Της Μαρίας – Ειρήνης Τζαμάκου,
Στην ποινική διαδικασία επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικών μέσων. Κυριότερα αποδεικτικά μέσα είναι: α) οι ενδείξεις, β) η αυτοψία, γ) η πραγματογνωμοσύνη, δ) η ομολογία του κατηγορουμένου, ε) οι μάρτυρες και στ) τα έγγραφα. Η ομολογία του κατηγορουμένου ενέχει σημαντικό ρόλο σε κάθε στάδιο της δίκης, απόδειξη του οποίου αποτελεί το γεγονός ότι δεν δύναται να καταδικασθεί ο κατηγορούμενος χωρίς την απολογία του. Επιπλέον, αποτελεί κορυφαία εκδήλωση της συμμετοχής του κατηγορουμένου στην αποδεικτική διαδικασία.
Τι σημαίνει, δηλαδή, ομολογία; «Η ομολογία του κατηγορουμένου είναι η αποδοχή από τον κατηγορούμενο των αληθινών περιστατικών που αποτελούν την ιστορική βάση της εναντίον του κατηγορίας και η εν γένει αποδοχή γεγονότος επιβλαβoύς για αυτόν»[1].
Υπό το σημερινό καθεστώς, η απολογία του κατηγορουμένου θεωρείται απο ορισμένους ως μέσο ανάκρισης. Στοιχεία που το αποδεικνύουν είναι το γεγονός ότι ο ανακρίνων και ο διευθύνων τη συζήτηση μπορούν να προβούν στην υποβολή ερωτήσεων μετά την απολογία και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δύναται να κληθεί προδικαστικά για συμπληρωματική απολογία. Παρ’ όλα αυτά, έχει επικρατήσει η άποψη ότι η νομική φύση της απολογίας είναι το μέσο υπεράσπισης και όχι το ανακριτικό μέσο, λόγω των περιορισμών που τέθηκαν στα δικαστικά όργανα κατά τη χρονική στιγμή της απολογίας και των αντίστοιχων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου την ίδια δεδομένη στιγμή. Αναλυτικότερα, η περιορισμένη δυνατότητα του διευθύνοντος να διακόψει τον κατηγορούμενο τη στιγμή της απολογίας, η απαγόρευση ορκοδοσίας του κατηγορουμένου, η παράσταση δικηγόρου κατά την απολογία και κυρίως η υποχρεωτικότητα της απολογίας μαρτυρούν ότι πρόκειται για μέσο υπεράσπισης.
Η ομολογία του κατηγορούμενου είναι συγγενής έννοια με τη μαρτυρική κατάθεση, όμως, στην πρώτη, η στρατηγική που θα ακολουθήσει ο κατηγορούμενος απέναντι στις αρμόδιες αρχές και η τυχόν παραδοχή της ενοχής του αποβλέπουν κατά κύριο λόγο όχι στην αποκάλυψη της αλήθειας, αλλά στη μεγαλύτερη ελάφρυνση της θέσης του. Κατά τη νομολογία (βλ. ΠλημΑθ 5148/1981, ΑΠ 1091/1988 κ.λπ.), ο κατηγορούμενος όχι μόνο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε οποιαδήποτε εξέταση της αρχής, αλλά επιπλέον μπορεί να απαντήσει αναληθώς ή και με χρήση ψευδων στοιχείων, αρκεί φυσικά να μην ενοχοποιήσει με όσα θα πει άλλον αθώο. Επομένως, η ομολογία εξετάζεται εν επιγνώσει της διαστρέβλωσης της θέσης του με σκοπό την ευνοϊκότερη μεταχείρισή του. Με άλλα λόγια, μπορεί να προβεί σε ψευδή ομολογία μόνο σε παθολογικές περιπτώσεις (όπως σχιζοφρένεια, επιληψία, υστερία) ή έπειτα από ισχυρή πίεση των αρχών ή προς συγκάλυψη βαρύτερου εγκλήματος. Ωστόσο, πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι πολλές φορές ο κατηγορούμενος προβαίνει σε ομολογία αληθινή στο περιεχόμενό της με σκοπό είτε να ελαφρύνει τη θέση του είτε μερικές φορές να απαλλαγεί από τις τύψεις του.
