10.3 C
Athens
Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΚατάχρηση δεσπόζουσας θέσης- Η περίπτωση της Google

Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης- Η περίπτωση της Google


Της Λουίζας Παπαδοπούλου,

«Η Επιτροπή επέβαλε στην Google πρόστιμο ύψους 1.49 δισεκατομμυρίων ευρώ για παράνομη κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά μεσιτείας διαδικτυακών διαφημίσεων αναζήτησης» δήλωσε η Επίτροπος Μαργκαρέτε Βεστάγκερ, και συμπλήρωσε:

«Η Google εδραίωσε τη δεσπόζουσα θέση της στις διαδικτυακές διαφημίσεις αναζήτησης και θωρακίστηκε έναντι της πίεσης των ανταγωνιστών, επιβάλλοντας αντιανταγωνιστικούς συμβατικούς περιορισμούς στους ιστότοπους τρίτων μερών. Αυτό είναι παράνομο βάσει των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΕ. Το παράπτωμα διήρκεσε πάνω από 10 έτη και είχε ως αποτέλεσμα να μην δοθεί σε άλλες εταιρείες η δυνατότητα να φανούν ανταγωνιστικές σε αξιοκρατική βάση και να καινοτομήσουν – ενώ παράλληλα στέρησε από τους καταναλωτές τα οφέλη του ανταγωνισμού».

Το πρόστιμο αυτό επιβλήθηκε στην Google το Μάρτιο του 2019 και αποτέλεσε το τρίτο κατά σειρά πρόστιμο που επιδικάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην εταιρία από το 2017.

Προκειμένου να μπορέσει κανείς να κατανοήσει την εν λόγω απόφαση και να προσεγγίσει την έννοια της παράνομης κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης κρίνεται σκόπιμο να εξετασθεί ποια είναι η μορφή της σημερινής οικονομίας, πότε μία επιχείρηση κατέχει δεσπόζουσα θέση και πότε γίνεται λόγος για κατάχρηση της θέσεως ισχύος της.

Στις μέρες μας, γίνεται λόγος για «διεθνοποίηση της οικονομίας» και «άνοιγμα των αγορών». H έννοια της διεθνοποίησης, εξεταζόμενη από οικονομική σκοπιά, συνιστά κατά βάση προϊόν «αντικειμενικών» παραγόντων που αναφέρονται στη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και συγκεκριμένα, στην επέκταση της δραστηριότητας των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Σε συνθήκες ελεύθερου εμπορίου, όπως οι τρέχουσες, η ανταγωνιστικότητα αποκτά αποφασιστική σημασία και η οικονομία μιας αγοράς λειτουργεί αποτελεσματικά, εάν καταναλωτές και έμποροι δύνανται να επιλέξουν μεταξύ εναλλακτικών προμηθευτών, μειωμένων τιμών και διαρκούς βελτίωσης αγαθών και υπηρεσιών. Συχνά ωστόσο, παρά τον αυξημένο ανταγωνισμό, ορισμένες επιχειρήσεις αποκτούν σημαντική οικονομική δύναμη, η οποία δύναται να αποβεί εις βάρος της αγοράς πλήττοντας των ανταγωνισμό και αφήνοντας τον καταναλωτή εκτεθειμένο. Προς τον σκοπό απαγόρευσης των επιχειρήσεων που κατακτούν δεσπόζουσα θέση με αμφιλεγόμενα μέσα και δρουν καταστροφικά για τον ανταγωνισμό, θεσπίστηκε το άρθρο 102 Της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΣΛΕΕ).

