12.9 C
Athens
Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΗ οργάνωση του ελληνικού κράτους κατά την πρώτη περίοδο της Αντιβασιλείας

Η οργάνωση του ελληνικού κράτους κατά την πρώτη περίοδο της Αντιβασιλείας


Του Βασίλη Δημόπουλου,

Η περίοπτη άφιξη του νεαρού Όθωνα στην Ελλάδα, κατάφερε να μαγνητίσει τα ευρωπαϊκά και ελληνικά βλέμματα, καθώς στο πρόσωπο του Βαυαρού πρίγκηπα συγκεντρώνονταν οι ελπίδες του νεοσύστατου Eλληνικού Kράτους, αναφορικά με την ταχεία αναδιοργάνωσή του, ειδικότερα μετά τον φρικαλέο θάνατο του πρώτου Κυβερνήτη της χώρας, Ιωάννη Καποδίστρια. Ένεκα του μικρού της ηλικίας του, ο Όθων ήταν αδύνατο να κυβερνήσει μόνος του, για αυτό τον λόγο συστάθηκε μία ομάδα Βαυαρών αντιβασιλέων, που θα τίθονταν επικεφαλής της χώρας, μέχρι και την ενηλικίωση του γιού του βασιλιά της Βαυαρίας, Λουδοβίκου του Α΄. Αυτή η περίοδος ονομάστηκε Αντιβασιλεία και εν πολλοίς προπαρασκεύασε τις μελλοντικές ενέργειες και αποφάσεις του νεαρού βασιλιά.

Ο Όθων, καταφθάνει στην Ελλάδα στις 6 Φεβρουαρίου του 1833, με την βρετανική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη» και χαίρει θερμής υποδοχής από τους χιλιάδες παρευρισκόμενους που περίμεναν καρτερικά τον ίδιο στο λιμάνι του Ναυπλίου. Ψηλός και λεπτός, φορώντας γαλάζια στολή και συνοδευόμενος από έφιππους ουσάρους, ο Βαυαρός πρίγκηπας πραγματοποιεί τα γενέθλια βήματα στην χώρα, η διακυβέρνηση της οποίας έμελλε να αποτελέσει την κύρια ενασχόλησή του έως το τέλος της ζωής του.

Πολλοί ιστορικοί αναλυτές, στο πέρασμα των χρόνων, έχουν περιγράψει τον Όθωνα ως ματαιόδοξο και ισχυρογνώμονα, χαρακτηριστικά που θα αναδύονταν στην πολιτική που θα χάραζε ο γιος του Λουδοβίκου. Σύγχρονοι, δε, μελετητές αναφέρουν πως έπασχε από ένα είδος αθεράπευτης αναποφασιστικότητας, γεγονός που έπρεπε να ήταν έκδηλο προτού εκκινήσει η περίοδος βασιλείας του. Ίσως να ήταν και αυτός ένας από τους λόγους που ο Όθων δεν θα μπορούσε να κυβερνήσει μόνος, χωρίς την προετοιμασία των αντιβασιλέων του, ακόμα και μετά την ενηλικίωση του.

Η άφιξη του Όθωνα το 1833. Πηγή εικόνας: greece2021.gr

Η περίοδος της Αντιβασιλείας στη χώρα, έχει ως σημείο εκκίνησης την ίδια την άφιξη του Βασιλιά στην Ελλάδα. Όπως αναφέρθηκε, οι Αντιβασιλείς εν πολλοίς έθεσαν τα θεμέλια για την περίοδο διακυβέρνησης του Όθωνα. Ήταν τρείς στον αριθμό και προέρχονταν όλοι από την Βαυαρία. Πρόεδρος και επικεφαλής του συνόλου ήταν ο Κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ. Επιβλέπων για τα ζητήματα Δημόσιας Εκπαίδευσης και Εκκλησιαστικής ευρυθμίας, ο Γκέοργκ Λουδοβίκος φον Μάουρερ, ενώ στον Στρατιωτικό τομέα ο Υποστράτηγος Κάρολος φον Χάιντεκ.

Η πολιτική που ακολούθησαν οι Αντιβασιλείς ήταν συνυφασμένη με την ταχεία αναδιοργάνωση της χώρας σε όλους τους τομείς. Πολλές, μάλιστα, από τις πρωτοβουλίες τους κατά τα δύο χρόνια διακυβέρνησής τους θα υλοποιούνταν πλήρως έπειτα από πολλές δεκαετίες, όπως το ζήτημα της διευθέτησης των εθνικών γαιών, που θα ολοκληρωνόταν το 1870. Άλλωστε, τούτη η περίοδος διακυβέρνησης της χώρας, προτού αναλάβει ο Όθων, πέρασε χωρίς την ύπαρξη συντάγματος και κοινοβουλίου, καθώς αποτελούσε προσωπική απόφαση του Λουδοβίκου. Ταυτόχρονα, είχαν σταλθεί 3.000 Βαυαροί στρατιώτες, που θα παρέμεναν στην χώρα για τουλάχιστον μία δεκαετία. Ωστόσο, η επίδραση του Βαυαρικού μικρόκοσμου, παρουσιάστηκε αρκετά γρήγορα στην Ελλάδα, που αναζητούσε εναγωνίως την εθνική της ταυτότητα.

Πιο συγκεκριμένα, οι Βαυαροί αισθάνονταν πως πρώτιστη μέριμνα όφειλε να είναι ο στρατός. Η μετατροπή του υπάρχοντος, τότε, άτακτου στρατού σε έναν εθνικό τακτικό στρατό, ήταν, αν μη τι άλλο, αινιγματώδης. Βαθιά πεποίθηση των αντιβασιλέων υπήρξε πως οι στρατιωτικές δυνάμεις μίας χώρας αποτελούσαν εγγυητήριο της γαλήνης αναφορικά με την εσωτερική πολιτική της, ιδιαίτερα σε μία περίπτωση όπως εκείνη της Ελλάδας. Εξάλλου, όπως χαρακτηριστικά αποτυπώθηκε με την θανάτωση του Καποδίστρια, ο εχθρός της χώρας δεν βρισκόταν στο εξωτερικό, αλλά στο εσωτερικό. Οι συνεχείς διαμάχες και πολεμικές διενέξεις ανάμεσα στις τοπικές βάσεις εξουσίας των οπλαρχηγών και στα άτακτα ένοπλα σώματα που ήταν πιστά στον αρχηγό τους, δημιουργούσαν διαρκώς ζητήματα εσωτερικής διαχείρισης. Δημιουργώντας, λοιπόν, εθνικό στρατό, οι Βαυαροί κατόρθωσαν να αποκτήσει το κράτος την εξουσία υπό την επίβλεψη του, δεδομένο που έκτοτε αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την σύσταση ενός κράτους – έθνους.

Ο τακτικός στρατός μετά την θανάτωση του Κυβερνήτη, είχε ουσιαστικά διαλυθεί. Η Αντιβασιλεία διέλυσε όλα τα εναπομείναντα άτακτα στρατεύματα απομακρύνοντας τους στρατολογηθέντες. Όσοι είχαν κατορθώσει να πολεμήσουν κατά την δύστροπη περίοδο του Αγώνα, είχαν τη δυνατότητα να διαλέξουν μεταξύ της απόλυσής τους και της κατάταξής τους στον τακτικό στρατό. Συνολικά, καταρτίσθηκαν μόνο δύο ελαφρά τάγματα, ενώ παράλληλα, υπήρχε το πεζικό της γραμμής, που απέκτησε αμιγώς Ελληνική σύσταση μετά το 1840. Κάθε τάγμα, από τα τρία που τελικά δημιουργήθηκαν, αποτελείτο από 6 λόχους των 120 περίπου ανδρών έκαστος. Επικεφαλής των ταγμάτων διορίστηκαν παλιοί οπλαρχηγοί του Αγώνα. Μέχρι και η ίδρυση της Ελληνικής Χωροφυλακής ανάγεται στα χρόνια του Όθωνα, πιο συγκεκριμένα το 1833.

Γελοιογραφία Έλληνα στρατιώτη, συλληφθείς των Βαυαρών στρατιωτών. Πηγή εικόνας: lefterismavrikos.wordpress.com

Σημαντικές αλλαγές επήλθαν και στα στρώματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, δεν έγινε ουδέποτε πλήρης διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους. Η ταύτιση τους, αν και ανάγεται στα πολύκροτα χρόνια που προηγήθηκαν της Επανάστασης, με την σαφή συνέχεια τους κατά την τέλεσή της, θεσμοθετήθηκε κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας. Συγκροτήθηκε επταμελής, μικτή επιτροπή για την εκπόνηση Εκκλησιαστικού Συντάγματος, με το οποίο αποφασιζόταν η εκκλησιαστική ανεξαρτησία του Βασιλείου της Ελλάδος και η σύσταση Ιεράς Συνόδου. Από το 1833, η Εκκλησία της Ελλάδος θα αποκτούσε μόνο δογματική και πνευματική εξάρτηση από το Πατριαρχείο, οι σχέσεις του οποίου με τους Έλληνες κατά την περίοδο της Επανάστασης είχαν δυσχεράνει. Η Εκκλησία έγινε αυτοκέφαλη με ανώτατη εκκλησιαστική αρχή την πενταμελή Ιερά Σύνοδο και κάτι τέτοιο υλοποιήθηκε κατά την Αντιβασιλεία.

