8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο ζήτημα της βίας στον χώρο εργασίας

Το ζήτημα της βίας στον χώρο εργασίας


Του Βασίλη Χουρσανίδη,

Με το νέο εργατικό νομοσχέδιο, που τέθηκε πρόσφατα σε διαβούλευση και εισάγει πολλές μεταρρυθμίσεις σε αρκετούς τομείς του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου, γίνεται μία αξιόλογη προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος της βίας στον χώρο της εργασίας, με έμφαση στην ασκούμενη από τον εργοδότη και τη σεξουαλική βία. Μεταξύ των «καινοτομιών» που εισάγει το νέο εργατικό νομοσχέδιο συμπεριλαμβάνεται και η αντιστροφή του βάρους απόδειξης της βασιμότητας καταγγελιών για πράξεις βίας στον εργασιακό χώρο, προβλεπόμενη στο άρθρο 15. Είναι μια παρέκκλιση από τον κανόνα και χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης.

Βάσει, λοιπόν, του άρθρου 15, με εξαίρεση τις ποινικές διαδικασίες, όπου συνεχίζει απαρεγκλίτως να ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας, στις λοιπές περιπτώσεις υποβολής καταγγελίας για πράξη βίας στον εργασιακό χώρο, εφόσον από τα στοιχεία ή περιστατικά που θέτει στη διάθεση των αρμοδίων αρχών ο καταγγέλλων πιθανολογείται η τέλεση πράξεων βίας, όπως αυτές ορίζονται στα άρθρα 3 και 4 του νομοσχεδίου, δεν ισχύει ο βασικός κανόνας κατανομής του βάρους απόδειξης (βλ. άρθρο 338 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τον οποίο όποιος επικαλείται μία ευνοϊκή για τον ίδιο διάταξη οφείλει να αποδείξει ότι συνέτρεξαν τα πραγματικά περιστατικά που η εν λόγω διάταξη θέτει ως προϋπόθεση για την επέλευση της προβλεπόμενης συνέπειας (που αυτονόητα θα είναι ευνοϊκή για τον ίδιο, αλλιώς δεν θα έχει και σχετικό έννομο συμφέρον). Αντίθετα, τεκμαίρεται από το νόμο ότι τα καταγγελλόμενα περιστατικά βίας πράγματι έλαβαν χώρα και το καταγγελλόμενο πρόσωπο οφείλει να αποδείξει ότι αυτό δεν ευσταθεί. Ειδάλλως, θα υποστεί τις συνέπειες που ο νόμος προβλέπει για τα πρόσωπα που ασκούν βία στο εργασιακό περιβάλλον (διοικητικά πρόστιμα, υποχρέωση αποζημίωσης κ.λπ.).

Πηγή εικόνας: ΧΕΝ Αθηνών

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι αρκεί μία prima facie βασιμότητα των καταγγελλόμενων, για να αντιστραφεί το βάρος απόδειξης σε βάρος του καταγγελλόμενου. Αρκεί βάσει των στοιχείων που καταθέτει ο καταγγέλλων να μπορεί ευλόγως να πιθανολογηθεί ότι πράγματι έλαβε χώρα κακομεταχείριση, χωρίς το φερόμενο θύμα να οφείλει να αποδείξει ότι αυτή έλαβε όντως χώρα. Βέβαια, αυτονόητο είναι ότι αν δεν υπάρχει καμία λογική συνοχή μεταξύ των παρατιθέμενων στοιχείων δεν θα μπορεί καν να πιθανολογηθεί η βασιμότητα.

Αυτό το φαινόμενο αντιστροφής του βάρους απόδειξης είναι σύνηθες όταν κατά τις αξιολογήσεις του νομοθέτη είναι δύσκολο αυτός που υπό κανονικές συνθήκες θα όφειλε να αποδείξει κάτι να το αποδείξει υπό συγκεκριμένες περιστάσεις και αυτό, διότι είναι εγγύτερο το αποδεικτέο περιστατικό στη σφαίρα ελέγχου και επιρροής κάποιου άλλου, αυτού που βλάπτει η συνδρομή του, οπότε είναι δικαιότερο να οφείλει αυτός να αποδείξει ότι το βλαπτικό για τον ίδιο γεγονός δεν συνέβη. Πρόκειται για τη θεωρία των σφαιρών επιρροής, η οποία εισάγει παρέκκλιση από τον κανόνα του 338 ΚΠολΔ και την αξιολόγηση στην οποία αυτός στηρίζεται, ότι δηλαδή όποιος αναμένει και επιδιώκει να καρπωθεί τα οφέλη μίας νομικής ρύθμισης είναι ορθό και δίκαιο να φέρει και το βάρος να αποδείξει ότι έλαβαν χώρα τα περιστατικά που συνιστούν προϋπόθεση για την εφαρμογή της ρύθμισης.

Εφαρμογή της θεωρίας αυτής εντοπίζεται στο νόμο περί προστασίας του καταναλωτή (ν. 2251/1994). Ο πάροχος υπηρεσιών ευθύνεται για κάθε παράνομη και υπαίτια ζημία που προξένησε μέσω των υπηρεσιών του. Όμως, ο ζημιωθείς οφείλει απλώς να αποδείξει ότι υπέστη ζημία, η οποία οφείλεται στις υπηρεσίες του παρόχου, καθώς τεκμαίρεται ότι η υπαιτιότητα και η παρανομία υφίσταται, ώστε ο πάροχος να οφείλει εν τέλει να αποδείξει ότι δεν συντρέχει δόλος ή αμέλειά του ως προς το ζημιογόνο αποτέλεσμα και ότι δεν υφίσταται παρανομία. Αν δεν οριζόταν ρητά αυτό, ο καταναλωτής θα όφειλε να αποδείξει και αυτά, πέραν της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας. Όμως, ο νομοθέτης, προφανώς, θεώρησε ότι ο πάροχος των υπηρεσιών, όντας συνήθως εξειδικευμένος στο αντικείμενό του, έχει τις απαιτούμενες γνώσεις και πληροφορίες, ώστε να αποδείξει ότι ενήργησε επιμελώς και σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης ή της επιστήμης του ή τα οικεία επαγγελματικά πρότυπα, δηλαδή νομίμως. Αντίθετα, ο μέσος καταναλωτής όχι, ώστε θα ήταν δυσβάσταχτο και ανεπιεικές να του επιβάλουμε κάτι που υπερβαίνει τις δυνατότητές του.

Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 15 του εργατικού νομοσχεδίου δεν αποτελεί εφαρμογή της θεωρίας των σφαιρών επιρροής. Γιατί δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι οι πράξεις βίας στον εργασιακό χώρο δεν βρίσκονται εγγύτερα στον φερόμενο ως θύτη, αντιθέτως, όσο δύσκολο είναι να αποδείξει ο καταγγέλλων την ύπαρξη τέτοιων φαινομένων, τόσο δύσκολο είναι και για τον καταγγελλόμενο να αποδείξει ότι ουδέποτε άσκησε βία. Μάλιστα, αυτή η διαπίστωση ενισχύεται ιδίως από το γεγονός ότι οι πράξεις βίας, ψυχολογικής ή σωματικής, διαδραματίζονται συνήθως σε συνθήκες μυστικότητας και όχι δημόσια. Δηλαδή το συνήθως συμβαίνον είναι να παρίστανται μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι, ώστε αμφότεροι να αντιμετωπίζουν την ίδια ακριβώς αποδεικτική δυσχέρεια.

Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η αντιστροφή του βάρους απόδειξης είναι πρόνοια του νομοθέτη προς τα θύματα βίαιης συμπεριφοράς, ιδίως αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι στον εργασιακό χώρο συνήθως η βία προέρχεται από τον εργοδότη και το θύμα είναι ο ασθενέστερος συναλλακτικά και οικονομικά εργαζόμενος, ο οποίος αναγκάζεται συχνότατα να υπομένει καταπιεστικές και βίαιες συμπεριφορές, ώστε να μην απολυθεί. Ίσως δηλαδή το άρθρο 15 να επιτελεί μία εξισορροπητική λειτουργία, αλλά συγχρόνως και λειτουργία γενικής πρόληψης, υπό την έννοια ότι αποτρέπει τους επίδοξους θύτες από την άσκηση βίας, ακριβώς διότι τους υποχρεώνει να επιτύχουν το δυσχερές, δηλαδή να αποδείξουν την «αθωότητά» τους και να απαλλαγούν των δυσμενών συνεπειών που ο νόμος προβλέπει για τους δράστες τέτοιων συμπεριφορών. Αυτή είναι η και η προσωπική άποψη του γράφοντος.

Τονίσαμε και παραπάνω ότι αμφότεροι οι εμπλεκόμενοι συναντούν κατά βάση την ίδια αποδεικτική δυσχέρεια και ότι δεν μπορεί επί τη βάσει αυτή να γίνει δεκτό ότι με το άρθρο 15 γίνεται δίκαιη κατανομή του αποδεικτικού βάρους, σύμφωνα με τη θεωρία των σφαιρών επιρροής. Ερωτάται, όμως, κατά πόσο η εν λόγω ρύθμιση είναι συμβατή με το τεκμήριο της αθωότητας, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ, ιδίως ως αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητας του κατηγορούμενου. Βεβαίως να σημειωθεί ότι η ίδια η διάταξη ορίζει ότι στις ποινικές διαδικασίες συνεχίζει να ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας.

Κατά πρώτον το ΕΔΔΑ έχει τονίσει ότι το τεκμήριο της αθωότητας, πέρα από απλή διαδικαστική εγγύηση της προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας του κατηγορουμένου στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, είναι συγχρόνως και αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητας του προσώπου. Δηλαδή δεν αντιμετωπίζεται ως απλή δικλείδα ασφαλείας έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας και της υπεροπλίας της κατηγορούσας αρχής, η οποία είναι κρατική λόγω του κρατούντος συστήματος της κρατικής δίωξης των αξιόποινων πράξεων. Αυτό έχει ως συνέπεια, κατά το ΕΔΔΑ, ο σεβασμός της αθωότητας του κατηγορουμένου μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του να είναι υποχρέωση όλων των κρατικών αρχών και όχι μόνο του ποινικού δικαστηρίου που έχει επιληφθεί κατά περίπτωση. Μάλιστα, όσο το τεκμήριο παραμένει εν ισχύ, κάθε κρατική αρχή οφείλει να μην αντιμετωπίζει τον κατηγορούμενο ως ένοχο, διότι αλλιώς παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας και δημιουργεί ευθύνη του κράτους έναντι του κατηγορούμενου βάσει της ΕΣΔΑ.

Μάλιστα, αυτό ισχύει και για τα υπόλοιπα πλην του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου εθνικά δικαστήρια, τα οποία, όταν καλούνται να αποφανθούν επί αστικών ή διοικητικών διαφορών σε συναφείς με την ποινική δίκη ένδικες διαδικασίες, οφείλουν να σέβονται την αθωότητα του κατηγορουμένου και να μην είναι αρνητικά προκατειλημμένοι εναντίον του και να τον υπολαμβάνουν ως ένοχο, χωρίς να έχει καταδικαστεί. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στις υποθέσεις άσκησης βίας στην εργασία, καθότι τέτοιες συμπεριφορές πέρα από αξιόποινες (σωματική βλάβη, εξύβριση, απόπειρα βιασμού, προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κ.λπ.), είναι και αστικά αδικήματα και επισύρουν και διοικητικές κυρώσεις. Άρα, το ίδιο συμβάν άσκησης βίας μπορεί να δημιουργεί παράλληλες δίκες σε όλες τις δικαιοδοσίες.

Πηγή Εικόνας: zwnews.gr

Πώς μπορεί, λοιπόν, ένα μαχητό τεκμήριο σαν αυτό του άρθρου 15, το οποίο δεσμεύει τις λοιπές κρατικές αρχές πλην των ποινικών δικαστηρίων, να επιβάλλει σε αυτές να αντιμετωπίζουν εκ προοιμίου τον καταγγελλόμενο ως δράστη συμπεριφοράς που συγχρόνως είναι και ποινικό αδίκημα και να του επιβάλλουν το βάρος απόδειξης της αβασιμότητας όσων του αποδίδονται με την απειλή επέλευσης δυσμενών συνεπειών σε περίπτωση που αποτύχει; Η απάντηση σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ είναι ότι το τεκμήριο της αθωότητας δεν απαγορεύει στα υπόλοιπα εθνικά δικαστήρια να διατυπώνουν δυσμενείς κρίσεις για τον κατηγορούμενο σε συναφείς με την ποινική δίκη δίκες και αυτό διότι το τεκμήριο της αθωότητας αφορά αποκλειστικά την ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου για συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, της οποίας οι προϋποθέσεις είναι περισσότερες ή/και διάφορες από αυτές της αστικής του ευθύνης για τις ίδιες πράξεις.

Με άλλα λόγια, δεν μπορεί το πρόσωπο να αντιμετωπίζεται ως εγκληματίας κατά το ποινικό δίκαιο, εφόσον δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως, δεν απαγορεύεται, όμως, να αντιμετωπίζεται ως αστικά υπεύθυνος για τις ίδιες πράξεις. Συνεπώς, τα υπόλοιπα πλην του ποινικού εθνικά δικαστήρια και αρχές δεν παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας (κατά την ΕΣΔΑ) ως στοιχείο της προσωπικότητας, όταν επιβάλλουν στον δράστη βίαιης συμπεριφοράς διοικητικά πρόστιμα ή αστικές κυρώσεις για αξιόποινη συμπεριφορά, για την οποία δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως, στηριζόμενα σε τεκμήρια που προκαταβάλλουν τη σχετική μη ποινική ευθύνη του, όπως αυτό του νέου άρθρου 15. Πρέπει, όμως, να μην τον αντιμετωπίζουν ως ένοχο παραγνωρίζοντας την τεκμαιρόμενη αθωότητά του.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Λίνος – Αλέξανδρος Σισιλιάνος, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Αθήνα, 2017
  • Κώστας Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Αθήνα, 2021

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασίλης Χουρσανίδης
Βασίλης Χουρσανίδης
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 2000. Είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τρίτο έτος της Νομικής του ΕΚΠΑ και έχει άριστη γνώση της αγγλικής και καλή γνώση της γαλλικής γλώσσας. Έχει συμμετάσχει σε αρκετά σεμινάρια και επιμορφωτικές εκδηλώσεις επί του αντικειμένου των σπουδών του και του αρέσει η ενασχόληση με το δημόσιο και το ιδιωτικό δίκαιο. Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με το ποδόσφαιρο και την αρθρογραφία.