Της Ρένας Δανατζή,
Καρκίνος. Όλοι έχουμε δυστυχώς κάτι να θυμόμαστε. Κάποιος που έφυγε, κάποιος που ακόμα παλεύει ή κάποιος που γλίτωσε τελευταία στιγμή. Νομίζω πως στο άκουσμα της λέξης, κυριαρχούν περισσότερο τα συναισθήματα παρά οι αναμνήσεις. Μία άγαρμπη αναταραχή. Ακόμα και αν δεν έχεις χάσει κάποιον δικό σου, σίγουρα ξέρεις μία ιστορία απώλειας από καρκίνο.
Είναι η γνώριμη διαδικασία που παίζει σαν παλιά ταινία του σινεμά. Το φιλμ με τις στιγμές που έρχονται στο μυαλό σου η μία πίσω από την άλλη. Ένα έντονο πρεσάρισμα, πως ενώ ήθελες, δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Παρατηρούσες τον χρόνο να περνά αργά και να γδέρνει μέρα με την μέρα τον δικό σου άνθρωπο. Εσωτερικά, εξωτερικά και κυρίως ψυχικά.
Δεν ξέρω το γιατί, όμως έχουμε την τάση να φοβόμαστε να κοιτάξουμε τον καρκίνο στα μάτια. Φοβόμαστε να συζητήσουμε γι’ αυτό. Δειλιάζουμε ακόμα και να συμβουλευτούμε κάποιον ψυχολόγο. Και έτσι, οι μέρες περνούν κι εμείς απλά περιμένουμε. Περιμένουμε και ελπίζουμε ταυτόχρονα. Η αλήθεια στην πραγματικότητα, βρίσκεται κάπου στη μέση. Ο καρκίνος μοιράζεται. Σε αυτόν που το ζει και σε αυτούς που τον στηρίζουν. Ο ένας αφήνεται στην ασθένεια, και όλοι οι υπόλοιποι στον φόβο της απώλειας.
Είναι λογικό. Όμως, παράλληλα, είναι άκρως εγωιστικό. Η δύναμη της αγάπης οφείλει να υπερτερήσει και να τα αντιμετωπίσει όλα. Όσοι έχουμε ζήσει ή ζούμε την διαδικασία αυτή, είμαστε υποχρεωμένοι να βρούμε τα ψυχικά αποθέματα και να σταθούμε βράχοι στον άνθρωπο που το χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Χωρίς θέατρο, χωρίς πνιχτά κλάματα και χωρίς υπερβολές. Έτσι πρέπει. Αυτό οφείλουμε στον άνθρωπο που κάθε μέρα παίζει στη ρουλέτα της ζωής του.
Χρειάζεται όλοι να γίνουμε μία γροθιά. Να μάθουμε να διαχειριζόμαστε τις συναισθηματικές κρίσεις και να δώσουμε όλη μας την δύναμη στον άνθρωπο που το χρειάζεται. Σαφώς και είναι δύσκολο. Είναι όμως, καθήκον.
Το οφείλουμε. Όχι μόνο στον άνθρωπο που νοσεί. Αλλά και στον εαυτό μας. Μην ξεχνάτε ούτε ένα λεπτό τα παρακάτω: Είναι οι ίδιοι άνθρωποι, που μέχρι να μάθουν για την αρρώστια ζούσαν όπως όλοι εμείς. Έπιναν τον καφέ τους, δούλευαν, είχαν τις οικογένειές τους, γελούσαν με κωμωδίες, στήριζαν τα παιδιά τους, πήγαιναν στο καφενείο, είχαν άγχος για τη ζωή, όνειρα για το μέλλον και αξιοπρέπεια. Δεν τους αρμόζει η λύπηση. Όπως επίσης, δεν τους αρμόζει και ο ψυχολογικός εξευτελισμός. Είμαστε υποχρεωμένοι να τους σεβαστούμε από την αρχή μέχρι το τέλος. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο.