10.4 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΟι εμφύλιες διαμάχες μετά τον θάνατο του Καποδίστρια

Οι εμφύλιες διαμάχες μετά τον θάνατο του Καποδίστρια


Της Μαρίας Τσέα,

Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, την 27η Σεπτεμβρίου 1831, καθιστούσε την εσωτερική κατάσταση της χώρας αρκετά κρίσιμη. Η Ελλάδα βρισκόταν ακόμη σε περίοδο διαπραγματεύσεων και εργασιών για την ανάδειξη βασιλιά, τον οριστικό καθορισμό των συνόρων της και την επικοινωνία με την Πύλη για την τελική συνθήκη. Η μετακαποδιστριακή περίοδος, με τις διαδοχικές κυβερνήσεις μέχρι την άφιξη του βασιλιά Όθωνα, χαρακτηρίζεται από αναρχία και διοικητική αθλιότητα. Έμοιαζε με έναν ασθενή, που στην θεραπεία του στεκόταν εμπόδιο ένας ατέρμονος κύκλος επιπλοκών.

Οι πρώτες ταραχές, που σημειώθηκαν στο άκουσμα της δολοφονίας, αμβλύνθηκαν χάρη στην ψυχραιμία των διοικητών των μονάδων του τακτικού στρατού και του τυπικού τάγματος, που κατάφεραν να ελέγξουν και να κατευνάσουν τις στασιαστικές εκδηλώσεις. Ταυτόχρονα, αγήματα του αγγλικού και του γαλλικού στόλου μερίμνησαν για την ασφάλεια των οικιών των αντιπρέσβεων.

Η φαινομενική ηρεμία, όμως, δεν θα διαρκούσε. Η νέα κυβέρνηση, μετά τον χαμό του Κυβερνήτη, είχε στην ίδια της τη σύσταση τον πυρήνα της διάβρωσης. Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας, αδερφός του χαμένου Κυβερνήτη, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Ιωάννης Κωλέττης σχημάτισαν το νέο κυβερνητικό σώμα. Αμέσως μετά τον σχηματισμό αυτό, ξεκίνησε η αντιπολίτευση των συγκεντρωμένων στην Ύδρα αντικυβερνητικών.

Οι τελευταίοι συνέστησαν επιτροπή, με σκοπό να γνωστοποιήσουν στη νέα τριμελή κυβέρνηση τις ενστάσεις τους. Ζητούσαν να προστεθούν στην κυβερνητική επιτροπή δύο ακόμη μέλη, προερχόμενα από την αντιπολίτευση,  να δοθεί πλήρης αμνηστία για τα πολιτικά αδικήματα και κυρίως να συγκληθεί άμεσα η εθνική συνέλευση και να συμμετέχουν σε αυτή και οι εβδομήντα εκλεγμένοι, από τις εκλογές της συνταγματικής επιτροπής της Ύδρας, πληρεξούσιοι. Κανένα, όμως, από τα αιτήματά τους δεν έγινε δεκτό.

Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας (1778-1857), ελαιογραφία, Αναγνωστική Εταιρεία Κέρκυρας. Πηγή εικόνας: sansimera.gr

Έτσι, άρχιζε η διαίρεση του ελληνικού λαού και μαζί της η αποσύνθεση του κρατικού οργανισμού. Ταυτόχρονα, η ανάμειξη του ξένου παράγοντα στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας φαινόταν καθαρότερα από ποτέ, με τη Γαλλία να τάσσεται στο πλευρό των συνταγματικών και τη Ρωσία στο πλευρό των κυβερνητικών. Ξεκίνησαν να δημιουργούνται, λοιπόν, δύο «στρατόπεδα». Όλοι οι στρατιωτικοί της Ρούμελης, ο Κ. Μπότσαρης, ο Δ. Κοντογιάννης, οι Γριβαίοι και άλλοι, υποστήριζαν τον Κωλέττη, ενώ η πλευρά των κυβερνητικών, που ήταν κυρίως υπάλληλοι και διάφοροι αξιωματούχοι, είχε την πρόθεση να στηρίξει με κάθε τρόπο το κυβερνητικό καθεστώς.

Ο Αυγουστίνος πίστευε ότι θα κατάφερνε να πετύχει την ενότητα του λαού μέσω της κυβερνητικής δύναμης, απορρίπτοντας την επιλογή του συμβιβασμού. Διέταξε, έτσι, να σταλούν τα εθνικά πλοία και επιτροπή από τους Ανδρ. Μεταξά, Δημ. Τσαμαδό, Χρυσόγελο και Παξιμάδη στην Ύδρα, με απαίτηση δήλωσης υποταγής των αντιπολιτευομένων στο καθεστώς. Την ίδια κιόλας στιγμή, ο Ζαΐμης σε επιστολή του στον Κολοκοτρώνη έγραφε μεταξύ άλλων: «Καιρός δεν είναι ούτε να μας φοβερίσητε ούτε να σας φοβερίσωμεν. Καιρός είναι να προλάβωμεν τόν εμφύλιον πόλεμον, ο οποίος θα ετοιμάση τήν καταστροφήν μας».

Οι αποφάσεις του Αυγουστίνου, και κυρίως ο σχηματισμός ελεγκτικής επιτροπής, η οποία απέκλειε τους συνταγματικούς της Ύδρας, χαρακτηρίζονταν από τον Κωλέττη φατριασμοί. Παρ’ όλα αυτά, ο τελευταίος αρκούνταν μόνο στην απόδοση χαρακτηρισμών, καθώς δεν σημειώθηκε καμία απομάκρυνσή του από την κυβερνητική επιτροπή.

Προσωπογραφία του Ανδρέα Ζαΐμη, Εθνικό Ιστορικό Μουσέιο. Πηγή εικόνας: paliapatra.gr

Η 5η Δεκεμβρίου είχε οριστεί ως ημερομηνία έναρξης των εργασιών της Συνέλευσης στο Άργος. Η οργή της αντιπολίτευσης, που κατηγορούσε τον Αυγουστίνο για επιβολή τυραννίας, εκδηλώθηκε τόσο έντονα εκείνη την ημέρα, που δόθηκε διαταγή από την κυβέρνηση να οχυρωθεί ο χώρος γύρω από το οίκημα, που θα γινόταν η συνέλευση, και να τοποθετηθούν ακόμα και κανόνια. Ο Γεώργιος Λασσάνης γράφει χαρακτηριστικά: «το Άργος επαράσταινε μάλλον στρατόπεδον παρά τόπον εθνικής συνελεύσεως». Η συνεχής, μάλιστα, μετακίνηση κυβερνητικών στρατευμάτων στο Άργος, με πρόσχημα την τήρηση της τάξεως, διόγκωνε τους φόβους για ενδεχόμενη αιματηρή ρήξη.

Συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι έπρεπε να τεθεί σε προτεραιότητα η αναθεώρηση του Συντάγματος. Επιπλέον, στις 8 του ίδιου μήνα, επήλθε η οριστική διάσπαση της Διοικητικής Επιτροπής, με τους κυβερνητικούς να ανακηρύττουν τον Αυγουστίνο «Πρόεδρο της Ελληνικής Κυβερνήσεως». Η ανάληψη της εξουσίας από τον Αυγουστίνο ως μονομελές όργανο προκάλεσε την οργή του Κωλέττη και δίχασε ακόμη περισσότερο τις δύο παρατάξεις.

Την επόμενη ημέρα, το σκηνικό στην περιοχή του Άργους περιγράφεται από τον Νικόλαο Κασομούλη χειρότερο και από την εποχή που έφτασε στην Τριπολιτσά η είδηση της αφίξεως του Ιμπραήμ. Πολλοί κάτοικοι, διαισθανόμενοι τον κίνδυνο, αναχώρησαν πανικόβλητοι για το Ναύπλιο. Οι συγκρούσεις ξέσπασαν στις 2 το μεσημέρι και ακολούθησε πραγματική μάχη. Οι αντικυβερνητικοί αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν, ενώ πολλοί περικυκλώθηκαν. Οι απώλειες ήταν πολλές και για τις δύο μεριές, μεταξύ των οποίων και αυτή του Αποστόλη, πολιτάρχη του Άργους. Μία καταρρακτώδης βραδινή βροχόπτωση έβαλε τέλος στην ένοπλη διαμάχη, μετά από την οποία πρόβαλε αχνά ένα ουράνιο τόξο με τα χρώματα του συμβιβασμού και τις συμφιλίωσης. Για άλλη μια φορά, όμως, το χάσμα δεν γεφυρώθηκε.

Ο Κ. Μπότσαρης (1792-1853),Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Ο Κώστας Μπότσαρης ήταν αυτός που έπεισε τον Αυγουστίνο να αφήσει τους Ρουμελιώτες να φύγουν, για να σταματήσει η αιματοχυσία και να μην ταλαιπωρηθεί ο τόπος από τη διασπορά των Ρουμελιωτών στη χώρα. Έτσι, οι συνταγματικοί αναχωρούν πέρα από τον Ισθμό, όπου προχωρούν στη δημιουργία δεύτερης κυβέρνησης. Προκύπτουν, λοιπόν, ταυτόχρονα δύο συνελεύσεις και δύο κυβερνήσεις, μία στο Ναύπλιο με τον Αυγουστίνο και μία στην Περαχώρα, με κύριο εκπρόσωπο τον Κωλέττη.

Οι συνταγματικοί με γρήγορες και στοχευμένες κινήσεις κατάφεραν να προσελκύσουν ορισμένα κυβερνητικά στρατεύματα στην ανατολική και δυτική Ελλάδα, γεγονός που επέφερε άγριες συγκρούσεις στην περιοχή των Σλώνων με πολλά θύματα. Στα νησιά του Αιγαίου, υπήρχε η ίδια ακαταστασία και ανησυχία. Όλα έδειχναν πως η εμφύλια αυτή διαμάχη δεν θα έληγε ποτέ.

Την επόμενη χρονιά, ένα πρωτόκολλο ήρθε να δώσει και πάλι ώθηση στον εμφύλιο, που είχε προηγηθεί. Το πρωτόκολλο της 7ης Ιανουαρίου 1832 παράγγελνε στους αντιπρέσβεις και τους αξιωματικούς των τριών Μεγάλων Δυνάμεων να αναγνωρίσουν ως προσωρινή εθνική κυβέρνηση την κυβέρνηση που είχε σχηματίσει η Συνέλευση του Άργους, δηλαδή την κυβέρνηση του Αυγουστίνου. Επιπλέον, έπρεπε οι ίδιοι να μεριμνήσουν για την καλή συνεργασία μεταξύ των κομμάτων και να φροντίσουν για την ενίσχυση του κύρους της νέας κυβέρνησης. Κήρυξαν, λοιπόν, αμνηστία και έκαναν δηλώσεις που υπαγόρευε το πρωτόκολλο.

Οι κινήσεις των πρέσβεων έφεραν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και όξυναν τις αντιθέσεις. Οι συνταγματικοί της Ύδρας και της Στερεάς έβλεπαν ως μόνη λύση πλέον την εισβολή στην Πελοπόννησο με πραξικόπημα. Η ιδέα αυτή ωρίμασε και εξαπλώθηκε γρήγορα. Με την προσχώρηση, μάλιστα, του Χατζηχρήστου και των 87 ιππέων του στη μεριά των συνταγματικών, η ιδέα της εισβολής τονώθηκε ακόμη περισσότερο. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όμως, δεν ήταν καθόλου αρεστό στον Ζαΐμη, ο οποίος προέβλεπε δεινά χειρότερα από εκείνα του δευτέρου εμφυλίου πολέμου (1824). Ήταν τόσο μεγάλη η αγωνία του, ώστε άρχισε να επικοινωνεί με την κυβέρνηση του Ναυπλίου.

Πορτρέτο του Ανδρέα Μεταξά, έργο ανώνυμου, Ιστορικό Μουσείο Αθηνών. Πηγή εικόνας: sansimera.gr

Η κατάσταση ήταν όντως πολύ κρίσιμη, διότι οι Ρουμελιώτες είχαν καταλάβει τα Σάλωνα και τη Ναύπακτο, είχαν κυκλώσει το Μεσολόγγι, είχαν απωθήσει τα κυβερνητικά στρατεύματα προς την Ελευσίνα και είχαν προωθήσει τις δυνάμεις τους προς τον Ισθμό. Ταυτόχρονα, οι Μανιάτες στην Πελοπόννησο ήταν έτοιμοι να ξεχυθούν προς τη Λακωνία. Η εισβολή των Μανιατών αποτράπηκε, δεν έγινε όμως το ίδιο με τους Ρουμελιώτες.

Περίπου 1.200 Ρουμελιώτες κατευθύνθηκαν προς τον Ισθμό και εισόρμησαν στην Πελοπόννησο. Κυβερνητικοί στρατιώτες, όμως, περίπου 900 στον αριθμό, τους υποδέχθηκαν με πυροβολισμούς. Τα κυβερνητικά στρατεύματα στελεχώνονταν ως επί το πλείστον από απείθαρχους χωρικούς της Πελοποννήσου, με εξαίρεση τους στρατιώτες του τυπικού τάγματος και του ιππικού. Η μάχη εξελίχθηκε με ήττα για τους κυβερνητικούς, οι οποίοι σκορπίσθηκαν με μεγάλη αταξία, άλλοι στο κάστρο του Ακροκορίνθου και άλλοι στο εσωτερικό της χώρας. Οι συνταγματικοί, συνεπώς, προχωρούσαν τώρα νικητές προς το Ναύπλιο.

Το κλίμα θα εξακολουθήσει να είναι το ίδιο για αρκετό καιρό ακόμα. Οι εμφύλιες διαμάχες θα στέκονται εμπόδιο στα πολιτικά πράγματα και τη διαμόρφωση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους δυτικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Θα μπορούσαμε να πούμε, πως θα ήταν μαθηματικά σίγουρη μια πιο γρήγορη ανάκαμψη και επέκταση του νεοσύστατου κράτους, εάν οι προσωπικές φιλοδοξίες και οι φανατισμοί παραμερίζονταν για το καλό της πατρίδας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Συλλογικό έργο (1980), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ΄,  Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
  • Δ. Α. Κόκκινος (1974), Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Τόμος ΣΤ΄,  Αθήνα: Εκδ. Μέλισσα.
  • Τρύφων Ευαγγελίδης (1894), Ιστορία του Ιωάννη Καποδίστρια: Κυβερνήτη της Ελλάδας (1828-1831), Αθήνα: εκδ. Π. Ε. Ζανουδάκης. Διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Τσέα
Μαρία Τσέα
Γεννήθηκε στη Βέροια το 2002. Το 2020 εισήλθε, με πανελλαδικές εξετάσεις, πρώτη στην πρώτη της επιλογή, το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ. Ενδιαφέρεται για την σύγχρονη ιστορία με την μελέτη της οποίας θα ήθελε να ασχοληθεί στο μέλλον. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα κιθάρας για 7 χρόνια και είναι αθλήτρια του βόλεϊ στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης.