Της Μαρίας Αναγνώστου,
Η λογοτεχνία και η τέχνη γενικότερα υποστηρίζεται ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο και κυρίως τον ίδιο τον άνθρωπο. Στην εποχή μας, όμως, και ιδιαίτερα στην χώρα μας, παρατηρούμε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να αδιαφορεί γι αυτές. Δυστυχώς από αυτόν τον κανόνα δεν εξαιρούνται οι νέοι, στους οποίους μάλιστα το φαινόμενο παρατηρείται εντονότερα με αποτέλεσμα να στερούνται τα πολλαπλά οφέλη της επαφής με την τέχνη.
Οι λόγοι που κρατούν τους ανθρώπους εκτός της λογοτεχνίας είναι πολλοί και κάποιοι ξεκινάν από τα μαθητικά χρόνια. Οι απαιτήσεις του σύγχρονου σχολείου αλλά και ο τρόπος λειτουργίας του δημιουργούν ένα κλίμα αποστροφής προς ότι σχετίζεται με το διάβασμα. Αυτό συμβαίνει, διότι επικρατεί ο τεχνοκρατισμός… Παράλληλα ,το μάθημα της λογοτεχνίας δεν διδάσκεται με τον δέοντα τρόπο, καθώς αντιμετωπίζεται όπως και τα υπόλοιπα μαθήματα χρησιμοθηρικά, δηλαδή με το σκεπτικό ότι έχει μόνο ο βαθμός και η τελική αξιολόγηση και όχι η ουσιαστική επαφή, να γίνουν, δηλαδή, αντιληπτά τα βαθύτερα νοήματα που κρύβουν τα λογοτεχνικά κείμενα και μπορούν να σαγηνεύσουν τον αναγνώστη. Επιπλέον, τόσο στη δευτεροβάθμια όσο και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση άλλα και γενικότερα στις πόλεις μας δεν υπάρχουν οι κατάλληλες και απαραίτητες εγκαταστάσεις, όπως βιβλιοθήκες και αναγνωστήρια, ώστε οι άνθρωποι να ευαισθητοποιούνται και να γνωρίσουν τη μαγεία των λογοτεχνικών κειμένων σε όλες τους τις μορφές.
Φυσικά η οικογένεια και τα ΜΜΕ δεν είναι άμοιροι των ευθυνών τους καθώς φέρουν και αυτά ευθύνη -και μάλιστα σημαντικότατη- για την διεύρυνση του φαινομένου της αποστασιοποίησης από την λογοτεχνία. Οι γονείς, αρχικά, πολλές φορές δεν είναι τα καλύτερα πρότυπα μίμησης για τα παιδιά τους, διότι οι ίδιοι δεν ασχολούνται με την τέχνη και το διάβασμα. Αντίθετα σπαταλούν τον ελεύθερο χρόνο τους, κυρίως, μπροστά σε μία οθόνη, του υπολογιστή ή της τηλεόρασης. Οι νέοι για να ενδιαφερθούν για τη λογοτεχνία πρέπει πρώτα να την έχουν γνωρίσει και αγαπήσει από τα παιδικά τους χρόνια. Αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο εάν οι γονείς διαβάζουν βιβλία στα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία, εάν επισκέπτονται βιβλιοθήκες, εάν αγοράζουν ή δωρίζουν βιβλία. Από την άλλη τα ΜΜΕ, προβάλλουν συνεχώς νόθα πρότυπα και είδωλα υπηρετώντας τον καταναλωτισμό και τις «επιταγές» της μόδας ποδηγετώντας έτσι τους ανθρώπους και παραγκωνίζοντας τις καλλιτεχνικές τους ανάγκες.
Όλα τα παραπάνω λοιπόν, λειτουργούν ανασταλτικά ως προς την ενασχόληση μας με τις τέχνες και την λογοτεχνία, απομακρύνοντας μας από τα πολλαπλά οφέλη τα οποία η ενασχόληση αυτή θα μπορούσε να μας παρέχει. Για να γίνω πιο συγκεκριμένη. ειδικά αναφερόμενη στην λογοτεχνία, εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει πως μας καλλιεργεί σε μεγάλο βαθμό και μας καθιστά πνευματικότερους. Επιπλέον μας παρέχει νέες γνώσεις, βοηθά στο να αποκτήσουμε κριτική σκέψη, μας κάνει να δούμε τη ζωή με άλλη ματιά,, να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα και τις καταστάσεις πολυπρισματικά, να είμαστε δεκτικοί σε καινούριες ιδέες και προτάσεις. Να γινόμαστε δημιουργικοί, παραγωγικοί, καινοτόμοι. Ουσιαστικά η λογοτεχνία διευρύνει τους πνευματικούς μας ορίζοντες. Απελευθερώνει το νου από κάθε είδους προλήψεις, φανατισμούς και προκαταλήψεις, μας απαλλάσσει από ανούσιες έχθρες και μίση. Ταυτόχρονα μας βοηθά να ξεφεύγουμε από την πλήξη της καθημερινότητας, τη σωματική και ψυχική κούραση, μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε.
Παράλληλα, μέσω της ανάγνωσης λογοτεχνικών κειμένων μαθαίνουμε ορθότερα τη μητρική μας γλώσσα, γινόμαστε κάτοχοι και ικανοί χειριστές της, με αποτέλεσμα να μη γινόμαστε θύματα προπαγάνδας και λαϊκισμού κάθε είδους. Επίσης με την μελέτη ελληνικών λογοτεχνικών έργων ερχόμαστε σε επαφή με την ιστορία της χώρας μας και μάλιστα με τρόπο ευχάριστο, αναπτύσσοντας έτσι αισθήματα γνήσια φιλοπατρίας εθνικής συνείδησης αλλά και εθνικής περηφάνιας. Από την άλλη βέβαια μέσα από το διάβασμα ξένων λογοτεχνικών έργων, ερχόμαστε σε επαφή με νέες κουλτούρες και πολιτισμούς, συγκρίνουμε τις συνήθειες των ξένων λαών με τις δικές μας και έτσι παραδειγματιζόμαστε. Αυτό έχει ως επακόλουθο να καλλιεργούμε ένα αίσθημα υπερεθνικότητας, να γινόμαστε φιλειρηνιστές, άνθρωποι συνειδητοποιημένοι και παγκοσμιοποιημένοι.
Μπορεί, τελικά, η τέχνη να μην μας παρέχει αυτά που κάνουν τη ζωή μας πιο άνετη οικονομικά και πρακτική. Μας χαρίζει όμως το «ευ ζειν», την ωραία, ποιοτική ζωή. Μας βοηθά να βλέπουμε την καθημερινότητα μέσα από τα δικά της μάτια, της ομορφιάς, της ευαισθησίας, της «ουσιαστικής απλότητας». Δίνει στη ζωή μας ουσία και νόημα. Το μόνο που χρειάζεται ακόμα είναι εμείς να την αγαπήσουμε και να την ακολουθήσουμε.
Γεννήθηκε το 1999 στην πανέμορφη πόλη της Θεσσαλονίκης και σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του ΑΠΘ. Έχει συμμετάσχει σε πληθώρα προσομοιώσεων Ηνωμένων Εθνών, επιστημονικών συνεδρίων, πανελλήνιων διαγωνισμών και εθελοντικών προγραμμάτων. Γνωρίζει αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά. Της αρέσουν τα ταξίδια, η μουσική και προχωράει με την ιδέα ότι «κάθε μέρα είναι μία νέα αρχή, μία ακόμη ευκαιρία για να κάνουμε τον κόσμο μας καλύτερο και να κατακτήσουμε τα όνειρα μας».