8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήDe Facto: Η Ελλάδα σε μάχη με τον εαυτό της: Πολεμώντας το...

De Facto: Η Ελλάδα σε μάχη με τον εαυτό της: Πολεμώντας το brain drain


Του Γιώργου Πασσά,

Κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, πάνω από 600.000 Ελληνίδες και Έλληνες έως 34 ετών έφυγαν από τη χώρα, σε αναζήτηση επαγγελματικών ευκαιριών και ενός καλύτερου βιοτικού επιπέδου. Καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, όπως και μετά το πέρας αυτής, κροκοδείλια δάκρυα έχουν χυθεί από τις κυβερνήσεις και εν γένει την πολιτική ηγεσία για το φαινόμενο του brain drain, ουδείς όμως διατεθειμένος να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στη ρίζα του. Και αυτό επειδή προφανώς και προϋποτίθεται μία διάθεση συνεργασίας, μία γερή δόση θάρρους και ο παραμερισμός (μικρο)πολιτικών κολλημάτων, χαρακτηριστικά που δυστυχώς όμως, όπως συνήθως συμβαίνει στην ταλαίπωρη χώρα μας, ελάχιστοι φαίνεται να διαθέτουν. Παρ’ όλα αυτά, λύσεις υπάρχουν και, εάν αντιμετωπίσει κανείς το ζήτημα υπό μία, έστω στοιχειωδώς, αποστασιοποιημένη οπτική γωνία, δύσκολα μπορεί να τις παραγνωρίσει.

Οι νέοι φεύγουν. Φεύγουν, για να αναζητήσουν θέσεις εργασίας, που να ανταποκρίνονται στην κατάρτισή τους, φεύγουν για χώρες με περισσότερα κοινωνικά προνόμια, φεύγουν, επειδή είναι απογοητευμένοι με το πώς θα μπορούσε να είναι ο τόπος που τους έθρεψε και πώς, τελικά, αυτός έχει γίνει. Φεύγουν, επειδή θεωρούν πως το σύστημα, ο κρατικός μηχανισμός, αφ’ ενός μεν τους εξαπατά, δίνοντάς τους περισσότερες υποσχέσεις από αυτές που μπορεί να τηρήσει, αφ’ ετέρου επειδή δεν τους προσέχει, τόσο με την έννοια του να τους αποδώσει τη σημασία που τους αρμόζει, όσο και με την έννοια του να φροντίσει να διαμορφωθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε αυτοί να ζήσουν μία ζωή με αξιοπρέπεια, αξιοκρατικά και ενεργητικά, με τον λόγο τους να έχει βαρύτητα.

Πηγή: Enikonomia

Στην Ελλάδα, όπου είμαστε τόσο καλοί στα παράδοξα και οξύμωρα σχήματα, έχουμε, από τη μία, τη μεγαλύτερη αναλογία φοιτητών προς τον πληθυσμό πανευρωπαϊκά (6,58%, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος τοποθετείται στο 3,84%), ενώ, ταυτοχρόνως, ισχύουν δύο τινά: από τη μία και ενώ διαρκώς τα ποσοστά ανεργίας είναι από τα υψηλότερα, το 77% των εργοδοτών δηλώνει δυσκολία να βρει ανθρώπινο δυναμικό, για να καλύψει συγκεκριμένες θέσεις απασχόλησης και την ίδια στιγμή το 53% των αποφοίτων δεν αφορά αντικείμενα σχετικά με τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς. Όπως γράφει ο κ. Δρόσος, αν και επενδύουμε στη γνώση, αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος ότι επενδύουμε με λανθασμένο τρόπο.

Για τα προφανή, ας αρκεστούμε σε μία απλή αναφορά (δίχως αυτό να σημαίνει, βέβαια, πως αυτά υλοποιούνται ή πως δεν έχουμε ακόμη πολύ δρόμο έως εκεί): η εκάστοτε κυβέρνηση οφείλει να βελτιώσει τις εργασιακές συνθήκες και να περιορίσει δραστικά φαινόμενα, όπως οι διακρίσεις στους εργασιακούς χώρους. Να ενισχύσει τα προνόμια, φορολογικά, κοινωνικά και άλλα, που παρέχει στους νέους. Να δοθεί, ακόμη, η δέουσα βαρύτητα εν γένει στην επιχειρηματική δραστηριότητα και την ίδρυση επιχειρήσεων, κλάδους που η Ελλάδα διαχρονικά φαίνεται να αμελεί, με την παγκόσμια κατάταξη “Best Countries for Business” του Forbes να κατατάσσει τη χώρα μας 42η (ουραγός σχεδόν μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., «υπερτερώντας» μονάχα της Κροατίας και της Βουλγαρίας).

Υπάρχει, όμως, μία ακόμη στρατηγική, η οποία για πολλούς αποτελεί θέμα-taboo, πλην εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο τον τελευταίο καιρό στον δημόσιο διάλογο και στην οποία οφείλουμε, πλέον, να εστιάσουμε, εντάσσοντάς την στον ευρύτερο σχεδιασμό για την αντιμετώπιση του brain drain: η σύνδεση πανεπιστημιακής κατάρτισης και αγοράς εργασίας. Ξεκινώντας από το (αναλογικά) λιγότερο σπουδαίο, δύσκολα μπορεί κανείς να παραβλέψει το πόσο πίσω βρίσκονται, από άποψη υλικοτεχνικής υποδομής, ενίοτε δε και προγράμματος σπουδών, τα ελληνικά πανεπιστήμια ως προς τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, εγχώριας και διεθνούς. Οι φοιτητές εξελίσσονται στο πανεπιστημιακό περιβάλλον, μάλλον, με αργούς ρυθμούς, σύμφωνα με κορυφαία στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ, ιδίως σε πανεπιστήμια θετικών επιστημών, καλούνται να κάνουν όσα γνωρίζουν ήδη να κάνουν οι υπολογιστές, τη στιγμή, μάλιστα, που έρχονται διαρκώς και σχεδόν αποκλειστικά σε επαφή με τεχνολογία που έχει εγκαταλειφθεί προ εικοσαετίας.

Πηγή: Proto Thema

Το μεγαλύτερο, όμως, εκ των προβλημάτων είναι η επιλογή σχολών από τους φοιτητές, με αυτήν να μπορεί να είναι συχνότατα καταδικαστική. Η προβληματικότητα των επιλογών έχει διττή φύση: περιλαμβάνει αφ’ ενός μεν μία «έλλειψη αυτογνωσίας», αφ’ ετέρου δε μία εσφαλμένη αντίληψη της πραγματικότητας και των συνθηκών που διαμορφώνουν την αγορά εργασίας, ο οποίος είναι και νομοτελειακά ο χώρος προς τον οποίο κατευθύνεται ο φοιτητής.

Το ζήτημα ξεκινάει ήδη από τα σχολικά χρόνια, όταν και ο μαθητής–εκκολαπτόμενος φοιτητής/πολίτης/εργαζόμενος ενημερώνεται πλημμελέστατα για τις επιλογές του. Με τη συντριπτική πλειοψηφία των εφήβων πανελλαδικά να λαμβάνει ανεπαρκή επαγγελματικό προσανατολισμό, ο μαθητής υποχρεώνεται να πελαγοδρομήσει αβοήθητος, προκειμένου να βρει «αυτό που του ταιριάζει». Όταν, μάλιστα, η συνθήκη αυτή συνδυάζεται με τις βαθιά ριζωμένες στρεβλές αντιλήψεις περί επαγγελματικής αποκατάστασης και κοινωνικής καταξίωσης, που διακατέχουν την ελληνική κοινωνία («γίνε δικηγόρος/γιατρός» ή, πολύ περισσότερο, «πέρνα σε μία οποιαδήποτε σχολή, για να προκόψεις»), είναι σχεδόν αδύνατον ο μαθητής να υπερβεί πρώτον τις γονεϊκές κατευθύνσεις, δεύτερον τις κοινωνικές νόρμες και τρίτον τον φόβο της ανεργίας, προκειμένου να ακολουθήσει (ή έστω να ανακαλύψει) το αντικείμενο–επάγγελμα που τον ελκύει.

Από τα ανωτέρω πηγάζει και η στρεβλή αντίληψη των πραγματικών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά εργασίας. Χιλιάδες αποφοιτούν ετησίως από σχολές νομικές, ιατρικές, μαθηματικές κ.ο.κ., θεωρώντας πως, μιας και τελείωσαν μία «υψηλού επιπέδου» σχολή, το μέλλον τους θα είναι, έστω τώρα, εξασφαλισμένο, με την πραγματικότητα να τους διαψεύδει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο: αφήνοντάς τους έρμαια των κατ’ ανάγκην επιλογών τους και εξωθώντας τους είτε να παλέψουν, κυριολεκτικά, για μία αξιοπρεπή ζωή στο εσωτερικό, είτε να αναζητήσουν την τύχη τους στο εξωτερικό. Γι’ αυτό και διαρκώς διογκώνονται κλάδοι, όπως ο νομικός, με το σύνολο των δικηγόρων να είναι εξωπραγματικά μεγαλύτερο της ζήτησης και αυτό την ίδια στιγμή, που άλλοι κλάδοι, όπως αυτός της πληροφορικής ή της τεχνολογίας, παρουσιάζουν ελλείψεις. Χαρακτηριστικό είναι δε και το γεγονός, ότι πολλές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να ξεκινήσουν με σημαντικές προοπτικές μεγέθυνσης και εξέλιξης, παρ’ όλα αυτά, και εδώ, η συντριπτική πλειοψηφία των νέων επιχειρήσεων παρατηρείται σε κλάδους ήδη υπερπλήρεις, όπως αυτός της εστίασης ή του τουρισμού.

Πηγή: Voria.gr

Είναι αδήριτη, πλέον, ανάγκη, να υπάρξει μία σύνδεση των πανεπιστημίων και της αγοράς εργασίας. Να περιοριστούν οι θέσεις και άρα η προσφορά σε τομείς που βρίθουν ήδη εργαζομένων και ανέργων και να υπάρξει, ταυτοχρόνως, προώθηση εκ μέρους του κράτους των κλάδων που χρειάζονται περισσότερους εργαζομένους, οι οποίοι θα μπορούν να αφομοιωθούν σε αυτούς παραγωγικά, τόσο για τους ίδιους τους κλάδους, όσο και για τους ίδιους τους εργαζομένους.

Είναι καιρός να απωλέσουμε τα taboo δεκαετιών, να πάψουν να στιγματίζονται ή να παραμερίζονται εργασιακοί κλάδοι λόγω των, ειδικά σήμερα, απολύτως αβάσιμων αντιλήψεων που περνούν από γενιά σε γενιά. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να βάλουμε ρότα προς τα εμπρός και να ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη των χιλιάδων νέων, που δεν βλέπουν την ώρα να εγκαταλείψουν τον τόπο, που τους έθρεψε, γαλουχώντας τους, όμως, συχνά με λανθασμένο τρόπο και αφήνοντάς τους εν τέλει έκθετους. Και εδώ, όμως, χρειάζεται μία συνεργατική πολιτική και ένας μακρόπνοος, μακροπρόθεσμος κοινός και διακομματικός σχεδιασμός. Απομένει μονάχα να δούμε αν και κατά πόσο θα μπορέσουμε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Πασσάς
Γιώργος Πασσάς
Γεννήθηκε το 2001 στην Αθήνα. Τελείωσε τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και κατέχει δύο ξένες γλώσσες, την αγγλική και τη γερμανική. Είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Νομικής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και φιλοδοξεί να ασχοληθεί με τις διεθνείς σχέσεις και τη διπλωματία. Ασχολείται αρκετά χρόνια με τη μουσική, τον αθλητισμό και μεγάλη του αγάπη είναι τα ταξίδια.