Του Γιάννη Μπαλαμώτη,
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, έντονα πολυεθνική, στη μακρόχρονη διάρκειά της, καταπίεζε και απορροφούσε, όπως άλλωστε κάθε άλλη αυτοκρατορία πριν από αυτή, κάθε μορφή συντονισμένης και οργανωμένης εθνικής έκφρασης στο εσωτερικό της. Μέσα στους κόλπους της, στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, οι Άραβες είχαν διαμορφώσει αιώνες πριν μια κοινή πολιτιστική ταυτότητα, η οποία βασιζόταν στην αραβική γλώσσα, την ισλαμική θρησκεία και την κοινή ιστορική παράδοση. Ήταν επόμενο, αυτή η κοινή εθνική συνείδηση που συγκροτήθηκε σταδιακά, σταθερά και παράλληλα με αντίστοιχες άλλων εθνοτήτων στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας να αναζητήσει την πολιτική της έκφραση και εν τέλει την ανεξαρτησία.
Η πρώτη εκδήλωση της αραβικής αφύπνισης έγινε το 1798 με την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, η οποία πυροδότησε τις εθνικιστικές ιδέες των Αράβων, όπως έγινε και σε άλλες εκστρατείες του, στη Γερμανία και την Ισπανία. Το γενικότερο κλίμα της εποχής, η διάδοση των ιδεών της γαλλικής επανάστασης και του διαφωτισμού, η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των λαών σε συνδυασμό με το ρεύμα του ρομαντισμού, συνέβαλαν στην πρώτη εναντίωση των Αράβων προς τον οθωμανικό ζυγό. Μετά τη γαλλική κατοχή της Αιγύπτου, ο Mehemed Ali, ο οποίος το 1799 είχε αναλάβει κατόπιν εντολής του σουλτάνου να διώξει της βοναπαρτικές δυνάμεις, βρέθηκε να είναι κυρίαρχος στην Αίγυπτο. Αυτός και ο γιός του, Ibrahim, παρά τη μη αραβική τους καταγωγή, ερχόμενοι σε επαφή με τον αραβικό κόσμο και τον αναπτυσσόμενο εθνικισμό, έθεσαν ως στόχο να οικοδομήσουν μια αραβική αυτοκρατορία με τους ίδιους να αποτελούν τους αρχιτέκτονες αυτού του οράματος. Ωστόσο, οι βλέψεις τους συγκρούστηκαν με τα βρετανικά συμφέροντα. Στη συνέχεια, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τα ηνία του αγώνα της αραβικής ανεξαρτησίας ανέλαβαν ο Λίβανος και η Συρία. Επηρεασμένοι από τα εθνικιστικά και απελευθερωτικά κινήματα στα Βαλκάνια και σε συνδυασμό με τη νίκη της Ιαπωνίας στο Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, οι Άραβες, το 1905 μέσω της Αραβικής Εθνικής Επιτροπής ανακοίνωσαν την επιθυμία τους για απελευθέρωση από τους Οθωμανούς.
Τέλος, ο αραβικός εθνικισμός πήρε άλλη διάσταση μετά το κίνημα των Νέο-Τούρκων και την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η είσοδος της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων του Άξονα αποτέλεσε ευκαιρία για τους Άραβες να ενταχθούν στο πλευρό της Αντάντ και συγκεκριμένα των Βρετανών. Οι Βρετανοί, όπως και οι υπόλοιπες δυνάμεις της Αντάντ, επιθυμώντας μια γρήγορη επικράτηση στον πόλεμο, εγκατέλειψαν τη μέχρι τότε κρατούσα πολιτική προστασίας του Μεγάλου Ασθενούς, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και προχώρησαν σε συμφωνία με το Sharif Hussein της Μέκκα για τη συμβολή των Αράβων στον πόλεμο με αντάλλαγμα την ανεξαρτησία τους.
Σταδιακά τα πράγματα οδήγησαν, το 1916, στο ξέσπασμα της Αραβικής Επανάστασης, η οποία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του πολέμου προς όφελος των συμμαχικών δυνάμεων. Εν τούτοις, η Βρετανία έχοντας συνάψει δύο μυστικές συμφωνίες, τη Sykes–Picot (16 Μαΐου 1916) λίγο πριν το ξέσπασμα της Επανάστασης και αυτή του Balfour (2 Νοεμβρίου 1917) κατά τη διάρκειά της, υπέσκαπτε τους στόχους της και την πρόδιδε με δραματικό τρόπο για τους Άραβες.
