17 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΡαντάρ Αναπτυσσόμενων ΧωρώνΙνδία - Μέρος Β': Όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν αντισταθμίζουν την αύξηση...

Ινδία – Μέρος Β’: Όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν αντισταθμίζουν την αύξηση του πληθυσμού


Της Δέσποινας Βλάχου,

Στο προηγούμενο μέρος εξετάσαμε κάποια βασικά πράγματα για την Ινδία. Είδαμε εν συντομία την ιστορία της και κάποιες από τις βασικές πτυχές της ζωής εκεί. Αναφέραμε πως η Ινδία αποτελεί έναν πολύ σημαντικό παίκτη της παγκόσμιας οικονομίας και πως διαθέτει επιστημονικό προσωπικό. Αυτά τα γνωρίσματα δεν συναντώνται συνήθως στις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά στις ανεπτυγμένες. Για ποιο λόγο, λοιπόν, η Ινδία θεωρείται αναπτυσσόμενη χώρα; Η απάντηση βρίσκεται στα δεδομένα και τους δείκτες που παρουσιάζονται παρακάτω.

Ο ρυθμός ανάπτυξης του Πραγματικού ΑΕΠ της Ινδίας για την περίοδο 1980-2020. Το Πραγματικό ΑΕΠ προκύπτει εάν αφαιρέσουμε από το ΑΕΠ την επίδραση του πληθωρισμού. Αυτό μας βοηθά στο να αποφεύγουμε τις “πλασματικές” αυξήσεις του εγχώριου εισοδήματος. Στο παραπάνω διάγραμμα φαίνεται και η <<βουτιά>> του ρυθμού Ανάπτυξης το 2020 εξ’ αιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού. Πηγή: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τις τελευταίες 2 δεκαετίες, η Ινδία γνώρισε υγιή οικονομική ανάπτυξη ως μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες του κόσμου. Η φτώχεια έχει μειωθεί κατά το ήμισυ από το 2004, και επίσης η Ινδία έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο στη μείωση της απόλυτης φτώχειας. Μεταξύ 2011 και 2015, περισσότερα από 90 εκατομμύρια άνθρωποι απομακρύνθηκαν από την ακραία φτώχεια. Από τις αρχές του 21ου αιώνα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν 6% έως 7%, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης από το 2000 και εξής δεν έπεσε κάτω από το 3%.

Όπως διαφαίνεται και στο παρακάτω γράφημα, από την δεκαετία του 1990 η Ινδία γνώρισε ταχεία οικονομική άνθιση, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να βρίσκεται σε ανοδική πορεία. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να αναφέρουμε, όμως, ότι η ανάπτυξη αυτή δεν ήταν αρκετή για να αντισταθμίσει την ραγδαία αύξηση του πληθυσμού. Ειδικότερα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ινδία ήταν κατά μέσο όρο 776,61 USD από το 1960 έως το 2019, φθάνοντας στο υψηλό όλων των εποχών στα 2.099 USD, το 2019. Ωστόσο, το κατά κεφαλήν εισόδημα παραμένει κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο και βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τον ρυθμό ανάπτυξης, γεγονός που οφείλεται στον μεγάλο πληθυσμό της. 

Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ινδία, κατά την περίοδο 1980-2020. Πηγή: World Bank

Στον τομέα της υγείας, οι ιατρικές και δημόσιες υπηρεσίες υγείας της Ινδίας έχουν βελτιωθεί δραματικά από το 1947 και εξής. Ως αποτέλεσμα, το μέσο προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση έχει αυξηθεί περισσότερο από 25 χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με τις προσδοκίες στις πιο εύπορες κοινωνίες του κόσμου. Η Ινδία διαθέτει ένα τεράστιο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές διαφορές στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών, καθώς και μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής υγειονομικής περίθαλψης.

