Της Μιχαέλλας Αλεξάνδρου,
Η καθημερινότητα μας τυφλώνει. Άλλους λιγότερο και άλλους περισσότερο. Στο κυνήγι ενός πολύ φιλόδοξου στόχου και μιας πιο φερέλπιδας ευκαιρίας στη ζωή χάνουμε το σήμερα για να κερδίσουμε το αύριο. Ή έτσι νομίζουμε τουλάχιστον, πως το αύριο θα το κερδίσουμε.
Είναι βέβαιο πως στις μέρες μας ο ανταγωνισμός διαμορφώνει ένα αρκετά απαιτητικό πρόγραμμα στην καθημερινότητά μας. Με γνώμονα την αριστεία, όχι όπως αυτή ορίζεται με καθαρά σχολικούς όρους, αλλά επιλέγοντας μια ευρύτερη εννοιολογική προσέγγισή της, βγάζουμε από τη ζωή μας το «περπάτημα» και το αντικαθιστούμε με το «τρέξιμο». Κι ο χρόνος εξακολουθεί να μας μένει λειψός. Γιατί το «τρέξιμο» δεν ισοδυναμεί με ταχύτερο «περπάτημα», όσο κι αν θα θέλαμε ιδανικά να είναι το ίδιο.
Ο καθένας θέτει τους στόχους που ικανοποιούν τις ανάγκες του. Όπως ο Maslow ιεράρχησε τις ανάγκες, πρώτα τίθενται οι βιολογικές ανάγκες, αυτές δηλαδή που είναι απαραίτητο να ικανοποιούνται για λόγους επιβίωσης, έπειτα οι ανάγκες ασφαλείας, ακολουθούν αυτές της κοινωνικής αποδοχής, πιο πάνω οι ανάγκες αυτοεκτίμησης και στην κορυφή οι ανάγκες αυτοπραγμάτωσης.
Η δράση μας ορίζεται από τις ανάγκες μας. Δεν είναι ίδιες για όλους, γι’ αυτό και δεν απαιτείται η δράση όλων μας να είναι κοινή. Ένα ανήσυχο πνεύμα που δεν εφησυχάζει εύκολα «βασανίζεται» μέσα του, γιατί οι ανάγκες του είναι ακόμα μεγαλύτερες. Αντίθετα, ένας εξωτερικός παρατηρητής είναι πολύ πιθανό να θεωρεί πως ο πρώτος έχει ικανοποιήσει πλήρως τις ανάγκες του και έχει πετύχει αυτό που συμβατικά αποκαλούμε «ευτυχία». Όμως, όπως διατείνεται ο Νίκος Δήμου, ορίζουμε σαν ευτυχία την (συνήθως προσωρινή) κατάσταση, όπου η πραγματικότητα συμπίπτει με τις επιθυμίες μας.
Ο καθένας θέτει τον δικό του ορισμό για την ευτυχία κι ο καθένας ορίζει διαφορετικά τις ανάγκες του. Είναι όμως σημαντικό και χρήσιμο στον δρόμο για την ικανοποίηση των αναγκών μας να μην χάνουμε την ουσία. Κι όταν νιώθουμε ότι την χάνουμε, όταν ένα συναίσθημα ματαιότητας μας καταπνίγει, ας κοντοσταθούμε κι ας αναρωτηθούμε ποια είναι εν τέλει η ουσία;
Οι πλείστοι για να κοντοσταθούν χρειάζονται ένα τράνταγμα. Μια απώλεια. Μια απογοήτευση. Μια αποτυχία. Άλλοι απλά θα κοντοσταθούν όταν καταφέρουν να βρουν χρόνο και να μιλήσουν με τον εαυτό τους. Συχνά το αποφεύγουμε. Αποφεύγουμε αυτό τον ειλικρινή διάλογο με τον εαυτό μας, γιατί δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τον πιο δύσκολο κριτή μας, που όμως ξέρει καλύτερα απ’ όλους τις ανάγκες μας και είναι αυτός που θα μας ζητήσει ένα «διάλειμμα» όταν θα ξέρει πως παρά την πορεία μας προς την Ιθάκη, αγνοούμε τα «σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι εβένους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής».
Αυτό για σένα. Που μοιάζεις σήμερα με αυτόν τον Παριζιάνο που όλο ανέβαλλε την επίσκεψή του στην Παναγία των Παρισίων, ενώ χρόνια περνούσε από τον ίδιο δρόμο για τη δουλειά, μέχρι που αντίκρισε τις φλόγες και δάκρυσε, για την απώλεια της βεβαιότητας του αύριο που πάντα είχε…