Της Νάντιας Κούγια,
Η άλωση της Μονεμβασιάς, της αρχαίας Μινώας, κατά τους πρώτους μήνες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, περιλαμβάνει γεγονότα χαρακτηριστικής τραγικότητας, προδοσίες, ίντριγκες και απίστευτη ωμότητα. Κατόπιν προσεκτικής μελέτης ο ιστορικός Στάθης Κουτρουβίδης αναφέρει: «όσα συνέβησαν στη Μονεμβασιά έχουν ξεχωριστή σημασία, μιας και η ροή των γεγονότων “σπάει” τα στερεότυπα με τα οποία μεγάλωσαν γενιές και γενιές, ξεπερνώντας τα απλοϊκά σχήματα των “καλών Ελλήνων” και των “κακών Τούρκων”, καθώς αποδεικνύεται ότι οι καταστάσεις είναι συνήθως πιο σύνθετες και δεν υπακούνε μόνο σε “εθνοκεντρικές” προσεγγίσεις».
Η Μονεμβασιά αποτελούσε μια ιδιάζουσα περίπτωση στην Πελοπόννησο, που βρισκόταν υπό την Οθωμανική διοίκηση, μιας και οι Έλληνες της μικρής πόλης ήταν πολύ λιγότεροι από τους Τούρκους, οι οποίοι είναι γεγονός ότι είχαν ασπαστεί πλήρως τα ήθη, τα έθιμα και τον τρόπο ζωής των Ελλήνων. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, πολλοί από τους Τούρκους της Μονεμβασιάς είχαν ελληνική καταγωγή μιας και οι ρίζες τους προέρχονταν από Έλληνες που είχαν εξισλαμισθεί, προκειμένου να αποφύγουν την πίεση των πρώτων χρόνων της δουλείας. Τη μόνη διαφορά που θα μπορούσε να σημειώσει κάποιος μεταξύ των δύο πληθυσμών ήταν η θρησκευτική, αλλά ακόμα και αυτή δεν είχε σταθεί εμπόδιο για μια ειρηνική ελληνοτουρκική συνύπαρξη, που η επιβίωση λόγω της έντονης φτώχειας αποτελούσε την πρώτιστη και ίσως την απόλυτη προτεραιότητα. Η φημολογία περί εξεγέρσεως των Ελλήνων ραγιάδων δεν φαίνεται να είχε προκαλέσει στους αγάδες της Μονεμβασιάς καμία ανησυχία, αφού την απέδιδαν σε ραδιουργίες του Αλή Πασά. Μόλις, όμως, έφτασαν τα νέα για την κήρυξη της επανάστασης, πρώτα στη Μάνη και στη συνέχεια στο Μαραθωνήσι (Γύθειο) στις 23 Μαρτίου, οι Τούρκοι της Μονεμβασιάς συνειδητοποίησαν τη σοβαρότητα της κατάστασης και κλείστηκαν στο φρούριο της πόλης, στη σημερινή καστροπολιτεία, που βρίσκεται στο μεγάλο βράχο της Μονεμβασιάς.
Μαζί με τους Μονεμβασίτες Τούρκους, στο κάστρο κλείστηκαν και ελληνικές οικογένειες, χριστιανοί κάτοικοι που είχαν ξεμείνει στο εσωτερικό της οχύρωσης καθώς και Τούρκοι από τις γειτονικές πόλεις. Στις 15/28 Μαρτίου του 1821, ο επίσκοπος Έλους, Άνθιμος, ευλόγησε τις σημαίες των οπλαρχηγών και με επικεφαλής τον Πιέρρο Μαγγιόρο Γρηγοράκη, ο οποίος ανέλαβε την γενική αρχηγία της επιχείρησης, ξεκίνησε η πολεμική εμπλοκή. Η ιδιαίτερη μορφολογία της Μονεμβασιάς την μετέτρεπε σε ένα φυσικό οχυρό και την καθιστούσε ένα απόρθητο φρούριο, δυσχεραίνοντας τις προσπάθειες άλωσης για τους πολιορκητές. Ο αριθμός των Τούρκων εντός του φρουρίου ανερχόταν σε 4500, και ενώ είχαν αρκετά πολεμοφόδια και τρόφιμα, αυτά δεν θα αρκούσαν περισσότερο από δύο μήνες.