Το σύστημα υγείας χαρακτηρίζεται από δύο πολύ διαφορετικούς τομείς: τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Στον δημόσιο τομέα, η κάλυψη της υγείας είναι καθολική, αλλά το σύστημα δεν χρηματοδοτείται και οι εγκαταστάσεις αντιμετωπίζουν ελλείψεις προσωπικού και προμηθειών. Λόγω της έλλειψης πόρων και υπηρεσιών, πολλοί Ινδοί πολίτες στρέφονται στον ιδιωτικό τομέα για φροντίδα. Το σύστημα δημόσιας υγείας διέπεται από τις 28 πολιτείες και τις επτά περιοχές της Ινδίας, γεγονός το οποίο έχει δημιουργήσει έντονες διαφορές μεταξύ τους. Οι ανισότητες στην υγεία είναι διαδεδομένες μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων κρατών με υποχρηματοδοτούμενα συστήματα υγείας, τα οποία, σε πολλές περιπτώσεις, υπολειτουργούν και δεν ρυθμίζονται αποτελεσματικά.

Οι περισσότερες αγροτικές περιοχές υποφέρουν, επίσης, περισσότερο από έλλειψη ιατρού και λιγότερο κατάλληλη υγειονομική περίθαλψη.  Παράλληλα, η χώρα συνεχίζει να αγωνίζεται με τις μεταδοτικές ασθένειες και στερείται πρόσβασης σε ασφαλές πόσιμο νερό. Ασθένειες που προκαλούνται από υδρόβιους οργανισμούς συμβάλλουν στη θνησιμότητα, κυρίως μεταξύ των παιδιών. Ο θάνατος από την πείνα είναι σπάνιος πλέον, ωστόσο, ο υποσιτισμός επιμένει σε όλη τη χώρα, επηρεάζοντας επίσης τα παιδιά.

Οι συνολικές δαπάνες για την υγεία αντιπροσώπευαν το 3,5% του ΑΕΠ της Ινδίας για το 2017. Βάσει των τελευταίων διαθέσιμων στοιχείων που διαθέτει η Παγκόσμια Τράπεζα, οι δαπάνες της κυβέρνησης της Ινδίας για τη δημόσια υγεία είναι οι χαμηλότερες μεταξύ των χωρών της G20, που κυμαίνονται περίπου στο 3,5% του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια (2015-2018). Παράλληλα, σύμφωνα με τον OECD, για το 2017 αντιστοιχούσαν 0,8 γιατροί ανά 1.000 κατοίκους, ενώ για την ίδια περίοδο, αντιστοιχούσαν περίπου 1,5 νοσοκόμοι ανά 1.000 κατοίκους, και αντίστοιχα 0,5 κρεβάτια νοσοκομείου ανά 1.000 κατοίκους.

Οι τρέχουσες δαπάνες για την υγεία ως ποσοστό του ΑΕΠ. Πηγή: World Bank

Όσον αφορά το ζήτημα της εκπαίδευσης, η Ινδία έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο στη βελτίωση της πρόσβασης σε ποιοτική εκπαίδευση, στην αύξηση της εγγραφής στο δημοτικό σχολείο και στη μείωση του αριθμού των παιδιών εκτός σχολείου. Η παροχή δωρεάν και υποχρεωτικής εκπαίδευσης για όλα τα παιδιά έως 14 ετών συγκαταλέγεται στις κατευθυντήριες αρχές του ινδικού συντάγματος. Η Παγκόσμια Τράπεζα αναφέρει ότι μεταξύ 2000 και 2017, η εγγραφή στο δημοτικό σχολείο αυξήθηκε περισσότερο από 33 εκατομμύρια: από 156,6 εκατομμύρια το 2000–01, σε 189,9 εκατομμύρια το 2017–18.

