Της Μαρίας-Ελένης Κασσαπάκη,
Τον Απρίλιο του 1827, δύο τραγικά γεγονότα σημάδεψαν την εξέλιξη της πολιορκίας της Αθήνας, η οποία είχε ξεκινήσει από τον Κιουταχή τον Ιούλιο του 1826. Αφενός ο θάνατος του Γεώργιου Καραϊσκάκη, στον οποίο είχαν εναποθέσει όλοι τις ελπίδες τους για τη διάλυση του ολοένα στενότερου κλοιού των Οθωμανών, αφετέρου η συντριβή των επαναστατών στον Ανάλατο έφεραν σε απόγνωση τους έγκλειστους στρατιώτες της Ακρόπολης. Μέσα σε κλίμα απελπισίας ο Νικόλαος Ζαχαρίτσας, ο Σταύρος Βλάχος και ο Διονύσιος Σουρμελής, για να μην παραδοθούν στους Τούρκους, σκέφτηκαν να επιχειρήσουν έξοδο με τα όπλα, ενώ ταυτόχρονα θα ανατίναζαν τις οχυρώσεις ρίχνοντας μπαρούτι στους υπονόμους. Η πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου επρόκειτο όχι μόνο να σκοτώσει την ολιγάριθμη φρουρά, αλλά και να προκαλέσει ανεπανόρθωτες καταστροφές στο ιστορικό μνημείο, το οποίο έφερε ήδη πολλά «τραύματα» από τους καθημερινούς βομβαρδισμούς.
Η δράση του Thomas Cochrane ωστόσο πρόλαβε τις ενέργειες των επαναστατών. Ο Βρετανός αρχηγός του ελληνικού στόλου, μετά την ήττα της 23ης και 24ης Απριλίου -για την οποία ο ίδιος έφερε βαριά ευθύνη- συνειδητοποίησε ότι η κατάπνιξη των δυνάμεων του Κιουταχή ήταν πλέον μάλλον αδύνατη. Γι’ αυτό αποφάσισε να συνθηκολογήσει για την παράδοση της Ακρόπολης. Το έργο της διαμεσολάβησης για την πραγματοποίηση του συμβιβασμού ανέλαβε ο Γάλλος πλοίαρχος Leblanc του πολεμικού Ήρα. Αφού η απόφαση αυτή εγκρίθηκε και από τον αρχηγό του ελληνικού στρατού Sir Richard Church, ο Leblanc ανέλαβε να παραδώσει επιστολή προς τον αξιωματικό Κάρολο Φαβιέρο, ο οποίος βρισκόταν μέσα στο φρούριο της Ακρόπολης. Η επιστολή γνωστοποιούσε τις συνθήκες του Church, σύμφωνα με τις οποίες οι επαναστάτες έπρεπε να παραδώσουν τα όπλα και να αναχωρήσουν από το φρούριο. Στη συνέχεια, θα πήγαιναν στις ακτές όπου έγινε η τελευταία απόβαση των Ελλήνων και υπό την επίβλεψη του ιππικού θα επιβιβάζονταν με ασφάλεια στα πλοία.
Η επιστολή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και ο Φαβιέρος σχολίασε σαρκαστικά ότι ο Church αρχίζει τους αγώνες του παραδίδοντας το φρούριο στον εχθρό. Την επόμενη μέρα έφθασε και άλλο έγγραφο απεσταλμένο από τον Church με το οποίο διέταζε τους Έλληνες να ακολουθήσουν τις αποφάσεις του. Αρχικά η γενική διάθεση ήταν να απορριφθεί η πρόταση παράδοσης και ο επικεφαλής Νικόλαος Κριεζώτης μαζί με άλλους στρατιώτες υπέγραψαν επιστολή προς το Leblanc, η οποία διευκρίνιζε ότι «ο Κιουταχής, αν θέλει τα άρματά μας, ας έλθει να τα πάρει με τη δύναμή του». Ωστόσο, αρκετοί εναντιώθηκαν σε αυτή την υπερήφανη απάντηση και το στρατόπεδο χωρίστηκε ανάμεσα στον Κριεζώτη και τους υποστηρικτές του από τη μία, από την άλλη σε αυτούς που θεωρούσαν σωτήρια τη συνθηκολόγηση για παράδοση του φρουρίου, στους οποίους ανήκε πλέον και ο Φαβιέρος. Έτσι λήφθηκε η απόφαση να αποχωρήσει ο Γάλλος αξιωματικός μαζί με το τακτικό του σώμα και τα γυναικόπαιδα. Παράλληλα, αποφασίστηκε να τον ακολουθήσει και μια τετραμελής επιτροπή, η οποία συστάθηκε, για να εκπροσωπήσει όσους ήταν αποφασισμένοι να υπερασπιστούν την Ακρόπολη μέχρις εσχάτων. Όμως, η προαίρεση αυτή ματαιώθηκε, καθώς ένας λιποτάκτης δραπέτευσε από το στρατόπεδο και ανακοίνωσε στους Οθωμανούς τις προθέσεις των Ελλήνων.