Στις 28 Μαρτίου του 1821, οι πολιορκημένοι επιχείρησαν έξοδο, προκειμένου να πολλαπλασιάσουν τα πολεμοφόδιά τους, ωστόσο αυτή τους η προσπάθεια απέτυχε παταγωδώς και τους ανάγκασε να επιστρέψουν, έχοντας μάλιστα και σημαντικές απώλειες. Αναζητώντας τρόπους για να αντιμετωπίσουν ανάλογα φαινόμενα τις επόμενες μέρες, οι πολιορκητές αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια από τους Σπετσιώτες, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν άμεσα, στέλνοντας μοίρα με έντεκα πλοία και δημιουργώντας στενότερο κλοιό εναντίον των Τούρκων υπό το Γεώργη Πάνου στις 4 Απριλίου. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι πολιορκημένοι άρχισαν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα έλλειψης τόσο τροφής όσο και κυρίως νερού. Ωστόσο, παρά την πρόσκαιρη ενίσχυση των Σπετσιωτών, και οι πολιορκητές άρχισαν να αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα, μιας και ο δικός τους ανεφοδιασμός δεν ήταν εύκολος και το γεγονός να βρεθούν χωρίς τροφοδοσία αδυνατούσε και την ενίσχυση που λάμβαναν μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Στις 18 Μαΐου, οι αποκλεισμένοι Τούρκοι επιχείρησαν για ακόμα μια φορά έξοδο, καταλαμβάνοντας ένα πλοιάριο, το οποίο είχε ελλιμενιστεί, και κατορθώνοντας να αποσπάσουν τη γέφυρα από τους επιτιθέμενους. Ο Έλληνας Παναγιώτης Μερτσάνης θα τιμωρηθεί σκληρά, όταν με την έλευση του στην πολιορκία προσπαθεί μέσω των πληροφοριών που δίνει στους πολιορκημένους για τις επιτυχίες του Κεχαγιαμπέη να αναπτερώσει τις ελπίδες των πολιορκημένων. Οι αποκλεισμένοι Τούρκοι σχεδιάζουν νέες κινήσεις απεμπλοκής και αντεπίθεσης, επιχειρώντας έξοδο με εκατόν εβδομήντα μαχητές. Ως στόχο είχαν να δημιουργήσουν σύγχυση στο στρατόπεδο των Ελλήνων και να τους καθηλώσουν, όμως η απουσία της παρέμβασης περισσότερων Τούρκων οδήγησε την έξοδο αυτή σε αποτυχία. Ο Μερτσάνης, ο οποίος την στιγμή της επιχείρησης εξόδου βρέθηκε στις γραμμές των Τούρκων, αιχμαλωτίστηκε από τους Σπετσιώτες και τους Μανιάτες και τιμωρήθηκε για την προδοτική του στάση παραδειγματικά. Στην προσπάθειά τους να διατηρούνται σε ανεκτή κατάσταση, οι πολιορκημένοι Τούρκοι αγάδες του κάστρου επέτρεπαν να φεύγουν από τους αποκλεισμένους χριστιανοί και μουσουλμάνοι, προκειμένου να μειωθεί ο πληθυσμός στο εσωτερικό και να μπορέσουν να συντηρηθούν. Η κατάσταση, όμως, συνεχώς χειροτέρευε και οι ελπίδες τους μειώνονταν, με αποτέλεσμα οι πεινασμένοι να φτάσουν σε σημεία κανιβαλισμού.
Στις 9 Ιουνίου του 1821, η Πελοποννησιακή Γερουσία με επίσημη επιστολή της ζητούσε από τους πολιορκημένους να παραδοθούν στις ελληνικές δυνάμεις και να αποχωρήσουν δίχως προβλήματα. Ο Ιμπραήμ Μπουλούκμπασης ανέλαβε από την πλευρά των αποκλεισμένων την διαπραγμάτευση για την παράδοση της πόλης, την φυγή τους και την ασφαλή μετάβασή τους στο Ναύπλιο. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, όπου η άφιξή του διαμόρφωνε νέες συνθήκες στην ηγεσία της επανάστασης, ήταν το πρόσωπο που ενέπνεε εμπιστοσύνη στους πολιορκημένους Τούρκους. Όρισε, λοιπόν, ως διαπραγματευτή τον ακόλουθό του, Αλέξανδρο Καντακουζηνό. Μεταξύ άλλων, ο Καντακουζηνός αξίωσε από τους πολιορκημένους να πληρώσουν το κόστος της πολιορκίας, αξίωση που απορρίφθηκε. Ο Έλληνας εκπρόσωπος απέρριψε με την σειρά του την τουρκική πρόταση, η οποία ζητούσε την παράδοση της πόλης αλλά όχι και του φρουρίου. Η απόρριψη αυτή είχε καθαρά στρατηγικό χαρακτήρα, μιας και δεν μπορούσε να παραδοθεί η πόλη, αλλά το φρούριο της πόλης να παραμείνει σε τουρκικά χέρια. Διαπραγματευτικά οι Έλληνες είχαν το πάνω χέρι και διέθεταν ευχέρεια κινήσεων.
