Του Άγγελου Μαρίνου,
Είναι δύσκολο να κρίνει κανείς την κατάσταση της Βρετανικής οικονομίας. Από την μία, η αβεβαιότητα που υπάρχει λόγο Brexit και διαιωνίζεται μέσω της ηττοπαθούς προσέγγισης της κυβέρνησης , κοστίζει στους Βρετανούς πολίτες μέρα με την μέρα. Από την άλλη, η προοπτική επισπευσμένων οικονομικών συμφωνιών με την Ινδία και την Βραζιλία, δύο ανερχόμενα οικονομικά θηρία, είναι αδιαμφισβήτητα ένα μεγάλο μαξιλάρι ασφαλείας, όπου έμμεσα επηρεάζει τις διαπραγματεύσεις.Το πιο βασικό κόστος για την Βρετανία αυτή την στιγμή, είναι το κόστος απαγκίστρωσης από τις Ευρωπαϊκές γραφειοκρατικές δομές. Αυτό όχι μόνο χρειάζεται χρόνο, αλλά έμμεσα γεννάει περαιτέρω προβλήματα, με βασικό παράδειγμα τη νομοθεσία περί της προέλευσης των προϊόντων , καθώς και το πρόβλημα των Ιρλανδικών συνόρων. Επιπλέον, σε περίπτωση που το Η.Β. παραμείνει εντός κάποιου είδους δασμολογικής και φορολογικής ομοιογένειας με την Ένωση (αποφεύγοντας όλα τα προαναφερθέντα προβλήματα), τότε πρακτικά το μόνο που κατάφερε η Βρετανία με το Brexit είναι να χάσει λεφτά, κύρος, ευκαιρίες, και το πιο βασικό απ’ όλα, ελευθερία επιλογών.
Αυτά τα προβλήματα δεν επηρεάζουν μόνο την κυβέρνηση, αλλά και τις επιχειρήσεις, οι οποίες έως ότου γνωρίζουν τις μελλοντικές σχέσεις μεταξύ Η.Β. και Ε.Ε. , δεν μπορούν να προβούν με αυτοπεποίθηση σε επενδύσεις. Αυτό συμβάλλει με τη σειρά του στο φαινόμενο που βλέπει τη παραγωγικότητα να μην αυξάνεται ομόρρυθμα με την αύξηση του Α.Ε.Π., του οποίου η μεγέθυνση τα τελευταία 2,5 χρόνια βασίζεται στην αύξηση της εργασίας μέσω συμβάσεων ημιαπασχόλησης.
Το ζήτημα της παραγωγικότητας ίσως να ακούγεται αντιμετωπίσιμο σε σχέση με τα υπόλοιπα, ωστόσο δεδομένου ότι πρόσφατα παρατηρήθηκε ότι οι μισθοί στο Η.Β. ανεβαίνουν πιο γρήγορα από τον πληθωρισμό, προμηνύει ένα πιο ουσιώδες πρόβλημα.
Βασικός αγώνας για το μέλλον της Βρετανικής οικονομίας, αποτελεί το να μην επαναπατριστούν εταιρίες και επιχειρήσεις λόγο της αβεβαιότητας και της καθυστέρησης στη συμφωνία του Brexit. Ακόμα και εάν οι ισορροπίες καταλήξουν να είναι τέτοιες ώστε η Βρετανία να είναι ανταγωνιστική βάση για τις επιχειρήσεις, οι εταιρείες όπου θα φύγουν στην περίοδο που μεσολαβεί το πιο πιθανό είναι να μην επιστρέψουν.
Επομένως, η αργή τάση αύξησης των τιμών σε σχέση με τους μισθούς, καθότι δεν συνοδεύεται από ανάλογη, η έστω ικανοποιητική αύξηση στην παραγωγικότητα, πολύ πιθανό να προσθέσει στους λόγους φυγής για ορισμένες εταιρείες, ιδίως για αυτές όπου δεν μπορούν να καρπωθούν τα θετικά που αποκομίζονται από το Brexit.
Μιλώντας για τα θετικά του Brexit, θα πρέπει να μιλήσουμε για κάποιους αφανείς ήρωες. Βασικό πλεονέκτημα του Η.Β. εφόσον απαγκιστρωθεί από την Ε.Ε., θα είναι ότι θα έχει την ευκαιρία να ισχυροποιηθεί ακριβώς εκεί όπου η Ένωση αδυνατεί να ανταπεξέλθει. Ονομαστικά, θα μπορεί να διαγράψει δασμούς πρακτικά ελεύθερα με βάση το συμφέρον της οικονομίας της εξατομικευμένα, κάτι που όπως αντιλαμβάνεστε δεν συμβαίνει σήμερα. Δεύτερον, ακριβώς επειδή η Ένωση πρέπει να οδηγήσει σε συμφωνία 28 χώρες όσον αφορά σημαντικές αλλαγές, η ικανότητα της να απορροφήσει ανταγωνιστικά νέες τεχνολογίες στέκεται σημαντικά ζημιωμένη. Δεδομένου ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις που αναμένονται τα επόμενα χρόνια θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην ανταγωνιστικότητα των ανεπτυγμένων οικονομιών, η θέση του Η.Β. θα είναι ανώτερη από αυτή των χώρων εντός της Ένωσης.