Στο μεταξύ, η Εθνική Συνέλευση πληροφορήθηκε από την Αντικυβερνητική Επιτροπή ότι οι αγωνιστές της Ακρόπολης δεν είχαν δεχτεί να συνάψουν συνθήκη και ότι σκόπευαν να υπερασπιστούν την περιοχή μέχρι τέλους. Έτσι προχώρησε σε ψήφισμα που προέβλεπε την περίθαλψη των χήρων και των ορφανών των πεσόντων και την ανταμοιβή των μελών της φρουράς με χωράφια από τον ελαιώνα της Αττικής. Ωστόσο, αυτό δεν έλυνε το ζήτημα της πολιορκίας από τον Κιουταχή. Επιπλέον ο Church, ο οποίος είχε ζητήσει 4.000 τάλληρα για τη συντήρηση και αναδιάρθρωση των στρατευμάτων του στον Πειραιά, επειδή δεν έλαβε καμία χρηματική ενίσχυση, αναγκάστηκε να αποσύρει τους άνδρες του από την περιοχή. Όταν οι πολιορκούμενοι αντιλήφθηκαν ότι πλοία απομάκρυναν τα ελληνικά στρατεύματα από τις ακτές, επικράτησε για άλλη μια φορά απελπισία και πλήθυναν οι φωνές για αποδοχή της προτεινόμενης συνθήκης. Τότε τους προσέγγισε ο Αυστριακός πλοίαρχος Κορνέρος, τον οποίο είχε στείλει στην πραγματικότητα ο Κιουταχής, προκειμένου να τους βοηθήσει στη συνθηκολόγηση.
Το ελληνικό στρατόπεδο, με πρωτοστάτη το Φαβιέρο, αποδέχτηκε την πρόσκληση του Κορνέρου, αλλά ζήτησε και τη διαμεσολάβηση της Αγγλίας και της Γαλλίας. Έτσι στη διαδικασία συμμετείχε, έπειτα από πρόσκληση, και ο Γάλλος ναύαρχος Henri de Rigny. Οι τελικοί όροι της συνθήκης προέβλεπαν ότι όλα τα στρατεύματα θα αποχωρούσαν με τα όπλα και τα υπάρχοντά τους και ότι όλες οι αθηναϊκές οικογένειες θα επέστρεφαν μαζί με τις περιουσίες τους στα σπίτια και τα χωριά τους με εγγύηση για την ασφάλειά τους, ενώ οι μουσουλμάνοι θα παραδίδονταν στο Βεζίρη τους. Επιπλέον, ιδιαίτερη φροντίδα θα υπήρχε τόσο για τη μεταφορά των τραυματιών όσο και για τις χήρες και τα ορφανά. Η ελληνική φρουρά θα επιβιβαζόταν σε πλοία υπό την επίβλεψη 3 αξιωματικών του οθωμανικού στρατού. Όσον αφορά την Ακρόπολη, αυτή θα παραδιδόταν, όπως ήταν, με τα πολεμοφόδια και τις τροφές που βρίσκονταν εκεί. Τούρκοι απεσταλμένοι θα μετέβαιναν στο σημείο, για να διαπιστώσουν σε τι κατάσταση βρισκόταν και αν εντοπίζονταν βλάβες μετά την παράδοση, η συνθήκη θα θεωρούνταν άκυρη. Ο Κιουταχής έβαλε την υπογραφή του και τα στρατεύματα μαζί με κάποιους Αθηναίους κατοίκους αναχώρησαν από το λιμάνι του Φαλήρου προς την Αίγινα, τη Σαλαμίνα, τον Πόρο και τις Κυκλάδες.
Η πρόωρη παράδοση του φρουρίου της Ακρόπολης είχε σοβαρές συνέπειες στην εξέλιξη του απελευθερωτικού Αγώνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας στις Επιστολές του αναφέρει πως, αν δεν είχαν παρέμβει οι Μεγάλες Δυνάμεις, αυτό το γεγονός θα ήταν η χαριστική βολή για την Επανάσταση των Ελλήνων. Ο Χαρίλαος Τρικούπης επίσης στην Ιστορία του ψέγει τους στρατηγούς, καθώς, αν άντεχαν για 2 μήνες ακόμη, με την υπογραφή της συνθήκης της 24ης Ιουνίου/6ηςΙουλίου και την άφιξη των ευρωπαϊκών δυνάμεων στα ελληνικά παράλια τον Αύγουστο, η Ακρόπολη θα είχε σωθεί από τους Οθωμανούς. Ο Κιουταχής, έπειτα από αυτές τις εξελίξεις, αναδείχθηκε κύριος ολόκληρης της Στερεάς Ελλάδας. Η απελευθερωμένη Ελλάδα είχε πλέον περιοριστεί στα βουνά της Ναυπάκτου, σε ορισμένα κάστρα του Ναυπλίου, της Κορίνθου και της Μονεμβασιάς, καθώς και σε κάποια νησιά, όπως η Ύδρα. Ο Αυστριακός διπλωμάτης Prokesch-Osten σε έκθεσή του τον Ιούνιο του 1827 έγραφε ότι «η επανάσταση, όπως εγώ ελπίζω, δεν θα επιζήσει πέρα από αυτόν τον χειμώνα». Πλέον ο Αγώνας, για να επιβιώσει, έπρεπε να εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από το ξένο παράγοντα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γ. Βλαχογιάννη (1900) Ιστορικές Αναζητήσεις-Η Ανάβαση του Φαβιέρου στην Ακρόπολη. (Ανατύπ. από τα «Προπύλαια») Αθήνα:Τυπογρ. της Νομικής
- Κ. Παπαρηγόπουλος (1932) Iστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος 6ος Μέρος Α΄. Αθήνα:Εκδοτ. Οίκος Ελευθερουδάκης
- Δ. Α. Κόκκινος (1974) Η Ελληνική Επανάστασις Τόμος 4ος. (6η Έκδ.) Αθήνα:Εκδ. Μέλισσα
- Α. Ε. Βακαλόπουλος (1986) Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821 – 1829) Τόμος Ζ΄. Θεσσαλονίκη: ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ.