15.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΤέχνη+Το ζήτημα της επιστροφής έργων τέχνης που κλάπηκαν την περίοδο του «Ολοκαυτώματος»

Το ζήτημα της επιστροφής έργων τέχνης που κλάπηκαν την περίοδο του «Ολοκαυτώματος»


Της Εύας Μόσχου,

Στην εποχή μας, με τα μουσεία να αλλάζουν προσανατολισμό, το ζήτημα της επιστροφής ευαίσθητων πολιτιστικών αγαθών ή αγαθών τέχνης, που κλάπηκαν υπό ιδιαίτερες συνθήκες, αποτελεί μείζονα «πονοκέφαλο» για τους επαγγελματίες των μουσειακών οργανισμών. Στο παρόν άρθρο, συγκεκριμένα, έμφαση θα δοθεί στην περίπτωση του «Ολοκαυτώματος» και τις συνέπειές του, όχι μόνο σε ανθρώπινο επίπεδο, κάτι που το γνωρίζει και το κατακρίνει η διεθνής κοινότητα, αλλά και στο επίπεδο της απώλειας τεράστιων περιουσιών και έργων υψηλής τέχνης.

Πηγή εικόνας:widewalls.ch

Σκόπιμα, λοιπόν, επιλέχθηκε ως παράδειγμα περαιτέρω συζήτησης για τα ευαίσθητα πολιτιστικά αγαθά η περίπτωση του Ολοκαυτώματος, καθώς η κλοπή έργων τέχνης και λοιπών συναισθηματικά επιφορτισμένων αντικειμένων έχει σημαδέψει ανεξίτηλα την πορεία της ιστορίας και αποτελεί πεδίο έρευνας μέχρι και σήμερα. Η πολιτική των Ναζί αποσκοπούσε, από το 1933, στον εκφοβισμό των Εβραίων εμπόρων έργων τέχνης, με σκοπό την εδραίωση της δύναμής τους και την τελική γενοκτονία. Οι συλλέκτες είτε πωλούσαν σε ακραία χαμηλές τιμές, ένεκα καταπίεσης είτε πωλούσαν με τη θέλησή τους, προκειμένου να βρουν ασφαλές καταφύγιο. Ωστόσο, η βίαιη απόσπαση των έργων τέχνης των Εβραίων θα εκπλήρωνε και ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο του Χίτλερ για τη δημιουργία μουσείου τέχνης στη γενέτειρά του, την  Αυστρία.

Το θέμα του εντοπισμού και της επιστροφής των κλεμμένων έργων τέχνης, κατά την περίοδο του Ολοκαυτώματος, παραμένει μέχρι σήμερα αρκετά δυσεπίλυτο, λόγω και του τρόπου αφαίρεσης. Με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την ανεξαρτητοποίηση, τα έθνη χάραξαν τη δική τους πορεία στα ζητήματα πολιτικής των μουσειακών οργανισμών τους. Μια μεγάλη δυσκολία στον εντοπισμό, αρχικά, των έργων έγκειται στο δίκαιο, που ακολουθεί η κάθε χώρα, καθώς η μεταβίβαση τίτλων ιδιοκτησίας κλεμμένων έργων είναι νόμιμη σε ορισμένες χώρες. Η διόγκωση του προβλήματος προκύπτει και από τις νομοθεσίες, που σχεδόν καθολικά ορίζουν ένα διάστημα δύο έως δέκα ετών για την ισχύ του δικαιώματος άσκησης αγωγής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, επί παραδείγματι, ακολουθούν τους εξής κανόνες: τον «κανόνα απαίτησης και άρνησης» και τον «κανόνα της αποκάλυψης». Ο πρώτος επιτρέπει την αίτηση αγωγής από τον ενάγοντα και θύμα της κλοπής οποτεδήποτε αρνηθεί αυτήν ο τωρινός, παράνομος κάτοχος. Ο δεύτερος επιτρέπει στον ενάγοντα να καθυστερεί τη διαδικασία, μέχρις ότου να βρεθεί το κλεμμένο αντικείμενο.

