Της Ραφαέλας – Γεωργίας Τσιμτσιλή,
Η Νταϊάν Άρμπους ήταν μία από τις σημαντικότερες φωτογράφους του 20ού αιώνα. Φωτογράφιζε περιθωριοποιημένους ανθρώπους, θέλοντας να δείξει τη γαλήνη και την πραότητά τους.
Η Νταϊάν Νεμέροφ, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1923 και ήταν κόρη ενός ευκατάστατου Εβραίου ζευγαριού, το οποίο κατείχε πολυκατάστημα με γούνες και πολυτελή αξεσουάρ στην “Fifth Avenue”. Στην οικογένεια κυλούσε καλλιτεχνικό αίμα, καθώς ο πατέρας της, Ντέιβιντ, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, η αδερφή της με τη γλυπτική, ενώ ο αδερφός της ήταν ο βραβευμένος με Πούλιτζερ ποιητής, Χάουαρντ Νεμερόφ.
Σε ηλικία 14 ετών, ερωτεύτηκε έναν ιδιαίτερο άνδρα, τον φωτογράφο Άλλαν Άρμπους, τον οποίο παντρεύτηκε μόλις ενηλικιώθηκε, παρακούγοντας τις επιταγές των γονιών της. Ο Άλλαν έμελλε να γίνει ο μέντοράς της, καθώς, εκείνος στάθηκε η αφορμή για να ασχοληθεί με τη φωτογραφία. Το 1946, μετά τον πόλεμο, άνοιξαν μαζί το φωτογραφικό στούντιο «Νταϊάν και Άλλαν Άρμπους» και στην αρχή της καριέρας της τραβούσε φωτογραφίες την υψηλή κοινωνία, οι οποίες κοσμούσαν τις σελίδες των περιοδικών. Εργάστηκε για πολλά περιοδικά και πήγαινε σε συγκεντρώσεις πλουσίων, σε γάμους και σε εκδηλώσεις.
Η οπτική αυτή, όμως, δεν τη χαροποιούσε. Σύντομα, επικεντρώθηκε στο προσωπικό της φωτογραφικό έργο, που ήταν κυρίως ασπρόμαυρες τετράγωνες φωτογραφίες ιδιαίτερων και ασυνήθιστων προσώπων. Έψαχνε άτομα που ήταν έξω από τις τυποποιημένες νόρμες και την δυτική κουλτούρα του αρεστού, πήγαινε σε τσίρκα, πάρκα και σε στέκια περιθωριακών, τραβούσε γίγαντες, νάνους, τρανσέξουαλ, ανθρώπους με περίεργα χαρακτηριστικά, ατέλειες και ψεγάδια, άτομα που δεν έχαιραν κοινωνικής αποδοχής.
Το έργο της αναγνωρίστηκε ως ένα νέο είδος φωτογραφικής τέχνης, χαρακτηριστικό γνώρισμα του οποίου ήταν η μικρή απόσταση που κράταγε από τους πρωταγωνιστές, το βλέμμα των οποίων ήταν πάντα «καρφωμένο» στον φακό. Δεν φοβόντουσαν να αφεθούν και να φανερώσουν τις «άσχημες» πτυχές τους, που τους έκαναν μοναδικούς. Η καριέρα της άνθισε, δίδαξε φωτογραφία και έτσι, το 1963 και το 1966 βραβεύτηκε με το “Guggenheim Fellowships”. Συνάμα, οι φωτογραφίες της κόσμησαν το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και υπήρξε η πρώτη Αμερικανίδα φωτογράφος που πήρε μέρος στο Μπιενάλε της Βενετίας, ένα χρόνο μετά τον θάνατό της.
Δυστυχώς, όμως, έπασχε από κατάθλιψη, όπως και η μητέρα της. Στις 26 Ιουλίου 1971, σε ηλικία 48 ετών και δύο χρόνια μετά τον χωρισμό της, έδωσε τέλος στην ζωή της, παίρνοντας χάπια και κόβοντας τις φλέβες της, στην οικεία της, στη Νέα Υόρκη.