Από τι επηρεάζεται η ομολογία του κατηγορουμένου; Η συμπεριφορά του κατηγορουμένου, κατά τον χρόνο της ομολογίας μπορεί να επηρεαστεί με πολλούς τρόπους. Οι εκφραστικές δυνατότητές του, ο πλούτος του λεξιλογίου, η δομή του λόγου επιδρούν αποφασιστικά στην αξιοπιστία της κατάθεσής του. Ορισμένοι κατηγορούμενοι, επίσης, αδυνατούν να καταθέσουν με ακρίβεια λόγω άγχους ή φόβου. Άλλοι τείνουν στην υπερβολή ή την απεραντολογία ή άλλοι συνηθίζουν να συμφωνούν με τους παράγοντες της δίκης (εισαγγελείς, δικαστές). Πολλά άτομα, όπως οι ανήλικοι, άνθρωποι με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, άτομα που ανήκουν σε κοινωνικά ευάλωτες ομάδες αισθάνονται ότι βρίσκονται σε μια υποδεέστερη θέση, στην οποία τους ασκείται πίεση και έλεγχος από τις αρχές. Η αλλοίωση της ομολογίας λόγω του τελευταίου γεγονός μπορεί να αποφευχθεί με ειδική ως προς αυτό εκπαίδευση των παραγόντων της δίκης.
Η αξιοπιστία της ομολογίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τον τρόπο που εξετάζεται ο κατηγορούμενος. Βάσει του άρθρου 223 ΚΠΔ, ο μάρτυρας πρέπει να καταθέτει όλα όσα γνωρίζει και στη συνέχεια να του απευθύνονται ερωτήσεις. Αυτό συμβαίνει, διότι η «ελεύθερη αφήγηση» επιτρέπει πράγματι να βγουν στο φως περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με την υπόθεση. Επιπροσθέτως, η ομολογία μπορεί να επηρεαστεί από τη διάρκεια της εξέτασης και την ευρύτητα των ερωτήσεων που τίθενται στον κατηγορούμενο. Πειραματικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι ψευδείς καταθέσεις δεν αντέχουν στον χρόνο, διότι ο ανθρώπινος χρόνος δυσκολεύεται να πλάσει μια ψευδή αλλά πειστική πραγματικότητα. Τέλος, τα ψυχολογικά σύνδρομα επηρεάζουν τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου και ως εκ τούτου και την κατάθεσή του.
Κατά τη νομολογία, μόνη η μαρτυρική κατάθεση και η ομολογία του κατηγορουμένου είναι επαρκής για την παραπομπή του στο ακροατήριο, ακόμη και για την προσωρινή κράτησή του, όχι όμως για την καταδίκη του. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για αυτοτελή απόδειξη, αλλά συνεκτιμάται μαζί με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό και υπάρχει η δυνατότητα να γίνει δεκτή μόνο ως προς ορισμένα μέρη της (εφόσον κάποιοι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου δεν ευσταθούν).
Πηγές
- Νέστωρ Ε. Κουράκης, «Συμβολές στη μελέτη της ανακριτικής», 2η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 44 επ.
- Δημήτριος Κιούπης, «Δικαστική Ψυχολογία και Ψυχιατρική», 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 136 επ.
- Διπλωματική εργασία στην Ποινική Δικονομία με θέμα: «Ο αποδεικτικός περιορισμός του άρθρου 211α ΚΠολΔ», Τομές Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ακαδημαϊκό έτος 2008-2009, σελ. 9 επ.
- Συλίκος Γεώργιος, «Η ομολογία του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη ως αλυσιτελές αποδεικτικό μέσο», Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου, 2006, σελ. 195
- 1] Συλίκος Γεώργιος, «Η ομολογία του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη ως αλυσιτελές αποδεικτικό μέσο», Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου, 2006, σελ. 195