θέση που κατέχουν στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα, δηλαδή παρουσιάζει τη συγκριτική ικανότητα των οικονομιών να επιτύχουν διατηρήσιμη ανάπτυξη. Αξιολογεί ποικίλες παραμέτρους, μακροοικονομικές και μικροοικονομικές πτυχές, ώστε να παρουσιάζει την ικανότητα μιας χώρας να παρέχει υψηλά επίπεδα ευημερίας στους πολίτες της. Ο δείκτης συντίθεται από 12 πυλώνες που αφορούν τους θεσμούς, την υποδομή, το μακροοικονομικό περιβάλλον, την υγεία, την εκπαίδευση, την αγορά αγαθών και εργασίας, το μέγεθος αγοράς κ.α. Μάλιστα, η τελευταία έκδοση, αυτή του 2018, αλλάζει τη μεθοδολογία υπολογισμού προσθέτοντας 2 μεταβλητές που αφορούν τις δεξιότητες (Skills) αλλά και τις γνώσεις σε τεχνολογία και πληροφορική (ICT Adoption), ανταποκρινόμενη στις τρέχουσες εξελίξεις και ανάγκες της εποχής της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Η Ελλάδα, το 2018, κατείχε την 57η θέση στις 140 χώρες που αξιολογήθηκαν. Αξιοσημείωτο είναι να αναφερθεί, ώστε να γίνει κατανοητό το ευρύτερο περιβάλλον, πως ο πληθυσμός της χώρας βρίσκεται στα 10.8 εκ (δημογραφική πίεση και Brain Drain οδήγησαν σε αισθητή μείωση του πληθυσμού την τελευταία 5ετία), ο δεκαετής ρυθμός ανάπτυξης είναι αρνητικός κατά -2.9% και η ανεργία υπερβαίνει το 21%. Επίσης, η ανεργία των νέων (18-24 χρόνων) ξεπερνά το 40% και το δημόσιο χρέος είναι υπέρογκο και συνιστά περίπου το 180% του ΑΕΠ.
Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, παρ’όλο που δεν βρίσκεται σε καλή θέση, έχει παρουσιάσει μια ισχνή βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Αναμφίβολα, σταθερά, παράγοντες που συνιστούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη και την επιχειρηματική δράση είναι η δύσκολη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, αφού η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 δεν έφερε μόνο προβλήματα ρευστότητας, αλλά και οδήγησε σε μείωση της φερεγγυότητας, η αναποτελεσματική γραφειοκρατία και οι πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις, η πολιτική αστάθεια και διαφθορά (η κακή θέση της χώρας στο Corruption Perception Index το επιβεβαιώνει κιόλας) και η υψηλή φορολογία που αποτελεί και αντικίνητρο για επενδύσεις. Η αξιολόγηση στο κομμάτι των θεσμών παρουσίασε μια βελτίωση τα τελευταία χρόνια, αν και το κομμάτι της ποιότητας της δημόσιας διοίκησης κατατάσσεται στην 135η θέση στις 140 χώρες. Επιπροσθέτως, στην 133η θέση βρίσκεται η αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου στην διαχείριση και επίλυση διαφορών, καθώς η αργή απονομή δικαιοσύνης αλλά και οι πολλαλές μεταρρυθμίσεις εμποδίζουν το εργό αυτής της ανεξάρτητης εξουσίας. Στο κομμάτι των υποδομών, η συνδεσιμότητα του οδικού δικτύου έχει μια μέτρια θέση στην κατάταξη (63/140), ενώ ικανοποιητική θέση έχουν οι υποδομές που αφορούν λιμάνια και αεροδρόμια.
Στην αποτελεσματικότητα των λιμενικών υπηρεσιών, η Ελλάδα βρίσκεται στην 38η θέση, γεγονός που συνιστά ισχυρό έρεισμα στην ανάπτυξη της ναυτιλίας που είναι και συγκριτικό πλεονέκτημα για τη χώρα μας. Στη χρήση διαδικτύου και στη γνώση πληροφορικής ευρύτερα αποδεικνύεται πως η Ελλάδα προσπαθεί παρά τις οικονομικές δυσχέρειες να ακολουθήσει τις εξελίξεις και βρίσκεται στην 57η θέση, ενώ στον πυλώνα των δεξιοτήτων κατέχουμε μια αρκετά καλή θέση (39/140). Η χώρα μας βρίσκεται ανάμεσα στις 15 καλύτερες στα έτη εκπαίδευσης, οι ψηφιακές δεξιότητες μαθητών και φοιτητών είναι ικανοποιητικές, ωστόσο η κριτική ικανότητα στην εκπάιδευση καθίσταται σχεδόν ανύπαρκτη, με το να βρίσκεται η χώρα μας στην 119η θέση. Η επιρροή των επιδοτήσεων αλλά και των φόρων στον ανταγωνισμό είναι πολύ κακή καθώς και ο ανταγωνισμός στις υπηρεσίες μέτριος. Η ανισότητες ανδρών-γυναικών στον εργασιακό χώρο είναι έντονες και η παραγωγικότητα σε συνάρτηση με τα εισοδήματα μη επαρκής. Ανάμεσα στις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, αδιαμφισβήτητα, βρίσκονται και οι πολυάριθμες εισαγωγές που συνιστούν το 35% του ΑΕΠ μας. Η καινοτομία στο χώρο των επιχειρήσεων είναι επίσης ανύπαρκτη (120/140) αλλά και ο χρόνος που χρείαζεται για να ιδρυθεί μια επιχείρηση βρίσκεται σε κακή θέση. Καταλήγοντας, εμπόδιο στην εύρευση καινοτομίας είναι και οι χαμηλές δαπάνες σε έρευνα και ανάπτυξη, παρά το γεγονός ότι υπάρχει πλεόνασμα επιστημόνων, το οποίο βέβαια οφείλεται στο υψηλό ποσοστό ανεργίας.
Τέλος, η αξιολόγηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος βρίσκεται στην 114η θέση με την χρηματοδότηση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων να βρίσκεται στην προτελευταία θέση. Έτσι, καθίσταται σαφές κιόλας πως όσο διαιωνίζονται τα προβλήματα στον τραπεζικό τομέα, ο φαύλος κύκλος της κρίσης δεν βελτιώνεται και η χώρα παραμένει δέσμια μιας μέτριας ή ανύπακρτης ανάπτυξης.
Στα πλαίσια μάλιστα του τραπεζικού τομέα, αξίζει να επισημανθεί πως τα capital controls που επιβλήθηκαν το 2015 επέφεραν μία ακόμη πτυχή-παράγοντα που αυξάνει και τον πολιτικό κίνδυνο στη χώρα.
Αυτή η σύντομη σκιαγράφηση της ελληνικής οικονομίας και των πτυχών της ανταγωνιστικότητάς προβάλει εμαφανώς και τις προκλήσεις που καλείται να διαχειριστεί η πολιτεία προκειμένου να αλλάξει ριζικά η κατάσταση. Μια πολιτική φιλική σε επενδύσεις, με καλύτερες ρυθμίσεις στη φορολογία, η πολιτική σταθερότητα και συνεργασία, η ψηφιοποίηση και η αποφυγή της αναποτελεσματικής γραφειοκρατίας, η ρύθμιση του τραπεζικού τομέα, άλλοτε μάλιστα καθοριστικός χώρος για την ελληνική οικονομία, οι δαπάνες σε έρευνα και ανάπτυξη για βελτίωση καινοτομίας, η πιο αποτελεσματική και γρήγορη απονομή δικαιοσύνης ακόμη και η περαιτέρω κριτική σκέψη στο χώρο της εκπαίδευσης καθίστανται επιτακτικές. Δέκα χρόνια μετά την κρίση που ξέσπασε με την κατάρρευση της Lehman Bothers και πέρασε και ως κρίση στην Ευρωζώνη, και παρά το γεγονός ότι πολλές οικονομίες που ταλανίστηκαν από την τραπεζική και κρίση χρέους στην Ευρώπη ξέφυγαν από την ύφεση, η Ελλάδα έχει μάλλον ακόμη να διανύσει μια μεγάλη απόσταση ώστε να ανταγωνιστεί άλλες χώρες ευρωπαϊκές και μη και να βελτιώσει τη θέση της διεθνώς.