Το άρθρο 102 ΣΛΕΕ δεν ορίζει την έννοια «της δεσπόζουσας θέσης», ωστόσο, στην υπόθεση United Brands ορίστηκε ως «η θέση οικονομικής δύναμης που απολαμβάνει μία επιχείρηση και της δίνει τη δυνατότητα να παρεμποδίζει τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό που διατηρείται στη σχετική αγορά, δίνοντάς της τη δύναμη να συμπεριφέρεται ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές της, τους πελάτες της και τους καταναλωτές». Μάλιστα, μία επιχείρηση μπορεί να βρίσκεται σε δεσπόζουσα θέση, ανεξαρτήτως εάν συνιστά ή όχι μονοπώλιο, αρκεί να μπορεί να δρα ανεπηρέαστη από τις συνθήκες ανταγωνισμού. Τα κριτήρια που μπορεί να οδηγήσουν στην αναγνώριση δεσπόζουσας θέσης ποικίλλουν. Ιδιαίτερα αποφασιστικό είναι το μερίδιο της αγοράς. Επιχείρηση, που κατέχει ποσοστό άνω του 75%  τεκμαίρεται ως ευρισκόμενη σε δεσπόζουσα θέση, ενώ ενδεικτικό ανυπαρξίας αυτής είναι το ποσοστό κάτω του 10%. Τα ενδιάμεσα ποσοστά συνιστούν γκρίζες ζώνες, οπότε θα συνεκτιμηθούν και άλλοι παράγοντες. Σημειωτέον ότι κατά την Επιτροπή, η Google κατείχε το 80% της συνολικής ευρωπαϊκής αγοράς διαμεσολάβησης στην αναζήτηση διαφημίσεων τη δεκαετία 2006-2016. Παράλληλα βέβαια, διερευνάται εάν υπάρχει πραγματικός εν δυνάμει ανταγωνισμός και πρόσβαση στην συγκεκριμένη αγορά, διότι είναι δυνατόν επιχείρηση που κατέχει το 100% του μεριδίου της σχετικής αγοράς να μην βρίσκεται σε δεσπόζουσα θέση, λόγω χαμηλών εμποδίων πρόσβασης άλλων επιχειρήσεων σε αυτή. Μεταξύ των σημαντικών κριτηρίων συγκαταλέγονται η αντίστοιχη εμπορική δύναμη και τα μερίδια αγοράς των ανταγωνιστών.

Ως σχετική αγορά νοείται η προσδιοριζόμενη από το προϊόν ή την υπηρεσία, το γεωγραφικό και χρονικό πλαίσιο. Καίρια δοκιμασία για τη διαπίστωση της σχετικής αγοράς είναι αυτή της εναλλαξιμότητας, το κατά πόσον δηλαδή το προϊόν ή η υπηρεσία κατέχει τέτοιου είδους χαρακτηριστικά, ώστε να ικανοποιεί μη μεταβαλλόμενες ανάγκες και να είναι δύσκολο να υποκατασταθεί από άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες.

Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης σε μία αγορά από μόνη της δεν είναι βέβαια μεμπτή από τη στιγμή που η επιχείρηση δεν έχει προβεί σε πράξεις που συνιστούν κατάχρησή της. Στο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού η κατάχρηση προσδιορίζεται σε σχέση με ένα άλλο δικαίωμα που πρέπει να προστατευτεί. Στο ατομικό συμφέρον για οικονομική ελευθερία αντιπαρατίθεται το ανώτερο συμφέρον της ολότητας για διατήρηση ελεύθερου του χώρου του αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Κατάχρηση υπάρχει όταν παραβλάπτονται κατάφωρα τα συμφέροντα των ανταγωνιστών και των καταναλωτών. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν μια επιχείρηση:

  • χρεώνει παράλογα υψηλές τιμές
  • αποσπά πελάτες από μικρούς ανταγωνιστές της εφαρμόζοντας τεχνητά χαμηλές τιμές τις οποίες δεν μπορούν αυτοί να ανταγωνιστούν
  • δημιουργεί εμπόδια στους ανταγωνιστές της στη συγκεκριμένη ή σε άλλη σχετική αγορά, αναγκάζοντας τους καταναλωτές να αγοράζουν προϊόν που συνδέεται τεχνητά με άλλο δημοφιλέστερο, μεγάλης ζήτησης προϊόν
  • αρνείται να προμηθεύει ορισμένους πελάτες ή προσφέρει ειδικές εκπτώσεις σε πελάτες που αγοράζουν όλες ή τις περισσότερες προμήθειές τους από τη συγκεκριμένη επιχείρηση
  • εξαρτά την πώληση συγκεκριμένου προϊόντος από την πώληση ενός άλλου προϊόντος

