Της Μαρίας Μπουλιέρη,
Η ιδιότητα μας ως «καταναλωτής» είναι μια από τις ιδιότητες που μας χαρακτηρίζουν σχεδόν καθημερινά στο μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών μας. Ως καταναλωτές, λοιπόν, είμαστε το «αδύναμο» μέρος μίας εμπορικής συναλλαγής, καθώς έχουμε συνήθως λιγότερη εμπειρία, μικρότερη διαπραγματευτική δύναμη και γνωρίζουμε λιγότερες πληροφορίες σε σχέση με το προϊόν ή την υπηρεσία που μας ενδιαφέρει να αγοράσουμε σε σχέση με τον προμηθευτή. Για τους λόγους αυτούς, η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της νομοθεσίας της, στοχεύει στην προστασία του καταναλωτή έναντι των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.
Όταν ένας έμπορος διαφημίζει, πουλάει ή προμηθεύει προϊόντα, οφείλει να δίνει στον πελάτη-καταναλωτή επαρκώς ακριβείς πληροφορίες, ώστε να μπορεί να αποφασίζει πλήρως ενημερωμένος για την αγορά ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας. Τέτοιες πληροφορίες είναι για παράδειγμα τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος, η συνολική τιμή, τα έξοδα αποστολής, οι πρόσθετες επιβαρύνσεις, ο τρόπος πληρωμής, η ταυτότητα του εμπόρου, η διεύθυνση και ο αριθμός τηλεφώνου του, διαφορετικά, οι πράξεις τους μπορεί να θεωρηθούν αθέμιτες και ο καταναλωτής να έχει το δικαίωμα να ζητήσει να αποζημιωθεί.
Πιο συγκεκριμένα, την ρύθμιση σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στο πλαίσιο της Ε.Ε. την προσφέρει η Οδηγία 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2005 (στο εξής «Οδηγία»). Στο άρθρο 5 παρ. 1, μάλιστα ορίζεται ρητά ότι «Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές». Ως τέτοια νοείται η πρακτική που είναι «αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή […]»
Μια από τις κατηγορίες των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που προβλέπεται στο αρ. 5 παρ. 4α και αρ. 6 της Οδηγίας είναι οι Παραπλανητικές Πρακτικές (Misleading Commercial Practices). Οι πρακτικές αυτές, διακρίνονται σε δύο υποκατηγορίες, δηλαδή στις τελούμενες με πράξη (Misleading Actions – παροχή ψευδούς πληροφορίας) και στις τελούμενες με παράλειψη (Misleading Omissions – απόκρυψη σημαντικής πληροφορίας).
Πότε, όμως, είναι παραπλανητική μια πρακτική ενός εμπόρου;
Αρχικά, είναι παραπλανητική με την μορφή της ενέργειας όταν περιλαμβάνει εσφαλμένες πληροφορίες και είναι επομένως αναληθής ή όταν εξαπατά ή ενδέχεται να εξαπατήσει το μέσο καταναλωτή -ακόμα και εάν οι πληροφορίες είναι αντικειμενικά ορθές- και τον οδηγεί στο να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία δεν θα λάμβανε διαφορετικά. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να σχετίζονται με την ύπαρξη/φύση του προϊόντος, τα κύρια χαρακτηριστικά του, την τιμή ή τον τρόπο υπολογισμού της, την ταυτότητα του εμπόρου, τα βραβεία και τις διακρίσεις του, τα δικαιώματα του καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος αντικατάστασης ή επιστροφής.
Ακόμα, με την μορφή της παράλειψης, μια εμπορική πρακτική μπορεί να παραπλανήσει τον καταναλωτή και ως εκ τούτου ο τελευταίος να ζητήσει αποζημίωση στη περίπτωση που ο εμπορευόμενος παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής ή όταν αποκρύπτει ουσιώδεις πληροφορίες ή τις παρέχει κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο, διφορούμενο ή όταν δεν προσδιορίζει την εμπορική επιδίωξη της εμπορικής πρακτικής και ως εκ τούτου τον οδηγεί στη λήψη απόφασης συναλλαγής, την οποία δεν θα λάμβανε διαφορετικά.
Στο Παράρτημα 1 της εν λόγω Οδηγίας μπορούμε να δούμε, μάλιστα, εμπορικές πρακτικές οι οποίες κρίνονται υπό οποιαδήποτε περίπτωση (blacklist) ως αθέμιτες. Το Παράρτημα περιλαμβάνει 23 παραπλανητικές πρακτικές, από τις οποίες ενδεικτικά θα αναφερθούν κάποιες από τις πιο συχνές περιπτώσεις που συναντάμε στις καθημερινές μας συναλλαγές.