Οι Τούρκοι βρίσκονταν σε απόγνωση και έφταναν κοντά στις ελληνικές γραμμές συνοδευόμενοι από Έλληνες, τους οποίους μεταμφίεζαν σε μουσουλμάνους ζητώντας έλεος. Οι περισσότεροι Έλληνες φυγαδεύτηκαν με αυτό τον τρόπο, ενώ εντός φρουρίου παρέμειναν τελικά μόλις έξι ελληνικές οικογένειες, των οποίων, όμως, ο ρόλος αποδείχθηκε κομβικός. Οι αγάδες αντιλαμβανόμενοι ότι βρίσκονταν σε δύσκολη θέση επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν τους εναπομείναντες Έλληνες του φρουρίου ως ομήρους. Τότε ακριβώς μπήκε σε εφαρμογή το τέχνασμα του Κατακουζηνού, ότι δεχόταν να παραδοθεί μόνο η πόλη και όχι το φρούριο, προκειμένου να «σπάσει» την αδιαλλαξία των Τούρκων αγάδων με την προϋπόθεση ότι έπρεπε να υπογράψουν τη σχετική συνθήκη. Οι φρουροί των αγάδων άνοιξαν τις πύλες, το κόλπο είχε πιάσει και η ελληνοτουρκική συνεργασία αποδείχτηκε καταλυτική. Η λύση επιβλήθηκε για όλους τους πολιορκημένους και οι αγάδες υποχρεώθηκαν σε συνθηκολόγηση. Οι όροι όπου απαιτούσε ο Καντακουζηνός από τους αγάδες, αλλά και από τον υπόλοιπο πληθυσμό αφορούσαν την ελευθερία των Τούρκων προς όποια κατεύθυνση, αφήνοντας στα φρούρια τον οπλισμό τους. Επίσης, τους έδινε το δικαίωμα να μεταφερθούν στα Κύθηρα, όρος που δεν τηρήθηκε, μιας και ο Καντακουζηνός επικοινώνησε με τον Άγγλο διοικητή του νησιού, ενημερώνοντάς τον ότι ο τουρκικός πληθυσμός που πιθανώς να εγκαθίστατο στο νησί να υπέφερε από μολυσματικές ασθένειες.
Η πλειοψηφία των Τούρκων που επέζησε, μόλις 750 συνολικά, πήρε το θαλάσσιο δρόμο προς τα παράλια της Μικράς Ασίας. Στις 21 Ιουλίου του 1821, υπογράφηκε η παράδοση της πόλης και οι Τούρκοι παρέδωσαν τα κλειδιά των φρουρίων στις ελληνικές δυνάμεις. Η 23η Ιουλίου 1821 αποτέλεσε ορόσημο μιας και ήταν η πρώτη μέρα που η πόλη βρέθηκε επισήμως σε ελληνικά χέρια. Μια είδηση που αποτέλεσε πηγή ενθουσιασμού στους ελληνικούς πληθυσμούς της Πελοποννήσου και προκάλεσε τρόμο στους Οθωμανούς πολιορκημένους της Τριπολιτσάς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κόκκινος, Διονύσιος Α. (1974) Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. Α΄, 6η έκδοση, Αθήνα: Εκδ. Μέλισσα
- Κρέμος, Γεώργιος (1839-1926) (1879) Χρονολόγια της Ελληνικής Ιστορίας, Αθήνα: Τυπογραφείο Δημητρίου Ιασεμίδου
- Χρυσανθόπουλος, Φώτιος(Φωτάκος) (1858)Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής
Επαναστάσεως, Αθήνα: Τυπογραφείο-Βιβλιοπωλείο Π.Δ. Σακελλαρίου