Η συμφωνία Sykes–Picot ανάμεσα στη Βρετανία, τη Γαλλία και την τσαρική Ρωσία διευθετούσε τις ζώνες επιρροής των τριών δυνάμεων, παραβλέποντας στην ουσία τις υποσχέσεις των Βρετανών περί αραβικής ανεξαρτησίας. Η Βρετανία θα αποκτούσε τον άμεσο έλεγχο στο Ιράκ και σε δύο περιοχές στα παράλια της Παλαιστίνης, ενώ η Γαλλία θα ήλεγχε τις παράκτιες περιοχές της Συρίας, δυτικά της Δαμασκού και την Κιλικία στη νοτιοδυτική Τουρκία. Κάτω από «Διεθνή Διοίκηση» θα έμπαινε το τμήμα της Παλαιστίνης δυτικά του Ιορδάνη ποταμού και νότια μέχρι τη Γάζα. Παράλληλα, η Γαλλία θα ασκούσε επιρροή στην υπόλοιπη ενδοχώρα της Συρίας και την επαρχία της Μοσούλης, ενώ η Βρετανία στην Υπεριορδανία και τα νότια τμήματα της Παλαιστίνης, περιοχές στις οποίες θα ιδρυόταν «ανεξάρτητο» αραβικό κράτος ή συνομοσπονδία.
Στις 2 Νοεμβρίου 1917, ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών, Lord Arthur Balfour, μετά από συνομιλίες με τη Διεθνή Σιωνιστική Οργάνωση, έστειλε επίσημη επιστολή στο Βρετανό σιωνιστή λόρδο, Walter Rothschild και του γνωστοποίησε την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να υποστηρίξει την ίδρυση εβραϊκής εθνικής εστίας στην Παλαιστίνη. Με τον τρόπο αυτό, η Βρετανία επιχειρούσε να θέσει υπό τον έλεγχό της ολόκληρη την περιοχή, προσπαθώντας να εξουδετερώσει τα γαλλικά και ιταλικά συμφέροντα. Λίγο μετά τη δημοσίευση της συμφωνίας, οι Βρετανοί προσπάθησαν να πείσουν τους Άραβες για τη προσωρινότητα της Συμφωνίας Sykes–Picot, ενώ παράλληλα τους διαβεβαίωσαν ότι επιθυμούσαν την ίδρυση ανεξάρτητων αραβικών κρατών στην περιοχή. Πεπεισμένα τα αραβικά στρατεύματα συνέχισαν τις πολεμικές επιχειρήσεις στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων, διεξάγοντας επιθέσεις το Σεπτέμβριο του 1918 εναντίον της Παλαιστίνης και τον Οκτώβριο, του ίδιου έτους, κατέλαβαν τη Δαμασκό.
Ωστόσο, η αραβική ενοποίηση και εν τέλει ανεξαρτησία ήταν εξαρχής ένα δύσκολο εγχείρημα, ανεξάρτητα από τα συμφέροντα των Βρετανών και των Γάλλων στην περιοχή. Οι Άραβες, ανέκαθεν οργανωμένοι ως νομάδες, με αντιμαχίες μεταξύ τους, ήταν δύσκολο να συνεννοηθούν και να συνεργαστούν προς έναν κοινό στόχο. Με την ύπαρξη διαφορετικών κέντρων επιρροής, ήταν επόμενο τα αραβικά συμφέροντα να συγκρουστούν. Στη Μέκκα, ο Sharif Hussein είχε ανακηρυχθεί βασιλιάς των Hejaz και ήλεγχε το δυτικό τμήμα της Αραβίας. Στο ανατολικό τμήμα, ο πουριτανός και αιρετικός αντίπαλός του, Abdul Aziz bin Saud, παρέμενε ανεξάρτητος ηγέτης του Nejd, απολαμβάνοντας τη βρετανική βοήθεια, προερχόμενη, όμως, από την αποικιοκρατική Ινδία. Παράλληλα, ο βασιλιάς Fuad της Αιγύπτου εξακολουθούσε να παίζει σημαντικό ρόλο, ενώ οι δύο γιοί του Sharif Hussein, Abdullah και Feisal, κυριάρχησαν στην Υπεριορδανία και το Ιράκ, αντίστοιχα, με τη βοήθεια των Βρετανών. Η δράση των τελευταίων για την κυριαρχία τους στη Μέση Ανατολή οργανώθηκε σε τρεις πυλώνες: στη συνεχή παρουσία στρατευμάτων τους εκεί, στην παροχή συμβουλών από την Κοινωνία των Εθνών που παρείχε τις απαραίτητες νομικές βάσεις για τον έλεγχο της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας και στην άνοδο του οίκου των Hashemites που ήταν ευνοϊκά προσκείμενοι προς τους Βρετανούς.
