Της Δήμητρας Φαντίδου,
Ας πάρουμε, όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η κατανόηση της ελληνικής περίπτωσης βασίζεται σε ένα ευρύτερο θεωρητικό και εμπειρικό σχεδιασμό, με συγκριτικές αναφορές στις τάσεις που επικρατούν στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς των Ελλήνων εκλογέων, στηρίζεται κυρίως στο μοντέλο των “εθνικών εκλογών δεύτερης τάξης”, όπως αυτό διατυπώθηκε το 1980 από τους Karlheinz Reif και Hermann Schmitt και το οποίο αποτελεί το πληρέστερο και κυρίαρχο θεωρητικό υπόδειγμα μελέτης των Ευρωεκλογών.
Κάνοντας μάλιστα ένα αναλυτικό οδοιπορικό στην ιστορία των ελληνικών Ευρωεκλογών υπό το πρίσμα πάντα και των αντίστοιχων εξελίξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ενδεικτικά αναφέρω τις παράλληλες με βουλευτικές αναμετρήσεις Ευρωεκλογές του 1981 και του 1989, ή την αλησμόνητη εκείνη “διλημματική” αναμέτρηση μείζονος σημασίας του 1984). Χαρακτηριστικό άλλωστε το παράδειγμα των πρώτων “ευρωπαϊκών” εκλογών του 1994, καθώς επίσης και ο εκλογικός “μετασεισμό” του 2014. Μάλιστα, μέσα από την ανάλυση των τάσεων της κοινής γνώμης σε όλο το διάστημα από το 1981 έως και την αναμέτρηση του 2014 σκιαγραφείται η εξέλιξη της αμφίθυμης στάσης της προς την Ευρώπη.
Πως θα μπορούσε άραγε να εκτιμηθεί το μέλλον του μοναδικού υπερεθνικού δημοκρατικού εγχειρήματος μέσα από το πρίσμα των καταιγιστικών εξελίξεων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και των ριζικών μετασχηματισμών στο ελληνικό κομματικό σύστημα που έχουν συντελεστεί από το πέρας των εκλογών του 2009 έως και σήμερα;
Ναι. Έχουμε συνηθίσει πια, εν συγκρίσει με την αντίστοιχη μιας εθνικής αναμέτρησης- το διακύβευμα στις ευρωεκλογές να είναι μικρότερο. Και το επιχείρημα;
Μα είναι πασιφανές. Από την αναμέτρηση αυτή δεν προ-κύπτει κόμμα ή κυβερνητικός συνασπισμός που θα αναλάβει τη διακυβέρνηση. Ναι ναι, δημοκρατικό έλλειμμα και έκλινα νομιμοποίησης της Ε.Ε το ονομάζουν κάποιοι που βλέπουν με την άκρη του ματιού τους την Ευρώπη ως κάτι άλλο πέρα από μια οικονομική κοίτη πλουτισμού.
Μα και πως να μην; Αφού το «ευρωπαϊκό» εκλογικό κοινό ψηφίζει με κριτήρια εθνικά; Αφού η εκάστοτε προεκλογική εκστρατεία και τα MME εστιάζονται σε εθνικά ζητήματα; Αφού οι ηγέτες αναζητούν αγωνιωδώς την εκλογική επιβεβαίωση και υποστήριξη των ψηφοφόρων, βασισμένοι σε εθνικές πλατφόρμες διαμόρφωσης πολιτικής;
Είναι αυτό που στη γλώσσα της πολίτικης ανάλυσης και εκλογικής συμπεριφοράς ανάγεται στα διαφορετικά εκλογικά πρότυπα που προάγουν οι Ευρωεκλογές, ανάλογα με το αν διεξάγονται λίγο πριν ή λίγο μετά από βουλευτικές εκλογές. Μα σαφώς, αυτή η παρατήρηση είναι άμεσα συνυφασμένη με την τοποθέτηση των Ευρωεκλογών στον κύκλο των εκλογών πρώτης τάξης.
Δυο λέξεις: Ευρωεκλογές 2004. Ορθά, οι ελληνικές Ευρωεκλογές 2004 εντάσσονται στο πρίσμα του μοντέλου των εκλογών δεύτερης τάξης, αφού πιστοποιούν την καθεστηκυία ιδιαιτερότητα της αναμέτρησης για την ανάδειξη των μελών του Ευρωκοινοβουλίου. Αυτό που εννοώ, είναι πως η περίοδος διεξαγωγής τους καταστρατηγήθηκε από την κυρίαρχη εθνική αρένα (επερχόμενη νίκη Καραμανλή κλπ κλπ). Η δε προσέλευση, με ποσοστό 63,22% ήταν η χαμηλότερη που καταγράφηκε. Συνεπώς, με εφαλτήριο το ανωτέρω παράδειγμα, ο θεσμός των Ευρωεκλογών αποτελεί -ή μήπως αποτελούσε;- αν μη τι άλλο για το ελληνικό, κατά κόρων εκλογικό σώμα εργαλείο που το υπό βοηθούσε να εξωτερικεύσει ενδιάθετες κομματικές προτιμήσεις, παράλληλα με μια προ των θυρών κατάδειξη της διαμαρτίας του προς το κόμμα της συνήθους προτίμησης του στο στίβο των βουλευτικών εκλογών.
Τούτου δοθέντος, η υπό εξέταση αυτή εκλογική συμπεριφορά φαίνεται να συνδέεται με τον εθνικό χαρακτήρα που έχουν αποκτήσει τα κόμματα της οποίας εκλογικής αναμέτρησης. Κι όλα αυτά, την ίδια στιγμή που η έλλειψη διακυβεύματος τιτλοφορεί τις εκλογές αυτές ως «αναμέτρηση ελάσονος σημασίας». Και όλα τα παραπάνω, σε αντιδιαστολή, με τον χαρακτηρισμό των Ευρωεκλογών ως εκλογών δεύτερης κλάσης, η ανά πενταετία διεξαγωγή τους ταυτόχρονα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε, ανεξάρτητα από τον εκλογικό κύκλο των εθνικών εκλογών.
Κι αν είναι έτσι, γιατί να συμμετέχει κάποιος στις επικείμενες Ευρωεκλογές του Μαΐου; Γιατί, αφού κρίνεται αβέβαιο αν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα αποτελέσει το αναγκαίο εκείνο ανάχωμα απέναντι στις αναδυόμενες εθνικιστικές κορώνες οι νέες γενιές να δώσουν το ηχηρό «παρών»;
Μα η κάθε αυτή στάση των Ευρωπαίων δεν ήταν εκείνη που ενίσχυσε ευρωσκεπτικισμό; Μα τα στερεότυπα και η έλλειψη αλληλεγγύης όταν η Ελλάδα αφέθηκε στο έλεος των αγορών δεν ήταν εκείνα που δημιούργησαν αισθήματα αναχαίτισης και απόσχισης;
Μα η Ευρώπη δεν ήταν η καθ’ όλην αρμόδια να αντιμετωπίσει το προσφυγικό αν οι χώρες του βορρά και νότου είχαν μοιραστεί βάρος;
Ναι σε όλα!
Μα το πρόσφατο παράδειγμα της Φινλανδίας, αρθρώνεται μπροστά μας, ηχεί και δίνει μήνυμα. Κάνει ευθύ και άμεσο λόγο για επιστροφή των προοδευτικών δυνάμεων στο πολιτικό τοπίο των Βόρειων χωρών.
Αυτή είναι μια άνευ προηγούμενου πρόκληση για τους προοδευτικούς της Ευρώπης. Πρόκληση από αυτές που δίνουν κίνητρα, που τους καλούν να πατάξουν τον εθνικισμό, την συντήρηση, την ακροδεξιά και τα παράγωγα της.
Ας γίνουν αυτές οι ευρωεκλογές, αγώνας πρώτης και καθοριστικής τάξης. Αγώνας της δίκης μας γενιάς. Αγώνας με πρόσημο, πρόσωπο και φωνή.
Φοιτεί στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, έχοντας παρακολουθήσει και μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα εντοπίζονται στην Πολιτική Ανάλυση, την Πολιτική Επικοινωνία και τις Ευρωπαϊκές Δημόσιες Πολιτικές. Μιλάει Γερμανικά, Αγγλικά, έχοντας και γνώσεις ιταλικών. Έχει εργαστεί για το Γερμανικό Ινστιτούτο του Μονάχου, και συνεργαστεί σε επίπεδο ερευνών με το Ινστιτούτο Έρευνας και Κατάρτισης Ευρωπαϊκών Θεμάτων. Εκπονεί την πρακτική της άσκηση στο Γραφείο της Προέδρου της ΕΡΤ3.