Διαφήμιση «δόλωμα»
Ο έμπορος σε αυτή τη περίπτωση διαφημίζει τα προϊόντα/υπηρεσίες του σε πολύ χαμηλές τιμές, αν και δεν διαθέτει επαρκή αποθέματα και έτσι τα «φτηνά κομμάτια» εξαντλούνται αμέσως. Συνήθως, ο καταναλωτής, που ενδιαφέρεται για τη συγκεκριμένη αγορά, αφού δεν προλάβει την συγκεκριμένη προσφορά, θα αγοράσει εν τέλει το προϊόν σε τιμή υψηλότερη από τη διαφημιζόμενη. Ο έμπορος οφείλει να ενημερώνει τους καταναλωτές για τον διαθέσιμο αριθμό των προς πώληση προϊόντων/υπηρεσιών, καθώς και για τη διάρκεια ισχύος της εκάστοτε προσφοράς. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι αυτό της διαφήμισης «Ταξιδέψτε στη Βαρκελώνη με 1 μόνο ευρώ!» και όταν προσπαθεί ο καταναλωτής να κάνει κράτηση, δεν υπάρχουν πια εισιτήρια του 1 ευρώ.
«Περιορισμένες» προσφορές
Εδώ ο έμπορος προβάλει ψευδώς ότι το προϊόν θα είναι διαθέσιμο για πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να προκληθεί η λήψη άμεσης απόφασης και να στερηθεί από τους καταναλωτές η δυνατότητα ή ο χρόνος να προβούν σε τεκμηριωμένη επιλογή. Η πρακτική αυτή που ασκεί πίεση στον καταναλωτή βασιζόμενη σε μια ψευδή πληροφορία δεν θα μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Προσοχή, λοιπόν, σε διαφημίσεις που βλέπετε να λένε «Ισχύει ΜΟΝΟ για 24 ώρες» και βλέπετε την ίδια διαφήμιση να εμφανίζεται ξανά ανά δύο μέρες!
Το «μαγικό» θεραπευτικό
Παράνομες είναι επίσης και οι διαφημίσεις που αναληθής ισχυρισμός ότι εν λόγω προϊόν είναι σε θέση να θεραπεύει ασθένεια, δυσλειτουργίες ή δυσμορφίες, όπως συχνά βλέπουμε για αλλεργίες, τριχόπτωση, απώλεια βάρους κ.λπ.. Ο καταναλωτής έχει πάντα το δικαίωμα να γνωρίζει αν οι σχετικοί ισχυρισμοί έχουν επιβεβαιωθεί επιστημονικώς. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έχουν καμία βάση από ιατρική άποψη, και απλά προσφέρουν απατηλές ελπίδες.
Άλλες τέτοιες πρακτικές, οι οποίες απαγορεύονται εκ φύσεως είναι όταν για παράδειγμα ο έμπορος ισχυρίζεται ότι προσφέρει ειδικά δικαιώματα που στην πραγματικότητα έχει ήδη τα δικαιώματα αυτά ο καταναλωτής βάσει νόμου, όταν ένα προϊόν διαφημίζεται ότι διατίθεται «δωρεάν», αλλά ο καταναλωτής θα χρειαστεί εν τέλει να πληρώσει επιπλέον ή όταν σε μια διεξαγωγή διαγωνισμού για παράδειγμα που ο έμπορος καλεί τον καταναλωτή να λάβει μέρος για να κερδίσει κάποιο έπαθλο, το τελευταίο δεν δίνεται στην πραγματικότητα.
Καθώς, όλα τα παραπάνω παραδείγματα είναι καταστάσεις που βιώνουμε καθημερινά, εμείς ως καταναλωτές θα πρέπει να είμαστε πάντοτε προσεκτικοί και «υποψιασμένοι» και να γνωρίζουμε τα δικαιώματα μας, ώστε να μπορούμε να κινηθούμε ανάλογα. Σε επόμενο άρθρο θα ακολουθήσει η περίπτωση των επιθετικών εμπορικών πρακτικών (Aggressive Commercial Practices), οι οποίες επίσης θεωρούνται αθέμιτες και εγείρουν αξιώσεις υπέρ του καταναλωτή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Οδηγία 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2005, διαθέσιμη εδώ
- Η ΟΔΗΓΙΑ 2005/29/ΕΚ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΘΕΜΙΤΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, διπλωματική εργασία της Θεοδώρας Δουλάμη, διαθέσιμη εδώ