Ας εξετάσουμε ορισμένες περιπτώσεις χωρών, που με το τέλος του πολέμου ενήργησαν υπέρ της επιστροφής, με ή χωρίς αποτέλεσμα. Αρχικά, να επισημάνουμε, ότι, στα μέσα της δεκαετίας του 1940, εκδόθηκαν «πράξεις», που ακύρωναν στην ουσία συναλλαγές, που έγιναν μετά από κατάσχεση ή εκφοβισμό σε θύματα διώξεων. Ωστόσο, η κάθε χώρα τροποποιούσε οποιαδήποτε «πράξη», υποστηρίζοντας τα δικά της συμφέροντα.

Στη Γερμανία, για παράδειγμα, τα μουσεία αναγνώρισαν την ενοχή της χώρας και μερίμνησαν ιδιαίτερα για τις επιστροφές. Το 2013, συλλογή Ναζιστή καλλιτέχνη αποδείχθηκε ότι βασίστηκε σε λεηλατημένη τέχνη, η οποία επιστράφηκε στον κληρονόμο του θύματος. Η Αυστρία, όντας από τις πρώτες χώρες που καταλήφθηκε από τη Ναζιστική Γερμανία, ναι, μεν αναγνώρισε το πρόβλημα, όμως δεν παρέλειπε να ψηφίζει διατάξεις που δεν μπορούσαν να αφαιρέσουν από τα μουσεία της ύποπτα έργα τέχνης. Το 1998, ψηφίστηκε νόμος για την επιστροφή έργων, λεηλατημένων, που υπήρχαν στα αυστριακά μουσεία.

Egon Schiele, Wally, 1912, ελαιογραφία σε ξύλο, Βιέννη, Μουσείο Λεοπόλδου/Πηγή εικόνας: www.bbc.com 

Ωστόσο, όπως είπαμε, η Αυστρία έβρισκε διαρκώς μέσα «μεταποίησης» των αποφάσεων. Δύο είναι οι πιο γνωστές περιπτώσεις: Το πορτρέτο Wally, του Egon Schiele (1890-1918), κατασχέθηκε από τον Εβραίο συλλέκτη του και βρέθηκε το 1930 στην Εθνική Πινακοθήκη της Αυστρίας. Έπειτα, δόθηκε ως αντάλλαγμα για ένα άλλο έργο στον μετέπειτα ιδρυτή του Μουσείου Λεοπόλδου στη Βιέννη. Όταν το έργο υποβλήθηκε σε κατάσχεση, αρκετά χρόνια αργότερα, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, η Αυστριακή Κυβέρνηση δήλωσε, πως ο νόμος του 1998 δεν αφορούσε ιδιωτικά ιδρύματα (το Μουσείο Λεοπόλδου είχε ιδρυθεί το 2001), οπότε και δεν αποδέχθηκαν την αφαίρεση του έργου από τη χώρα. Κάτι παρεμφερές συνέβη και με την περίπτωση της Adele Bloch-Bauer, οι συγγενείς της οποίας ζήτησαν αποζημίωση για τέσσερα έργα του Klimt, που εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην Αυστρία.

H Adele Bloch-Bauer και το έργο του Klimt “Portrait of Adele Bloch-Bauer I”/Πηγή εικόνας: Pinterest.com

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Macdonald, S., (επιμ.) 2016, Μουσείο και Μουσειακές Σπουδές: Ένας Πλήρης Οδηγός, Εκδόσεις ΠΙΟΠ, Αθήνα.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Εύα Μόσχου
Εύα Μόσχου
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης. Το 2019 πραγματοποίησε την πρακτική της άσκηση στο Μουσείο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας Κώστα Κοτσανά, στο Κολωνάκι. Συμμετέχει ενεργά σε σεμινάρια σχετικά με την Τέχνη και τη Μουσειολογία, ενώ επόμενος στόχος της είναι ένα μεταπτυχιακό στον τομέα του Πολιτισμού.