Μπορούμε να συζητήσουμε για το εμπορικό καθεστώς μετά του Brexit, ωστόσο για να το κάνουμε αυτό θα έπρεπε να γνωρίζουμε τι συμφωνία θα έχει προκύψει. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι το εξής. Μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, θα επέτρεπε στην Βρετανία να διαπραγματευτεί με τρίτες χώρες πολύ πιο αποδοτικά , καθώς θα συνέχιζε να αποτελεί πέρασμα προς την αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επομένως αυτή η πιθανότητα είναι μικρή, για στρατηγικούς λόγους από πλευράς της Ένωσης. Εάν καταλήξουμε σε μη συμφωνία, ο Π.Ο.Ε. θα οδηγήσει τους εξαγωγείς της Ε.Ε. σε επιπλέον κόστη ύψους 13.5 δις. ευρώ έναντι 5.5 δις επιπλέον κόστος για τους εξαγωγείς του Η.Β. προς την Ε.Ε., με προφανές πλεονέκτημα για το Η.Β. . Οποιαδήποτε άλλη οικονομική συμφωνία οφείλει να μελετηθεί αυτή καθ’ αυτή.
Δεδομένου ότι το Η.Β. γλυτώνει τα κόστη χρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού προϋπολογισμού (ήτοι περί τα 10 δις ανά έτος), η οικονομική κατάσταση του Βασιλείου δεν είναι δραματική. Αυτό που χρειάζεται ωστόσο, είναι να επαναφερθούν οι κρατικές δομές οι οποίες διαχειρίζονταν θέματα που εδώ και χρόνια κάλυπτε η Ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, ειδάλλως τα 10 δις. που γλυτώνει από τον προϋπολογισμό , θα τα ζημιωθεί από όλα τα προβλήματα που θα προκύψουν κατά τη διαδικασία επαναπατρισμού των διαδικασιών (διαδικασιών ελέγχου εμπορίου, μετανάστευσης , ασφάλιστρων, γραφειοκρατία όσον αφορά τη διασυνοριακή μεταφορά, συντελεστές προσαρμογής τιμών σε συγκεκριμένα αγαθά, κλπ. κλπ.).
Κατά τα άλλα, η οικονομία της Βρετανίας αυτή τη στιγμή βιώνει το brexit ως ένα τροχοπέδη στην ανάπτυξη της, καθώς οι επιχειρήσεις και ιδίως οι εισαγωγείς και εξαγωγείς μπλοκάρονται από την παρούσα αβεβαιότητα. Η αυτοπεποίθηση των καταναλωτών δεν έχει υποχωρήσει ουσιωδώς, με αποτέλεσμα οι πωλήσεις λιανικής να διατηρούνται σε υγιή επίπεδα. Όλα αυτά συντρέχουν με τη γενική εικόνα μιας οικονομίας η οποία δεν αντιμετωπίζει σημαντικές αστάθειες σε επίπεδο εσωτερικό, καθώς οι μισθοί αυξάνονται και η εργασία παραμένει υψηλά, αλλά, καθώς η στασιμότητα στις χρηματοοικονομικές και εμπορικές ροές πλήττει τις βλέψεις ανάπτυξης, πολύ πιθανό αργά η γρήγορα να αρχίσουν να μετακυλούν τα προβλήματα και στο εσωτερικό .
Κοινώς, μπορεί η οικονομία της Βρετανίας να μην δείχνει σοβαρά σημάδια κόπωσης ακόμα, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι η Βρετανική οικονομία (όπως και οποιαδήποτε άλλη) μπορεί να παραμείνει ακμαία και σε τροχιά ανάπτυξης σε ένα τέτοιο περιβάλλον για πολύ καιρό.
Γεννηθείς το 1996 στη Κομοτηνή, είναι φοιτητής του Οικονομικού Τμήματος του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, με κατεύθυνση στην οικονομική ανάλυση. Διαθέτοντας ακόρεστο ενδιαφέρον για τα πολιτικά, αρθρογραφεί στην κατηγορία των Οικονομικών του OffLine Post.