Επί τούτης της περιόδου, μάλιστα, λήφθηκε και η απόφαση της μεταφοράς της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Τα τελευταία Οθωμανικά στρατεύματα, που είχαν παραμείνει στις θέσεις τους στα τείχη της Ακρόπολης μέχρι τέλους, απομακρύνθηκαν από τους Βαυαρούς και οδηγήθηκαν από τους ίδιους εκτός πόλης, στα τέλη του 1833. Τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας πραγματοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο του επόμενου έτους. Δύσκολο, όμως, παρουσιαζόταν το έργο ανοικοδόμησης μίας ερειπωμένης πόλης. Η πολεοδομία της νέας πρωτεύουσας θα διαμορφώνονταν στις αρχές του επόμενου αιώνα, όμως τα θεμέλια τέθηκαν στην διάρκεια των πρώτων χρόνων των Βαυαρών στην Ελλάδα. Άλλωστε, ο αποχρών λόγος για την επιλογή της Αθήνας ως νέας πρωτεύουσας από τους Αντιβασιλείς, υπήρξε η βαθιά σύνδεση της πόλης με την ιστορική αναδρομή στο παρελθόν, το οποίο θαυμαζόταν συλλογικά από εκείνους.

Εξίσου σημαντικές πρωτοβουλίες πάρθηκαν στον τομέα της εκπαίδευσης και του σχολικού συστήματος. Με νόμο που θεσπίστηκε το 1834, μετατράπηκε σε υποχρεωτική η επτάχρονη εκπαίδευση όλων των παιδιών, που όφειλαν, παράλληλα, να μάθουν τους πρέποντες κανόνες της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας, που δεν ήταν άλλη, από την καθαρεύουσα. Ταυτόχρονα, οι αντιβασιλείς προώθησαν την ίδρυση δημοτικών σχολείων σε όλους τους δήμους με υποχρεωτική φοίτηση τεσσάρων ετών. Ιδρύθηκαν, δε, ελληνικά σχολεία σε όλες τις επαρχίες, στις οποίες γίνονταν δεκτοί οι απόφοιτοι της Δ΄ Τάξης του Δημοτικού. Τέλος, ιδρύθηκαν Γυμνάσια στην έδρα κάθε νομού, όπου η φοίτηση ήταν τετραετής.

Πηγή εικόνας: protothema.gr

Έτσι, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οργανώθηκε πάνω στους πυλώνες και τα πρότυπα του αντίστοιχου βαυαρικού, με έναν κύκλο βασικής υποχρεωτικής εκπαίδευσης και δύο διαφορετικούς κύκλους μέσης. Βασικό χαρακτηριστικό του περιεχομένου των σπουδών ήταν ο κλασικισμός και η αρχαιολατρία, ενώ ελάχιστη βάση δινόταν στην απόκτηση θετικών και τεχνικών γνώσεων. Επί Βαυαροκρατίας, μάλιστα, επινοήθηκε και εμφυτεύθηκε στην Ελληνική γλώσσα και η λέξη «Αρχαιολογία», που αποτελούσε νεολογισμό για την γλώσσα. Για αυτό τον λόγο παρατηρεί κανείς συνεχώς παρούσα την εν λόγω λέξη σε διάφορους τομείς της περιόδου, όπως στην ίδρυση της «Αρχαιολογικής Υπηρεσίας», το 1833, στην «Εν Αθήναις» Αρχαιολογική Εταιρεία του 1837 και την «Αρχαιολογική Εφημερίς», πάλι το 1837.

Συνοψίζοντας, αν και σύντομης χρονικής διάρκειας, η περίοδος της Αντιβασιλείας στην Ελλάδα, λειτούργησε ευεργετικά για την προώθηση της Βαυαρικής πολιτικής στην χώρα. Παράλληλα, προετοίμασε τις κατάλληλες συνθήκες διακυβέρνησης για τον νεαρό Όθωνα, βασίλευσε τιτλοφορώντας ως ο πρώτος Βασιλεύς του Ελληνικού κράτους, μέχρι και την εξόρισή του, το 1862. Η απήχηση των πρωτοβουλιών της Αντιβασιλείας, έφθαναν σε κάθε γωνία του νεοσύστατου κράτους, και παρουσίασαν παρόμοια πολιτική προσέγγιση με εκείνη του Βαυαρικού Βασιλείου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Συλλογικό Έργο (1976), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ΄,  Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
  • Βασίλειος, Κρεμμυδάς (2016), Η Επανάσταση του 1821,  Αθήνα: Εκδ. Gutenberg
  • Roderick Beaton (2019), Ελλάδα: Βιογραφία ενός Σύγχρονου Έθνους,  Αθήνα: Εκδ. Πατάκη

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασίλης Δημόπουλος
Βασίλης Δημόπουλος
Γεννημένος το 1998, μεγάλωσε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής. Είναι τελειόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, στην πόλη της Καλαμάτας. Από τα σχολικά του χρόνια μέχρι και σήμερα, αφιερώνει σημαντικό κομμάτι του ελεύθερου του χρόνου στην μελέτη της Νεότερης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας και στην συμμετοχή του σε Ιστορικές και Φιλολογικές ημερίδες. Του αρέσει ο αθλητισμός και ιδιαίτερα η καλαθοσφαίριση, η μαγειρική, η παρακολούθηση σειρών και η συναναστροφή με τους κοντινούς του ανθρώπους.