Στα γεγονότα της εποχής και κυρίως της Επανάστασης, καθοριστικός ήταν ο ρόλος T. E. Lawrence, γνωστού και ως Lawrence της Αραβίας, ο οποίος τόσο ως διπλωμάτης, όσο και ως στρατιωτικός πίστεψε και πολέμησε για την αραβική ενοποίηση. Έχοντας γνώσεις ιστορίας της ευρύτερης περιοχής και με την κάλυψη της αρχαιολογικής του ταυτότητας, έδρασε ως βασικός πληροφοριοδότης των Βρετανών. Ο ίδιος, συνειδητοποίησε από νωρίς ότι ο στόχος της αραβικής ενοποίησης θα συγκρουόταν όχι μόνο με τα βρετανικά και τα γαλλικά συμφέροντα, αλλά και με τη δυσκολία που θα αντιμετώπιζαν οι Άραβες να μεταβούν από το μεσαιωνικό τύπο οργάνωσης της κοινωνίας τους σε μια σύγχρονη, δυτικού τύπου, μορφή με ανεπτυγμένη οικονομία και στέρεα πολιτική δομή. Έχοντας αντιληφθεί τα παραπάνω εμπόδια και την ανάγκη να υιοθετήσει τον αραβικό τρόπο ζωής, προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, κατάφερε να συντονίσει χιλιάδες μαχητές από διαφορετικές φυλές και ο ίδιος να αποκτήσει ηγετικό ρόλο στον αγώνα τους. Τροφοδοτούσε το βρετανικό στρατόπεδο με πληροφορίες, ενώ παράλληλα διαμόρφωσε συγκεκριμένη τακτική ανταρτοπόλεμου ενάντια στις τουρκικές δυνάμεις, αξιοποιώντας τον ευκίνητο στρατό του αποφεύγοντας τις μεγάλης κλίμακας μάχες. Το 1918, οι αραβικές δυνάμεις σε συνεργασία με τους Βρετανούς και τους Αυστραλούς κατέλαβαν τη Δαμασκό, αλλά ο έλεγχος της πόλης γέννησε νέες αντιθέσεις και αντιπαλότητες μεταξύ τους.
Τελικά, η Αραβική Επανάσταση, εγκλωβίστηκε στο θνησιγενή, όπως αποδείχτηκε, χαρακτήρα της, εξαιτίας των εσωτερικών φυλετικών αντιθέσεων και των αλληλοσυγκρουόμενων διεθνών συμφερόντων με αποτέλεσμα την αποτυχία της. Οι υποσχέσεις των Βρετανών προς τους Άραβες εξαφανίστηκαν μπροστά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, ενώ η αδυναμία των Αράβων να συντονίσουν τον αγώνα τους και να καθορίσουν τη μοίρα τους φάνηκε από τη μόνιμη απουσία τους από τις συμφωνίες που σύναψαν οι Μεγάλες Δυνάμεις κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη του πολέμου. Κανείς όμως, δε μπορούσε να φανταστεί ότι 100 χρόνια μετά, οι συγκρούσεις, σφοδρότερες και πιο δραματικές, θα εξακολουθούσαν να κυριαρχούν στην περιοχή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Aziz M.A., The Origins of Arab Nationalism, Pakistan Horizon Vol. 62, No. 1, Visiting the Past (January 2009), pp. 59-66
- Meyers J., E. Lawrence and the Character of the Arabs, The Virginia Quarterly Review Vol. 80, No. 4 (FALL 2004), pp. 135-152
- Kramer M., Arab Nationalism: Mistaken Identity, Daedalus Vol. 122, No. 3, Reconstructing Nations and States (Summer, 1993), pp. 171-206
- Από την ιστοσελίδα History Net, στο «Creating Chaos: Lawrence of Arabia and the 1916 Arab Revolt», Διαθέσιμο εδώ