20.2 C
Athens
Σάββατο, 23 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟρφανά έργα: Ένα «αγκάθι» για τη διάδοση της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς

Ορφανά έργα: Ένα «αγκάθι» για τη διάδοση της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς


Της Τερψιθέας Παπανικολάου,

Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας αποτελούν το οικονομικό θεμέλιο της δημιουργικής βιομηχανίας, καθώς προωθούν την καινοτομία, τη δημιουργία, την επένδυση και την παραγωγή. Ταυτόχρονα, η μαζική ψηφιοποίηση και διάδοση των πνευματικών έργων αποτελεί ένα μέσο για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Για τον σκοπό αυτό, στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας άρχισαν τέτοιες προσπάθειες προστασίας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, με την Google να δημιουργεί το 2004 το Google Books Library Project και την ΕΕ να ολοκληρώνει την κατασκευή της ευρωπαϊκής ψηφιακής βιβλιοθήκης Europeana το 2008.

Για την ψηφιακή αυτή μετάβαση απαιτείται προηγούμενη άδεια από τους δικαιούχους, κάτι το οποίο καθιστά δυσχερή και χρονοβόρα την νομότυπη επιδίωξη του σκοπού της ακώλυτης και καθολικής πρόσβασης στη γνώση. Στην περίπτωση των ορφανών έργων, δεν είναι δυνατόν να εξασφαλιστεί η εν λόγω προηγούμενη συναίνεση για την αναπαραγωγή ή τη διάθεση στο κοινό, λόγω του αδύνατης ή υπερβολικά δύσκολης αναζήτησης των δημιουργών και των λοιπών δικαιούχων. Το πρόβλημα παρουσιάζει εκτεταμένες διαστάσεις, λόγω του τεράστιου αριθμού των έργων που ανήκουν σε αυτή τη γκρίζα ζώνη. Είναι ενδεικτικό πως η Βρετανική Bβιβλιοθήκη εκτιμά ως ορφανά το 40% των έργων των συλλογών της.

Λόγω της νομικής αβεβαιότητας και του κινδύνου ένας ενδιαφερόμενος να βρεθεί ξαφνικά αντιμέτωπος με διεκδικήσεις αποζημιώσεων, εκατομμύρια έργα βρίσκονται στις αποθήκες και τα αρχεία των φορέων πολιτιστικής κληρονομιάς σε κάθε άκρη της Ευρώπης, καταδικαζόμενα στην αφάνεια και τη λήθη, ακόμα και μετά την οδηγία 2012/28/ΕΚ, η οποία παρουσιάζει προβλήματα.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας 2012/28/ΕΚ, ένα έργο θεωρείται ορφανό[i] «εάν κανένας από τους κατόχους δικαιωμάτων του εν λόγω έργου… δεν ταυτοποιηθεί ή, ακόμα και αν ένας ή περισσότεροι εξ αυτών έχουν ταυτοποιηθεί, κανείς δεν εντοπιστεί παρά τη διενέργεια επιμελούς αναζήτησης των κατόχων των δικαιωμάτων που έχουν καταγραφεί ».

Ο ορισμός αυτός είναι προβληματικός, τόσο από νομική όσο και από εννοιολογική οπτική. Νομικά, διότι ένα έργο θεάται ως ορφανό από τη σκοπιά του πιθανού χρήστη, κατά παράβαση της βασικής αρχής του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με την οποία τα έργα και τα δικαιώματα επί αυτών εξετάζονται από τη σκοπιά του δικαιούχου. Εννοιολογικά, επειδή ο όρος «ορφανά» δημιουργεί αδικαιολόγητα μια «συναισθηματική» ανάγκη προστασίας των έργων αυτών, σε βάρος εκείνων των ενδιαφερομένων που ενδεχομένως να τα χρησιμοποιούσαν χωρίς την άδεια του δικαιούχου, ο οποίος τα είχε ωστόσο προ πολλού «εγκαταλείψει». Για το λόγο αυτό, έχει προταθεί από ορισμένους νομικούς η χρήση του όρου «εγκαταλελειμμένα» που ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματικότητα, δηλαδή στο ότι ο δημιουργός κάποτε συνέθεσε το έργο του, το παρουσίασε κάποτε με οποιοδήποτε  κοινό, αλλά στη συνέχεια δε μπορούσε ή δεν ήθελε να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες για τον εντοπισμό του ίδιου και του έργου του, παραιτούμενος έτσι από τη δυνατότητα χορήγησης άδειας και λήψης αμοιβής για την αξιοποίηση της δουλειάς του από τρίτους.

Έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε και τις αιτίες που οδηγούν στο πρόβλημα των ορφανών έργων. Αυτές μπορούν να περιγραφούν ως εξής:

  • To άτυπο της προστασίας στον χώρο της πνευματικής ιδιοκτησίας. Σε αντίθεση με άλλα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, όπως το σήμα και το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η ύπαρξη και άσκηση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας εξαρτάται μόνο από την αποτύπωση του πνευματικού περιεχομένου σε συγκεκριμένη μορφή που διαθέτει πρωτοτυπία, και όχι από την τήρηση οποιωνδήποτε διατυπώσεων. Η εξάρτηση της σύστασης ή ανανέωσης των δικαιωμάτων αυτών από τυπικές διαδικασίες απαγορεύεται εξάλλου από διεθνή νομοθετικά κείμενα[ii] και συνεπώς οποιοδήποτε σύστημα καταγραφής τέτοιων δικαιωμάτων υπάρχει μόνο για λόγους απόδειξης και αντιταξιμότητας αυτών σε τρίτους.
  • H έλλειψη πληροφοριών ταυτοποίησης του έργου. H χρήση διεθνών προτύπων κωδικών για την ταυτοποίηση των βιβλίων (ISBN) και των περιοδικών (ISSN) άρχισε υποχρεωτικά σε παγκόσμιο επίπεδο μόλις από το 1978 και το 1984 αντίστοιχα, ενώ επίσης μόλις τις τελευταίες δεκαετίες θεσπίστηκαν ανάλογα συστήματα για άλλες κατηγορίες έργων (πχ. το ISAN για τα οπτικοακουστικά εργα, και το ISMN για τη μουσική σε παρτιτούρες). Το πρόβλημα ωστόσο παραμένει για τη μεγαλύτερη έκταση των ορφανών έργων, και ειδικά για τις φωτογραφίες.
  • H δυνατότητα μεταβίβασης/ κληρονόμησης/ κατακερματισμού των εξουσιών που παρέχουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Ακόμα και αν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες ταυτοποίησης του έργου και του δημιουργού, ενδέχεται να καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη η ανεύρεση του προσώπου από το οποίο πρέπει να ζητηθεί η άδεια εκμετάλλευσης, καθώς π.χ. είναι δυνατόν η εταιρεία που είχε συμβατικά δικαιώματα εμπορικής εκμετάλλευσης του έργου να έχει διαλυθεί, συγχωνευθεί ή εξαγορασθεί ή τα δικαιώματα αυτά να έχουν μεταβεί στους κληρονόμους του δημιουργού και να έχουν επιμεριστεί μεταξύ τους.
  • H υπερβολικά μεγάλη διάρκεια προστασίας του έργου. Σύμφωνα με την οδηγία 2006/116/EK, η πνευματική ιδιοκτησία απολαμβάνει προστασίας για όλη τη διάρκεια της ζωής του δημιουργού και 70 χρόνια μετά τον θάνατο αυτού. Επίσης, σε αντίθεση με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και το σήμα, η προστασία αυτή δεν εξασθενίζει ή χάνεται από τη μη εκμετάλλευση του έργου.

O ενωσιακός νομοθέτης, μετά από πολύχρονες προσπάθειες, επιχείρησε να άρει εν μέρει τη νομική αβεβαιότητα που περιβάλλει τα έργα αυτά με τη θέσπιση της οδηγίας 2012/28/ΕΕ (την οποία ο Έλληνας νομοθέτης μετέφερε (προβληματικά) στην εθνική έννομη τάξη με την προσθήκη του άρθρου 27Α στον ν. 2121/1993 με τον ν. 4212/2013). Η οδηγία αυτή προβλέπει ότι ένα έργο μπορεί να θεωρηθεί ορφανό, κατόπιν επιμελούς και καλόπιστης αναζήτησης του δικαιούχου από τον ενδιαφερόμενο φορέα, η οποία πρέπει να διεξάγεται πριν από οποιαδήποτε χρήση. Επιμελής αναζήτηση σημαίνει προσφυγή πρώτον στις ενδεικτικά αναφερόμενες στο Παράρτημα της Οδηγίας πηγές αναζήτησης πληροφοριών για διάφορες κατηγορίες έργων,όπως η ευρωπαϊκή βάση δεδομένων του προγράμματος ARROW (Accessible Registries of Rights Information and Orphan Works). Οι δε πολιτιστικοί φορείς που προβαίνουν σε ψηφιοποίηση έργων οφείλουν να τηρούν μητρώα δεδομένων επιμελούς αναζήτησης σε διαδικτυακή βάση διαθέσιμη στο ευρύ κοινό, τα οποία περιέχουν στοιχεία σχετικά με τα αποτελέσματα των επιμελών αναζητήσεων και τις αντίστοιχες αναγνωρίσεις ή μη των έργων ως ορφανών, την χρήση τους από τους σχετικούς φορείς και τυχόν αλλαγή του καθεστώτος του έργου.

Το καθεστώς ενός έργου ως ορφανού τερματίζεται με την εμφάνιση του δικαιούχου, ο οποίος μπορεί να αξιώσει δίκαιη αποζημίωση για την εν τω μεταξύ χρήση του έργου του, το ύψος της οποίας προσδιορίζεται λαμβανομένων υπ’όψιν των στόχων των κρατών-μελών για τη προαγωγή και διάδοση του πολιτισμού, του μη εμπορικού χαρακτήρα του φορέα που προέβη στη χρήση του έργου, καθώς και της ενδεχόμενης βλάβης του δικαιούχου. Τα κράτη-μέλη μάλιστα δικαιούνται να προβλέψουν και χρονικό περιορισμό για την εμφάνιση των δικαιούχων και την καταβολή πληρωμής.

Προς το σκοπό διάδοσης της πολιτιστικής κληρονομιάς τα κράτη μέλη δύνανται (χωρίς να υποχρεούνται) να προβλέψουν στη νομοθεσία τους ως εξαίρεση από τον αποκλειστικό χαρακτήρα των δικαιωμάτων αναπαραγωγής και διάθεσης στο κοινό τη χρήση των ορφανών έργων. Ωστόσο, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας είναι ιδιαίτερα περιορισμένο. Συγκεκριμένα, η εξαίρεση προβλέπεται μόνο για προσιτές στο κοινό βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά ιδρύματα και μουσεία καθώς και αρχεία, ιδρύματα κινηματογραφικής ή ακουστικής κληρονομιάς, και  δημόσιοι  ραδιοτηλεοπτικού οργανισμούς που είναι εγκατεστημένοι στα κράτη μέλη. Επιπλέον, οι χρήσεις των ορφανών έργων,είναι επιτρεπτές μόνο σε σχέση με τις δημοσίου συμφέροντος αποστολές των ως άνω δικαιούχων και συγκεκριμένα, για τη συντήρηση, την αποκατάσταση και την παροχή πολιτιστικής και εκπαιδευτικής πρόσβασης στις συλλογές τους, συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών συλλογών τους. Τέλος, η εξαίρεση αυτή, όπως κάθε εξαίρεση από τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, τελεί υπό τη δαμόκλειο σπάθη του « τεστ των τριών σταδίων», σύμφωνα με το οποίο η χρήση ενός έργου χωρίς άδεια επιτρέπεται α) μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, β) που δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου και γ) δεν θίγουν αδικαιολόγητα τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου.

Υπό το καθεστώς αυτό, τα ορφανά έργα δεν μπορούν να αξιοποιηθούν σε νέες δημιουργικές προσπάθειες και να διατεθούν από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο στο κοινό, ακόμα και αν δεν υπάρχει πλέον κάποιος που να διεκδικεί δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο εκτεταμένο, λόγω των δυνατοτήτων που παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία για μαζική ψηφιοποίηση και καλύτερο εντοπισμό των παραβιάσεων του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας.

