Της Αθηνάς Σωτηρίου,
Στις μέρες μας, όπου σε πολλές περιοχές επικρατεί εμπόλεμη κατάσταση και πρωθυπουργοί χωρών και κυβερνήτες προβαίνουν σε τολμηρές δηλώσεις, η αίτηση για παροχή είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Το δικαίωμα για παροχή ασύλου τοποθετείται στους αρχαίους χρόνους και αναγνωρίζεται κυρίως σε άτομα που η ζωή τους βρίσκεται σε κίνδυνο. Την έννοια του κινδύνου συγκεκριμενοποιεί η Σύμβαση της Γενεύης του 1951, ορίζοντας ότι δικαίωμα υποβολής αίτησης ασύλου έχει όποιος έχει φύγει από την χώρα της ιθαγένειας του και δεν δύναται ή δεν θέλει να επιστρέψει σε αυτήν λόγω φόβου δίωξης λόγω της φυλής, της θρησκείας ή της εθνικότητας του, της κοινωνικής ομάδας ή των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Η παροχή ασύλου, αποτελεί μία ανθρωπιστική, μονομερή πράξη του Κράτους η οποία όπως έκρινε το Διεθνές Δικαστήριο στην υπόθεση Asylum δεν χρειάζεται αιτιολόγηση. Γενικά, ωστόσο, η δυνατότητα παροχής ασύλου ανήκει στην διακριτική ευχέρεια του κράτους αίτησης, αρκεί αυτή να μην συγκρούεται με άλλες αρχές, όπως π.χ. την αρχή της μη επαναπροώθησης. Η εν λόγω αρχή ενσωματώνεται στο άρθρο 33 της Σύμβασης της Γενεύης, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη δεν δύνανται να επαναπροωθούν πρόσφυγες στα σύνορα εδαφών όπου η ζωή τους βρίσκεται σε κίνδυνο η ζωή και η ελευθερία τους εξαιτίας φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων.
Μόνο δύο εξαιρέσεις αναγνωρίζει η Σύμβαση στην ρύθμιση αυτή, οι οποίες απαριθμούνται κατά τρόπο αποκλειστικό στην δεύτερη παράγραφο του ανωτέρω άρθρου. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παράγραφο αυτή, η απαγόρευση της μη-επαναπροώθησης κάμπτεται α) σε περίπτωση που ο αιτών άσυλο αποδειχθεί «επικίνδυνος» για την ασφάλεια της χώρας, της οποίας αιτείται το άσυλο και β) σε περίπτωση που ο εν λόγω πρόσφυγας έχει καταδικαστεί για ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα και ως εκ τούτου διαταράσσει την ασφάλεια της χώρας. Ο καθορισμός της επικινδυνότητας επαφίεται στην κάθε κυβέρνηση και πάντως αποτελεί μία κρίση που δεν χρειάζεται απόδειξη, αρκεί να βασίζεται σε σοβαρά αίτια.
Διεθνείς συνθήκες σχετικά με την παροχή ασύλου έχουν υπογραφεί σε πολλές χώρες και Ηπείρους: η Αφρική έχει υιοθετήσει την Σύμβαση για την ρύθμιση ειδικών θεμάτων των προβλημάτων των προσφύγων (1969), στην Ασία υιοθετήθηκε το 1966 ένα πρώτο κείμενο αρχών για το καθεστώς των προσφύγων το οποίο αναθεωρήθηκε το 2001 στη Μπανγκόκ, στην Αμερική ειδική μέριμνα προβλέπεται στην Σύμβαση του Καράκας καθώς και στην Διακήρυξη της Καρταχένα (μεταξύ Αμερικής και Μεξικό), ενώ η Κοινότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) έχει νομοθετήσει πληθώρα κειμένων όπως ενδεικτικά: την Ευρωπαϊκή Συμφωνία για την μεταφορά ευθύνης όσον αφορά τους πρόσφυγες (16 Οκτωβρίου 1960), την Διακήρυξη σχετικά με το εδαφικό άσυλο (18 Νοεμβρίου 1977) και την οδηγία 2003/9/ΕΚ που ρυθμίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη καθώς και τους κανονισμούς Δουβλίνο 1 και 2.
Άξιο αναφοράς, είναι το Ευρωπαϊκό Ταμείο 2 για τους πρόσφυγες καθώς και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) που έχει έδρα την Μάλτα.Η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΕ και πύλη εισόδου μεταναστευτικών ροών δέχεται πλήθος αιτήσεων παροχής ασύλου. Αξίζει να αναφέρουμε πως σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το 2013 αριθμούσε 13.080 αιτήσεις ασύλου. Στην Ελλάδα, ένας αναγνωρισμένος πρόσφυγας έχει δικαίωμα παραμονής έως τρία χρόνια και δύναται να επιστρέψει στην πατρίδα του μόλις αλλάξει η κατάσταση και δεν βρίσκεται πια σε κίνδυνο. Για την διευκόλυνση εξυπηρέτησης των αιτούντων άσυλο και επιτάχυνσης της διαδικασίας, ιδρύθηκε με τον Νόμο 3907/2011 η Υπηρεσία Ασύλου, η οποία εξετάζει τέτοιες αιτήσεις και υπάγεται στο Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής.
Σε περίπτωση που η αίτηση ασύλου απορριφθεί κατά τον έλεγχο των προϋποθέσεων χορήγησής της, οι αιτούντες έχουν δικαίωμα να προσφύγουν στην Αρχή Προσφύγων και να ζητήσουν την επανεξέταση του αιτήματος, όπως προκύπτει από τον Νόμο 4375/2016, όπως αυτός τροποποιήθηκε από το άρθρο 86 του Νόμου 4399/2016 και ισχύει.
Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθούμε στις προϋποθέσεις παύσης του καθεστώτος του πρόσφυγα όπως αυτές απαριθμούνται εξαντλητικά στο άρθρο 1Γ της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 (στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι και η Ελλάδα με το Ν.Δ 3989/1959). Σύμφωνα με αυτό το άρθρο οι προϋποθέσεις είναι: α) η εκούσια χρήση της προστασίας της χώρας της οποίας είχε την ιθαγένεια, β) η εκούσια επανάκτηση της ιθαγένειας που είχε απολέσει, γ) η απόκτηση νέας ιθαγένειας και κατ’ επέκταση η υπαγωγή του στην προστασία που του παρέχει η νέα χώρα δ) η εκούσια επάνοδος στην χώρα την οποία είχε εγκαταλείψει και ε) η αδυναμία αποποίησης της προστασίας της χώρας ιθαγένειας του επειδή οι συνθήκες που τον οδήγησαν να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, έπαψαν να υπάρχουν.
Πηγές
- Η έννοια και η λειτουργία του θεσμού του ασύλου στο Διεθνές δίκαιο – Παρούλα Νάσκου Περάκη
- Δίκαιο διαδικασίας ασύλου – ελληνικό συμβούλιο για τους πρόσφυγες
- Διαδικασία παροχής ασύλου- Υπουργείο μεταναστευτικής πολιτικής
Γεννήθηκε στην Ηγουμενίτσα το 1997 και είναι προπτυχιακή φοιτήτρια της Νομικής σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (ΔΠΘ). Έχει συμμετάσχει σε διάφορες προσομοιώσεις διεθνών οργανισμών και στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται με τον χορό.