Ενώ τα νούμερα αυτά ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των 29 περιφερειών της Ινδίας, τα 2/3 των περιοχών αυτών έχουν πετύχει σε ένα μεγάλο βαθμό καθολική πρόσβαση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ωστόσο, από τους 100 μαθητές, το 29% των κοριτσιών και των αγοριών εγκαταλείπουν το σχολείο πριν ολοκληρώσουν τον πλήρη κύκλο της στοιχειώδους εκπαίδευσης και συχνά είναι τα πιο περιθωριοποιημένα παιδιά. Σύμφωνα με έρευνες του 2017, τα μισά από τα παιδιά που πηγαίνουν δημοτικό –που αποτελούν σχεδόν 50 εκατομμύρια– δεν επιτυγχάνουν κατάλληλα επίπεδα μάθησης.

Εκτός από τα δημόσια χρηματοδοτούμενα σχολεία, υπάρχουν σε όλα τα επίπεδα ιδιωτικά και εκκλησιαστικά σχολεία. Ειδικότερα, αξίζει να γίνει μια αναφορά και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πολλά κεντρικά πανεπιστήμια και άλλα εξειδικευμένα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βρίσκονται υπό τον κυβερνητικό έλεγχο, ενώ ο αριθμός των πανεπιστημίων και των αντίστοιχων ιδρυμάτων αυξήθηκε περισσότερο από επτά φορές τις πρώτες τέσσερις δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία, ενώ ο αριθμός των φοιτητών που εγγράφηκαν αυξήθηκε περισσότερο από 15 φορές κατά την ίδια περίοδο. Ωστόσο, οι τριτοβάθμιοι μαθητές στην Ινδία είναι πιο πιθανό να εγγραφούν σε ιδιωτικά ιδρύματα, γεγονός που μπορεί να οφείλεται εν μέρει στις καλύτερες συνθήκες διδασκαλίας και εκμάθησης. Ειδικότερα, η διαφορά στον αριθμό μαθητών ανά διδακτικό μέλος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ινδία είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, καθώς υπάρχουν σχεδόν οι διπλάσιοι μαθητές για κάθε καθηγητή σε δημόσιο ίδρυμα, σε σχέση με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.

Με γνώμονα τον μεγάλο πληθυσμό που έχει, η Ινδία έχει επενδύσει στον τομέα της εκπαίδευσης, με σκοπό να «παράγει» υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό. Οι κρατικοί προϋπολογισμοί δεν διαθέτουν μεγάλα κονδύλια για την εκπαίδευση, ωστόσο οι κρατικές δαπάνες θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματικές. Οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ινδία είναι παρόμοιες με τις αντίστοιχες χώρες, αλλά στρέφονται περισσότερο προς τα προχωρημένα επίπεδα σχολικής εκπαίδευσης. Οι δαπάνες για την εκπαίδευση φαίνεται να έχουν διακυμάνσεις, από 4,1% την περίοδο 2000-2001, σε 3,2% για το 2005, και σε 3,8% για το 2018, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι κρατικές δαπάνες ανά φοιτητή (πρωτοβάθμια) έχουν, επίσης, διακυμάνσεις στην Ινδία, από 13,9% το 2001, σε 7,6% το 2009, και έως 9,8% το 2013.

Το συνολικό ποσοστό αλφαβητισμού έχει αυξηθεί σημαντικά από τα τέλη του 20ού αιώνα, αλλά έχει παραμείνει αισθητή ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. H κυβέρνηση έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προώθηση της εκπαίδευσης των κοριτσιών και άλλων κοινωνικών ομάδων, κυρίως μέσω φορολογικών επιχορηγήσεων για την υποστήριξη συγκεκριμένων προγραμμάτων και στην έναρξη μιας ποικιλίας προοδευτικών εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών.

Οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ. Δυστυχώς για μία μεγάλη χρονική περίοδο δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, όπως φαίνεται και από το διάγραμμα. Πηγή: Trading Economics/World Bank

Τέλος, σημαντική παράμετρος για την ανάπτυξη μίας χώρας είναι και ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης (HDI Index). Ο Δείκτης HDI της Ινδίας για το 2019 διαμορφώθηκε στο 0,645, θέτοντας την χώρα στη μεσαία κατηγορία ανθρώπινης ανάπτυξης, και στην 131η θέση σε 189 χώρες. Μεταξύ 1990 και 2019, η τιμή HDI της Ινδίας αυξήθηκε από 0,429, σε 0,645, αύξηση 50,3%. Το HDI του 2019 της Ινδίας 0,645 είναι πάνω από το μέσο όρο των 0,631 για χώρες της ομάδας μεσαίας ανθρώπινης ανάπτυξης και πάνω από το μέσο όρο 0,661 για χώρες της Νότιας Ασίας. Μεταξύ του 1990 και του 2019, το προσδόκιμο ζωής της Ινδίας κατά τη γέννηση αυξήθηκε κατά 11,8 έτη, ενώ τα μέσα σχολικής ηλικίας αυξήθηκαν κατά 3,5 χρόνια. Επιπλέον, η Ινδία διαμορφώνει τον Δείκτη Ισότητας Φύλων (GII) σε 0,448, έχοντας την 123η θέση από τις 162 χώρες του δείκτη για το 2019.

Στην Ινδία, το 13,5% των κοινοβουλευτικών εδρών κατέχουν γυναίκες, και το 27,7% των ενήλικων γυναικών έχουν φτάσει τουλάχιστον σε δευτεροβάθμιο επίπεδο εκπαίδευσης σε σύγκριση με το 47,0% των ανδρών. Τέλος, σχετικά με τον Δείκτη Πολυδιάστατης Φτώχειας (MPI) τα πιο πρόσφατα στοιχεία για την Ινδία αναφέρονται στα έτη 2015-2016. Στην Ινδία, το 27,9% του πληθυσμού είναι πολυδιάστατο φτωχό, ενώ ένα επιπλέον 19,3% κατατάσσεται ως ευάλωτο στην πολυδιάστατη φτώχεια. Το εύρος της στέρησης  στην Ινδία, που αναφέρεται στον μέσο όρο του βαθμού στέρησης που βιώνουν οι άνθρωποι σε πολυδιάστατη φτώχεια, είναι 43,9%. Το MPI, που είναι το μερίδιο του πληθυσμού που είναι πολυδιάστατα φτωχό, προσαρμοσμένο από την ένταση των στερήσεων, είναι 0,123.

Ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης για την περίοδο 1990-2020. Πηγή:United Nations

Εν κατακλείδι, οι προοπτικές για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της Ινδίας είναι θετικές λόγω του μεγάλου νέου πληθυσμού, των υγιών αποταμιεύσεων και των επενδυτικών ποσοστών και της αυξανόμενης ολοκλήρωσης του εγχώριου οικονομικού συστήματος με την παγκόσμια οικονομία. Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις παραμένουν σημαντικές, όπως οι διακρίσεις της Ινδίας κατά γυναικών και κοριτσιών, ένα ανεπαρκές σύστημα παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, οι ανεπαρκείς μεταφορές και οι γεωργικές υποδομές, περιορισμένες μη γεωργικές ευκαιρίες απασχόλησης, και οι υψηλές δαπάνες διαβίωσης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Anderson J., Lightfoot A., The school education system in India: An overview, British Council, διαθέσιμο εδώ
  • Health Care in India, Country Partnership Framework for India-World Bank, διαθέσιμο εδώ
  • India, Britannica, διαθέσιμο εδώ
  • India-Economic Indicators, Moody’s Analytics, διαθέσιμο εδώ
  • India’s public health system – how well does it function at the National level?, World Bank, διαθέσιμο εδώ
  • Macroeconomic and Monetary Developments, India’s Central Bank, διαθέσιμο εδώ
  • The World Bank in India, World Bank, διαθέσιμο εδώ

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δέσποινα Βλάχου
Δέσποινα Βλάχου
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα, όπου διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Μιλάει πολύ καλά αγγλικά και γαλλικά. Ασχολείται ενεργά με τον εθελοντισμό, ενώ έχει έντονο ενδιαφέρον για ζητήματα που άπτονται των διεθνών σχέσεων και της διεθνούς ασφάλειας.