Αντί επιλόγου

Για αυτό κρίνεται σκόπιμο, να δούμε συνοπτικά την γενική εξαίρεση της «δίκαιης χρήσης» (fair use) που προβλέπεται στην Αμερικανική νομοθεσία. Εκεί, η χρήση ενός προστατευομένου έργου χωρίς άδεια δεν θεωρείται παράνομη αν γίνεται για ορισμένο θεμιτό σκοπό, όπως η κριτική, ο σχολιασμός, η ειδησεογραφία, η έρευνα και η διδασκαλία. Για την αξιολόγηση του δίκαιου ή μη της χρήσης λαμβάνονται υπόψιν: α) ο σκοπός και ο χαρακτήρας της χρήσης, χωρίς να θεωρείται καθεαυτή παράνομη η επιδίωξη κέρδους, β) η φύση του προστατευομένου έργου που χρησιμοποιήθηκε, με τα πλέον πρωτότυπα έργα να απολαμβάνουν αυξημένης προστασίας, γ) η ποσότητα του έργου που χρησιμοποιήθηκε σε σχέση με το έργο ως σύνολο και δ) η επίδραση της χρήσης στην (πιθανή) αγορά στην οποία απευθύνεται το προστατευόμενο έργο. Ωστόσο, το γεγονός ότι μια χρήση ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μερικών μόνο από αυτά τα κριτήρια δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η χρήση αυτή να θεωρηθεί ως μη δίκαιη (balancing test) καθώς η κάθε περίπτωση κρίνεται εξατομικευμένα και μπορούν ενίοτε να ληφθούν υπόψιν και άλλα κριτήρια, όπως εάν το κοινό στο οποίο απευθύνεται το έργο είναι ευρύ ή περιορισμένο.


[i]      Πρέπει να διευκρινιστεί πως η έννοια του ορφανού έργου δεν πρέπει να συγχέεται με αυτήν του ψευδώνυμου και του ανώνυμου έργου. Ψευδώνυμο είναι ένα έργο όταν το όνομα του προσώπου που αναφέρεται ως δημιουργός δεν αντιστοιχεί σε όνομα υπαρκτού προσώπου, ενώ ανώνυμο είναι το έργο του οποίου ο δημιουργός δεν κατονομάζεται ούτε με ψευδώνυμο, η πραγματική ταυτότητα όμως του οποίου μπορεί να ανευρεθεί, ειδικά αν είναι γνωστή π.χ. στην εταιρεία που εκμεταλλεύεται εμπορικά το εν λόγω έργο.

[ii]     Βλέπε ενδεικτικά άρθρο 5 παράγραφος 2 της Σύμβασης της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων : «Η απόλαυσις και η άσκησις των δικαιωμάτων τούτων [των δημιουργών] δεν υπόκεινται εις οιανδήποτε διατύπωσιν» και άρθρο 9 παράγραφος 1 της Συμφωνίας για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (TRIPS) : « Τα [κράτη] μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν τα άρθρα 1 έως 21 της Σύμβασης της Βέρνης (1971), καθώς και το προσάρτημα της ίδιας σύμβασης».


Πηγές

  • Γεώργιος Μπουχάγιαρ, Το ακριβό τίμημα της «δωρεάν πρόσβασης» στην πληροφορία, Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου, Τεύχος Α΄2017, σελ. 67-90
  • Διονυσία Καλλινίκου, Η ενσωμάτωση της Οδηγίας για τα ορφανά έργα στην Ελλάδα και οι κίνδυνοι για τα δικαιώματα των φωτογράφων, Τιμητικός Τόμος για την Καθηγήτρια Έφη Κουνούγερη-Μανωλεδάκη (Συλλογικό Έργο), εκδ. Σάκκουλα, 2016, σελ. 19-24
  • Πιερρίνα Κοριατοπούλου-Αγγελή, Η Ευρωπαική Οδηγία 2012/28/ΕΕ για τα ορφανά έργα, 20 χρόνια εφαρμογής του Ν. 2121/1993 για την Πνευματική Ιδιοκτησία και τα Συγγενικά Δικαιώματα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 161-176
  • Νίκος Κούτρας, Εκπαιδευτικοί πόροι και ψηφιακά αποθετήρια ανοιχτής πρόσβασης, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2012
  • Ιωάννης Δημ. Ιγγλεζάκης, Δίκαιο Πληροφορικής (3η έκδοση), εκδ. Σάκκουλα, 2018
  • Maria-Daphne Papadopoulou, The Issue of ‘Orfan’ Works in Digital Libraries, E-publishing and digital libraries: legal and organizational issues, Information Science Reference, 2011, σελ. 198-231

Τερψιθέα Παπανικολάου
Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και είναι τεταρτοετής φοιτήτρια στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Ασχολείται με την αρθρογραφία πάνω σε ζητήματα νομικού ενδιαφέροντος, κυρίως στον χώρο του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