Του Μιχάλη Σταματόπουλου,
Σε ένα πολυτελές διαμέρισμα με θέα την πόλη του Μανχάταν μόλις πραγματοποιήθηκε ένα ειδεχθές έγκλημα. Οι δύο φίλοι, ο Μπράντον Σο και ο Φίλιπ Μόργκαν, μόλις στραγγάλισαν με ένα σχοινί τον φίλο τους και παλαιό συμφοιτητή τους από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, τον Ντέιβιντ Κέντλευ.
Το πτώμα του άτυχου Ντέιβιντ κρύβεται μέσα σε ένα παλιό σεντούκι για βιβλία στο σαλόνι, καθώς στον ίδιο χώρο μετά από λίγη ώρα θα ακολουθήσει ένα πάρτι, που θα σερβίρει η οικονόμος, κυρία Ουίλσον με καλεσμένους την μνηστή του Ντέιβιντ, την Ζανέτ, τον καθηγητή Ρούπερτ Καντέλ, τον Κένεθ, φίλο των δραστών και πρώην της Ζανέτ, που πλέον δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις με τον Ντέιβιντ. Το πιο φρικαλέο είναι, όμως, ότι καλεσμένοι είναι και οι γονείς του Ντέιβιντ, που τελικά θα έρθουν με τη θεία του Ντέιβιντ, την κυρία Άτγουοτερ.
Ο Μπράντον πιστεύει από την αρχή ότι έχει ενορχηστρώσει τον τέλειο φόνο, ότι είναι ανώτερος πνευματικά και αξιακά από τον Ντέιβιντ, θεωρώντας πως η δολοφονία του ήταν κάτι που έκανε «δικαιολογημένα», καθώς η ζωή του Ντέιβιντ ήταν φτηνή και ο ίδιος τον αντιπαθούσε. Με το να διοργανώσει ένα πάρτι στο σπίτι, κανείς δεν θα υποψιαστεί τίποτα. Στην άλλη πλευρά, ο Φίλιπ έχει μετανιώσει αυτό που έκανε, αλλά πρέπει να συνεργαστεί με τον Μπράντον, για να μπορέσουν να ξεφύγουν αλώβητοι από το έγκλημα που οι ίδιοι διέπραξαν.
Πριν ακόμη έρθουν οι καλεσμένοι, ο Μπράντον τοποθετεί τα κηροπήγια και τα σερβίτσια επάνω στο σεντούκι, το γεύμα δεν θα γίνει στην τραπεζαρία, αλλά εκεί που κείται ο δολοφονημένος Ντέιβιντ. Ο Μπράντον είναι υπέρμετρα ενθουσιασμένος και νιώθει παντοδύναμος, ενώ ο Φίλιπ αρχίζει και αναθεωρεί σταδιακά για ό,τι έκανε. Οι καλεσμένοι καταφτάνουν στο σπίτι, σταδιακά επικρατεί μια ευχάριστη αλλά και παγωμένη ατμόσφαιρα ταυτόχρονα. Ο χρόνος κυλά και το πάρτι συνεχίζεται επιτυχώς μέχρι που αρχίζει μια συζήτηση μεταξύ του Μπράντον, του κυρίου Κέντλει και του καθηγητή Ρούπερτ για το κατά πόσο ένας άνθρωπος έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει την ζωή ενός άλλου, με την λογική ότι ο ίδιος είναι ανώτερος πνευματικά, μορφωτικά και ταξικά.
Η συζήτηση ηλεκτρίζεται και ακούγονται ακραία επιχειρήματα, αλλά την ίδια στιγμή – όλως τυχαίως – εμφανίζονται μερικές περίεργες συμπτώσεις και συμπεριφορές από τους παρευρισκόμενους. Ο Ντέιβιντ αργεί και όλοι ανησυχούν, πιστεύοντας, όμως, ότι απλά δεν πήγε στο σπίτι ή ότι είχε κάποια υποχρέωση. Μόνο που ο καθηγητής Ρούπερτ Καντέλ έχει άλλη άποψη.
Στο ψυχολογικό θρίλερ δωματίου “The Rope” («Η Θηλιά»), που σκηνοθέτησε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ το 1948, τίθεται το ερώτημα «τι οδηγεί κάποιον να γίνει δολοφόνος» και «αν υπάρχει το τέλειο έγκλημα», με κεντρικό μήνυμα πως οι ζωές όλων των ανθρώπων έχουν αξία και πως κανένας δεν έχει το δικαίωμα να λειτουργεί αυτόνομα ως τιμωρό χέρι. Ακόμη, στην ταινία γίνονται έμμεσες ή άμεσες αναφορές στο βιβλίο του Νίτσε «Ο Υπεράνθρωπος», αλλά και στο «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι. Η ταινία είναι γυρισμένη σε ένα σαλόνι που έχει θέα προς το Μπρούκλιν, ενώ σχεδόν καθ’ όλη την διάρκεια της ο φακός εστιάζει αρκετά έντονα σαν να θέλει να υποδείξει κάτι στον θεατή. Σύμφωνα δε και με σύγχρονους μελετητές της έβδομης τέχνης, υπονοείται ότι ο Μπράντον και ο Φίλιπ, όπως τους τοποθέτησε ο Χίτσκοκ να παίξουν τον ρόλο τους, δεν ήταν μόνο φίλοι από το Πανεπιστήμιο, αλλά αφήνεται το ενδεχόμενο να υπάρχει και ομοφυλοφιλικός δεσμός μεταξύ τους, κάτι που καθιστούσε την ταινία αρκετά προχωρημένη και ανατρεπτική για την εποχή της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- The Rope (1948), IMDb.com, διαθέσιμο εδώ.