Ο ορισμός της έννοιας της καταχρηστικής εκμετάλλευσης δόθηκε για πρώτη φορά στην υπόθεση Hoffmann – La Roche. Σύμφωνα με αυτόν, η έννοια της κατάχρησης είναι μια αντικειμενική έννοια σχετιζόμενη με την συμπεριφορά μιας επιχείρησης που απολαμβάνει δεσπόζουσα θέση. Η συμπεριφορά αυτή είναι ικανή να επηρεάσει τη δομή μιας αγοράς, όπου, ως αποτέλεσμα της παρουσίας αυτής καθεαυτήν της εν λόγω επιχείρησης, ο ανταγωνισμός είναι ήδη εξασθενημένος, και η οποία εμποδίζει τη διατήρηση του ανταγωνισμού, με τη βοήθεια μέσων διαφορετικών από αυτά που καθορίζουν τον φυσιολογικό ανταγωνισμό. Το κριτήριο αυτό αποκαλείται «δομικό», καθώς το βάρος δεν πέφτει ούτε στη συμπεριφορά της επιχείρησης, ούτε στους σκοπούς που επιδιώκει και στα αποτελέσματα που πέτυχε, αλλά στην επιρροή της στην αγορά, στη δομή του ανταγωνισμού. Το άρθρο 102 ΣΛΕΕ δεν αναφέρεται σε επώνυμες μορφές κατάχρησης, συνεπώς εργαλείο ανάγεται η ad hoc εξέταση της πρακτικής των επιχειρήσεων που κατέχουν δεσπόζουσα θέση, που μπορεί να δημιουργήσει νέες μορφές κατάχρησης, ιδίως όταν αυτές περιορίζουν την ευημερία του καταναλωτή και νοθεύουν τον ανταγωνισμό.

Η ίδια η θέσπιση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ ενδέχεται να εγείρει, ωστόσο, προβληματισμούς. Το Δίκαιο της Διανοητικής Ιδιοκτησίας απονέμει απόλυτα και αποκλειστικά δικαιώματα στους δικαιούχους προς ανταμοιβή της δημιουργικής τους προσπάθειας, ενώ συγχρόνως, η επιχειρηματική ελευθερία κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, απαγορεύοντας την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, γεννά το ερώτημα κατά πόσο νομιμοποιείται να περιορίσει τα εν λόγω δικαιώματα για να επιτύχει τον στόχο του. Η απάντηση είναι απλή, καθώς εάν λάβουμε υπόψη τα τρία επίπεδα δράσης του ανταγωνισμού, δηλαδή τη δημιουργία, την παραγωγή και την κατανάλωση, τότε θα κατανοήσουμε πως επιβάλλοντας περιορισμούς σε ένα από αυτά, ενισχύονται τα υπόλοιπα προς όφελος του ανταγωνισμού. Συνεπώς, οι περιορισμοί είναι όχι μόνο θεμιτοί, αλλά και αναγκαίοι για τη λειτουργία της αγοράς.

Επανερχόμενοι στην περίπτωση της Google, αξίζει να σημειωθεί πως οι μηχανές αναζήτησης δημιουργούν μία αγορά διφυούς χαρακτήρα με δυναμική εξέλιξη, η οποία δημιουργεί δυσχέρειες για την κατάφαση δεσπόζουσας θέσης ιδίως λόγω του αμελητέου κόστους μεταπήδησης σε εναλλακτικούς παρόχους. Η αρμόδια αρχή ανταγωνισμού των ΗΠΑ έχει κρίνει τη δράση της Google εντός των νόμιμων ορίων, ενώ η Επιτροπή Ανταγωνισμού της ΕΕ έχει αναγνωρίσει κατάχρηση ως προς τον τρόπο εμφάνισης των αποτελεσμάτων αναζήτησης διαφημίσεων, κρίνοντας ότι η Google ευνοεί τις δικές της υπηρεσίες ψηφιακών αγορών εις βάρος των ανταγωνιστριών της. Έχει υποστηριχθεί ωστόσο και η αντίθετη άποψη.

Σε κάθε περίπτωση, επιβάλλεται έλεγχος των επιχειρήσεων προς αποφυγή εκμετάλλευσης της οικονομικής τους δύναμης και με απώτερο σκοπό την προστασία του καταναλωτή και την προώθηση του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ωστόσο, η παρέμβαση των αρμόδιων κρατικών και διακρατικών οργάνων, θεωρώ πως πρέπει να παραμένει διακριτική και σε καμία περίπτωση, ιδίως στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να μην παραβλάπτει τις θεμελιώδεις αξίες της οικονομικής ελευθερίας και τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας που προστατεύονται απόλυτα.


Πηγές

Λουίζα Παπαδοπούλου

Γεννήθηκε το 1998 στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος των Εκπαιδευτηρίων Δούκα και τριτοετής φοιτήτρια Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι προβληματισμοί της γύρω από ζητήματα διεθνής πολιτικής την ώθησαν να συμμετάσχει από τα σχολικά χρόνια σε προσομοιώσεις. Τομείς ενδιαφέροντός της αποτελούν το ποινικό δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μέσω της αρθρογραφίας της στην OffLine Post επιθυμεί να μελετήσει σε βάθος επίκαιρα νομικά ζητήματα και να μοιραστεί τις σκέψεις και γνώσεις της σχετικά με αυτά.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